Anonymous

έμπρακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(11)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> <i>εμπράκτως</i><br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] τοῡ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> στην [[πραγματικότητα]], αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br />δραστηρίως [[ενεργητικώς]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> <i>εμπράκτως</i><br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> στην [[πραγματικότητα]], αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br />δραστηρίως [[ενεργητικώς]].
}}
}}