Anonymous

δίκαιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α και -η, -ο και [[δίκιος]], -α, -ο (AM [[δίκαιος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει [[δικαιοσύνη]] σύμφωνα με τους νόμους και τη [[λογική]] («ο [[δίκαιος]] [[κριτής]] γυρεύει να χωρίσει το [[δίκαιο]] από το άδικο»)<br /><b>2.</b> ο [[νόμιμος]] («[[δίκαιος]] [[κληρονόμος]]»)<br /><b>3.</b> ο [[αμερόληπτος]] («δίκαια [[κρίση]]», «[[δικαία]] [[βουλή]]», «δίκαιη [[παρατήρηση]]», «[[δικαία]] [[βάσανος]]», «δίκαιη [[εξέταση]]»)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], [[κανονικός]], [[ταιριαστός]] («[[δίκια]] ζύγια», «[[δίκαιος]] [[έπαινος]]», «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι»)<br /><b>5.</b> δικαιολογημένος, «[[δίκια]] [[αφορμή]]», «δίκαιη [[οργή]]», «δίκαιη [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>6.</b> (απρόσ. έκφρ.) «[[είναι]] [[δίκαιο]] να...», «δίκαιον ἐστι»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πειθαρχεί σε έθιμα, σε θεσμούς πολιτισμού («ὑβρισταί τε καὶ [[ἄγριοι]] οὐδὲ δίκαιοι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τηρεί τις υποχρεώσεις του [[απέναντι]] στους ανθρώπους και στους θεούς («[[δίκαιος]] καὶ [[ὅσιος]]»)<br /><b>3.</b> (για νόμο) αυτός που έχει θεσπισθεί με νόμιμη, κανονική [[διαδικασία]]<br /><b>4.</b> [[κανονικός]], [[συμμετρικός]] («δίκαιον [[σχῆμα]] σώματος», «[[ἵππος]] δικαίαν τὴν [[σιαγόνα]] ἔχων»)<br /><b>5.</b> (για ζώα) εξημερωμένος [[κατάλληλος]] («ἵππον δίκαιον ποιεῑσθαι»)<br /><b>6.</b> (για αγρό) [[εύφορος]], [[αποδοτικός]]<br /><b>7.</b> [[πραγματικός]], [[άξιος]] του ονόματος («[[δίκαιος]] [[συγγραφεύς]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «δικαίη ζόη» — [[κανονικός]] [[τρόπος]] ζωής, αναγνωρισμένος ως [[έντιμος]]<br />β) «ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ» — για [[κάτι]] που ειπώθηκε σωστά<br />γ) «δίκαιός εἰμι ἰέναι» ή «δίκαιός ἐστι ἄρχειν» — [[είναι]] [[δίκαιο]] να, έχω το [[δικαίωμα]] να... II. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> το [[δίκαιο]] και δίκιο (AM δίκαιον)<br /><b>1.</b> ό,τι [[είναι]] [[σύμφωνο]] με τον νόμο, ηθικό, [[ορθό]] («το άδικο [[δίκαιο]] κάμνουσι»)<br /><b>2.</b> η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>3.</b> νόμιμη [[απαίτηση]], [[δικαίωμα]] («το δίκιο του μ' [[αναλαμπή]] και [[φλόγα]] το γυρεύει», «θα βρω το δίκιο μου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[δίκαιο]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις τών μελών μιας κοινωνίας<br /><b>2.</b> η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δίκαιον εξ υποκειμένου» — το [[δικαίωμα]]<br />β) «γραπτό [[δίκαιο]]» — οι νόμοι<br />γ) «άγραφο [[δίκαιο]]» — εθιμικοί, παραδοσιακοί κανόνες δικαίου<br />δ) «με το δίκιο του» — δίκαια, σωστά<br />ε) «του [[δίνω]] ή του [[ρίχνω]] δίκιο» — [[κρίνω]] ότι σωστά έπραξε [[κάτι]] ή εγείρει μιαν [[αξίωση]]<br />στ) «[[παίρνω]] το δίκιο μου [[πίσω]]» — εκδικούμαι αυτόν που μέ αδίκησε<br />ζ) «να πούμε και του στραβού ή και του φτωχού το δίκιο» — να υποστηρίξουμε και του ανίσχυρου τις αξιώσεις ή να αναγνωρίσουμε και [[κάτι]] καλό [[μέσα]] στα τόσα [[κακά]]<br />η) «το [[δίκαιο]] του ισχυροτέρου» — οι ισχυροί παρουσιάζουν τις αυθαιρεσίες τους ως νόμιμες<br />θ) «κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου» — ήρεμα και [[βαθιά]]·|| <b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δικαιοδοσία]]<br /><b>2.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[συνήθεια]]<br />(αρχ) <b>φρ.</b> «ἐκ τοῡ δικαίου» — δίκαια<br />III. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δίκαια</i> και τα [[δίκια]] (AM δίκαια)<br /><b>1.</b> οι δίκαιες απαιτήσεις και αξιώσεις<br /><b>2.</b> τα [[νόμιμα]] δικαιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια» — οι αμοιβαίες υποχρεώσεις<br /><b>2.</b> «ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις» — υπό ορισμένους όρους<br />IV. <b>επίρρ.</b> <i>δικαίως</i> και δίκαια (AM δικαίως)<br /><b>1.</b> με [[δίκαιο]] τρόπο<br /><b>2.</b> σύμφωνα με το [[δίκαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκα</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]. Η αρχική σημ. του επιθ. [[δίκαιος]] ήταν «αυτός που τηρεί, πειθαρχεί, συμμορφώνεται [[προς]] τα έθιμα και τους θεσμούς» <b>Όμ.</b> απ' όπου προήλθε η σημ. «[[ισόρροπος]], [[συμμετρικός]]» (για [[άρμα]]). «[[ακριβής]], [[κανονικός]]» και αργότερα «[[σωστός]], [[ορθός]], αυτός που κρίνει δίκαια» τόσο με την [[ηθική]] όσο και με την νομική [[έννοια]] του όρου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δικαιοσύνη]], [[δικαιώνω]] (AM <i>δικαιώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δικαιότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δικαιωτήριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δικαιοδότης]], [[δικαιοκρίτης]], [[δικαιοπραγία]], [[δικαιοφανής]], <i>δικαιόφρων</i> <b>αρχ.</b> [[δικαιοκτόνος]], [[δικαιολόγος]], [[δικαιονομία]], [[δικαιονομώ]], [[δικαιόπολις]], [[δικαιοπραγής]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[δικαιοφύλακας]] (Μ -[[φύλαξ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικαιόγραφο]], [[δικαιοδόχος]], [[δικαιοπάροχος]], [[δικαιοπραξία]], [[δικαιούχος]]. (Β' συνθετικό) [[ακριβοδίκαιος]], [[ακροδίκαιος]], [[φιλοδίκαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθοδίκαιος]], [[χειροδίκαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ισοδίκαιος</i>].
|mltxt=-α και -η, -ο και [[δίκιος]], -α, -ο (AM [[δίκαιος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει [[δικαιοσύνη]] σύμφωνα με τους νόμους και τη [[λογική]] («ο [[δίκαιος]] [[κριτής]] γυρεύει να χωρίσει το [[δίκαιο]] από το άδικο»)<br /><b>2.</b> ο [[νόμιμος]] («[[δίκαιος]] [[κληρονόμος]]»)<br /><b>3.</b> ο [[αμερόληπτος]] («δίκαια [[κρίση]]», «[[δικαία]] [[βουλή]]», «δίκαιη [[παρατήρηση]]», «[[δικαία]] [[βάσανος]]», «δίκαιη [[εξέταση]]»)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], [[κανονικός]], [[ταιριαστός]] («[[δίκια]] ζύγια», «[[δίκαιος]] [[έπαινος]]», «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι»)<br /><b>5.</b> δικαιολογημένος, «[[δίκια]] [[αφορμή]]», «δίκαιη [[οργή]]», «δίκαιη [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>6.</b> (απρόσ. έκφρ.) «[[είναι]] [[δίκαιο]] να...», «δίκαιον ἐστι»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πειθαρχεί σε έθιμα, σε θεσμούς πολιτισμού («ὑβρισταί τε καὶ [[ἄγριοι]] οὐδὲ δίκαιοι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τηρεί τις υποχρεώσεις του [[απέναντι]] στους ανθρώπους και στους θεούς («[[δίκαιος]] καὶ [[ὅσιος]]»)<br /><b>3.</b> (για νόμο) αυτός που έχει θεσπισθεί με νόμιμη, κανονική [[διαδικασία]]<br /><b>4.</b> [[κανονικός]], [[συμμετρικός]] («δίκαιον [[σχῆμα]] σώματος», «[[ἵππος]] δικαίαν τὴν [[σιαγόνα]] ἔχων»)<br /><b>5.</b> (για ζώα) εξημερωμένος [[κατάλληλος]] («ἵππον δίκαιον ποιεῑσθαι»)<br /><b>6.</b> (για αγρό) [[εύφορος]], [[αποδοτικός]]<br /><b>7.</b> [[πραγματικός]], [[άξιος]] του ονόματος («[[δίκαιος]] [[συγγραφεύς]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «δικαίη ζόη» — [[κανονικός]] [[τρόπος]] ζωής, αναγνωρισμένος ως [[έντιμος]]<br />β) «ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ» — για [[κάτι]] που ειπώθηκε σωστά<br />γ) «δίκαιός εἰμι ἰέναι» ή «δίκαιός ἐστι ἄρχειν» — [[είναι]] [[δίκαιο]] να, έχω το [[δικαίωμα]] να... II. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> το [[δίκαιο]] και δίκιο (AM δίκαιον)<br /><b>1.</b> ό,τι [[είναι]] [[σύμφωνο]] με τον νόμο, ηθικό, [[ορθό]] («το άδικο [[δίκαιο]] κάμνουσι»)<br /><b>2.</b> η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>3.</b> νόμιμη [[απαίτηση]], [[δικαίωμα]] («το δίκιο του μ' [[αναλαμπή]] και [[φλόγα]] το γυρεύει», «θα βρω το δίκιο μου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[δίκαιο]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις τών μελών μιας κοινωνίας<br /><b>2.</b> η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δίκαιον εξ υποκειμένου» — το [[δικαίωμα]]<br />β) «γραπτό [[δίκαιο]]» — οι νόμοι<br />γ) «άγραφο [[δίκαιο]]» — εθιμικοί, παραδοσιακοί κανόνες δικαίου<br />δ) «με το δίκιο του» — δίκαια, σωστά<br />ε) «του [[δίνω]] ή του [[ρίχνω]] δίκιο» — [[κρίνω]] ότι σωστά έπραξε [[κάτι]] ή εγείρει μιαν [[αξίωση]]<br />στ) «[[παίρνω]] το δίκιο μου [[πίσω]]» — εκδικούμαι αυτόν που μέ αδίκησε<br />ζ) «να πούμε και του στραβού ή και του φτωχού το δίκιο» — να υποστηρίξουμε και του ανίσχυρου τις αξιώσεις ή να αναγνωρίσουμε και [[κάτι]] καλό [[μέσα]] στα τόσα [[κακά]]<br />η) «το [[δίκαιο]] του ισχυροτέρου» — οι ισχυροί παρουσιάζουν τις αυθαιρεσίες τους ως νόμιμες<br />θ) «κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου» — ήρεμα και [[βαθιά]]·|| <b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δικαιοδοσία]]<br /><b>2.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[συνήθεια]]<br />(αρχ) <b>φρ.</b> «ἐκ τοῦ δικαίου» — δίκαια<br />III. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δίκαια</i> και τα [[δίκια]] (AM δίκαια)<br /><b>1.</b> οι δίκαιες απαιτήσεις και αξιώσεις<br /><b>2.</b> τα [[νόμιμα]] δικαιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια» — οι αμοιβαίες υποχρεώσεις<br /><b>2.</b> «ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις» — υπό ορισμένους όρους<br />IV. <b>επίρρ.</b> <i>δικαίως</i> και δίκαια (AM δικαίως)<br /><b>1.</b> με [[δίκαιο]] τρόπο<br /><b>2.</b> σύμφωνα με το [[δίκαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκα</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]. Η αρχική σημ. του επιθ. [[δίκαιος]] ήταν «αυτός που τηρεί, πειθαρχεί, συμμορφώνεται [[προς]] τα έθιμα και τους θεσμούς» <b>Όμ.</b> απ' όπου προήλθε η σημ. «[[ισόρροπος]], [[συμμετρικός]]» (για [[άρμα]]). «[[ακριβής]], [[κανονικός]]» και αργότερα «[[σωστός]], [[ορθός]], αυτός που κρίνει δίκαια» τόσο με την [[ηθική]] όσο και με την νομική [[έννοια]] του όρου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δικαιοσύνη]], [[δικαιώνω]] (AM <i>δικαιώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δικαιότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δικαιωτήριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δικαιοδότης]], [[δικαιοκρίτης]], [[δικαιοπραγία]], [[δικαιοφανής]], <i>δικαιόφρων</i> <b>αρχ.</b> [[δικαιοκτόνος]], [[δικαιολόγος]], [[δικαιονομία]], [[δικαιονομώ]], [[δικαιόπολις]], [[δικαιοπραγής]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[δικαιοφύλακας]] (Μ -[[φύλαξ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικαιόγραφο]], [[δικαιοδόχος]], [[δικαιοπάροχος]], [[δικαιοπραξία]], [[δικαιούχος]]. (Β' συνθετικό) [[ακριβοδίκαιος]], [[ακροδίκαιος]], [[φιλοδίκαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθοδίκαιος]], [[χειροδίκαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ισοδίκαιος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm