Anonymous

λήξις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆξις]], ἡ (ΑM, Α ιων. τ. [[λάξις]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] που παραχωρήθηκε για [[διαμονή]] («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθορισμός]] ή ο [[διορισμός]] με κλήρο, η [[απόκτηση]] με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[διανομή]] με κλήρο<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] γης ή άλλου σώματος ή αντικειμένου που διανεμήθηκε με κλήρο («νεῑμαι δὲ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τὴν λῆξιν ἑκάστην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λήξεις</i><br />οι τύχες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ ἑτέρα [[λῆξις]]» — [[άλλος]] [[τόπος]], [[άλλος]] [[κόσμος]]<br />β. «ἡ ἑῴα [[λῆξις]]» — το ανατολικό [[μέρος]] του κράτους<br />γ) «[[λῆξις]] δίκης» ή, [[απλώς]], «[[λῆξις]]» — έγγραφη [[κατηγορία]] που κατετίθενταν στον άρχοντα ως πρώτη ένδικη [[πράξη]] σε ιδιωτική ή, [[σπανίως]], σε [[δημόσια]] [[δίκη]]<br />δ) «[[λῆξις]] τοῡ κλήρου» — η [[αίτηση]] που γινόταν σε άρχοντα για νόμιμη [[κατοχή]] κληρονομιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγχάνω]], αναλογικά [[προς]] το [[λῆψις]] του [[λαμβάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εἴληχα</i>: <i>εἴληφα</i>, <i>λήξομαι</i>: <i>λήψομαι</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆξις]], ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[λήξη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆξις]], ἡ (ΑM, Α ιων. τ. [[λάξις]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] που παραχωρήθηκε για [[διαμονή]] («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθορισμός]] ή ο [[διορισμός]] με κλήρο, η [[απόκτηση]] με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[διανομή]] με κλήρο<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] γης ή άλλου σώματος ή αντικειμένου που διανεμήθηκε με κλήρο («νεῑμαι δὲ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τὴν λῆξιν ἑκάστην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λήξεις</i><br />οι τύχες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ ἑτέρα [[λῆξις]]» — [[άλλος]] [[τόπος]], [[άλλος]] [[κόσμος]]<br />β. «ἡ ἑῴα [[λῆξις]]» — το ανατολικό [[μέρος]] του κράτους<br />γ) «[[λῆξις]] δίκης» ή, [[απλώς]], «[[λῆξις]]» — έγγραφη [[κατηγορία]] που κατετίθενταν στον άρχοντα ως πρώτη ένδικη [[πράξη]] σε ιδιωτική ή, [[σπανίως]], σε [[δημόσια]] [[δίκη]]<br />δ) «[[λῆξις]] τοῦ κλήρου» — η [[αίτηση]] που γινόταν σε άρχοντα για νόμιμη [[κατοχή]] κληρονομιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγχάνω]], αναλογικά [[προς]] το [[λῆψις]] του [[λαμβάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εἴληχα</i>: <i>εἴληφα</i>, <i>λήξομαι</i>: <i>λήψομαι</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆξις]], ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[λήξη]].
}}
}}