3,274,313
edits
(25) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και [[μισθώνω]] και μιστώνω) [[μισθός]]<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] [[ενοίκιο]] για [[κάτι]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[ενοικιαστής]] [[κάτι]] καταβάλλοντας [[ενοίκιο]] στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το [[διαμέρισμα]] με 30.000 δραχμές τον [[μήνα]]»<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] με [[μισθό]], με [[ενοίκιο]] [[κάτι]], [[νοικιάζω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[ιδιοκτήτης]], [[εκμισθώνω]] («μίσθωσα το [[σπίτι]] σε συντοπίτη μου»)<br /><b>3.</b> [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] («μίσθωσα εργάτες»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ναυλώνω]] [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — [[προσφέρω]] σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με [[μισθό]]<br />β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό<br />γ) «μισθοῡμαι τινα εἴς τι» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα [[πρωΐ]] μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα | |mltxt=(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και [[μισθώνω]] και μιστώνω) [[μισθός]]<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] [[ενοίκιο]] για [[κάτι]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[ενοικιαστής]] [[κάτι]] καταβάλλοντας [[ενοίκιο]] στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το [[διαμέρισμα]] με 30.000 δραχμές τον [[μήνα]]»<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] με [[μισθό]], με [[ενοίκιο]] [[κάτι]], [[νοικιάζω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[ιδιοκτήτης]], [[εκμισθώνω]] («μίσθωσα το [[σπίτι]] σε συντοπίτη μου»)<br /><b>3.</b> [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] («μίσθωσα εργάτες»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ναυλώνω]] [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — [[προσφέρω]] σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με [[μισθό]]<br />β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό<br />γ) «μισθοῡμαι τινα εἴς τι» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα [[πρωΐ]] μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «μισθοῡμαι [[ὑπέρ]] τινος» — [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] με κάποιον, συμβάλλομαι για [[κάτι]]<br />ε) «μισθοῡμαι ἐπὶ τινι»<br />i) (για [[σπίτι]]) νοικιάζομαι με [[συμφωνία]], με [[συμβόλαιο]]<br />ii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που [[παρέχω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ μισθωσάμενος</i><br />αυτός που ήλθε σε [[συμφωνία]] για [[κάτι]], ο συμβεβλημένος. | ||
}} | }} |