Anonymous

μαρτυρία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μαρτυρία]] [[μαρτυρώ]]<br /><b>1.</b> γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, [[κατάθεση]] όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί [[κάποιος]] σχετικά με μια εξεταζόμενη [[υπόθεση]] (α. «έδωσε [[μαρτυρία]] για την [[υπόθεση]] του εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόδειξη]], [[διαβεβαίωση]], [[πιστοποίηση]] («ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται [[ὑπὲρ]] τοῡδε τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι έχει λεχθεί ή γραφεί για κάποιο [[θέμα]], παραδεδομένη [[πληροφορία]]<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) <b>στον πληθ.</b> <i>οι μαρτυρίες</i><br />[[σημεία]] που τίθενται στην [[αρχή]] του μέλους για να προσδιοριστεί ο [[ήχος]] ή στο [[τέλος]] μουσικής φράσης για να υποβοηθηθεί ο [[έλεγχος]] της μουσικής ανάγνωσης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γνώμη]], [[άποψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω (εις) [[μαρτυρία]]» ή «[[φέρω]] (εις) [[μαρτυρία]]» — επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[νόμος]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> [[μαρτυρικός]] [[θάνατος]] για τη χριστιανική [[πίστη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] στὴ [[μαρτυρία]]» — [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου<br />β) «[[σύρω]] μαρτυρίαν» ή «[[φέρω]] μαρτυρίαν» — [[καταθέτω]] ως [[μάρτυρας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαρτύριο]], [[βασανιστήριο]]<br /><b>2.</b> [[ομολογία]] πίστης στον Χριστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[άποψη]], θέα.
|mltxt=η (AM [[μαρτυρία]] [[μαρτυρώ]]<br /><b>1.</b> γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, [[κατάθεση]] όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί [[κάποιος]] σχετικά με μια εξεταζόμενη [[υπόθεση]] (α. «έδωσε [[μαρτυρία]] για την [[υπόθεση]] του εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόδειξη]], [[διαβεβαίωση]], [[πιστοποίηση]] («ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται [[ὑπὲρ]] τοῦδε τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι έχει λεχθεί ή γραφεί για κάποιο [[θέμα]], παραδεδομένη [[πληροφορία]]<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) <b>στον πληθ.</b> <i>οι μαρτυρίες</i><br />[[σημεία]] που τίθενται στην [[αρχή]] του μέλους για να προσδιοριστεί ο [[ήχος]] ή στο [[τέλος]] μουσικής φράσης για να υποβοηθηθεί ο [[έλεγχος]] της μουσικής ανάγνωσης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γνώμη]], [[άποψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω (εις) [[μαρτυρία]]» ή «[[φέρω]] (εις) [[μαρτυρία]]» — επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[νόμος]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> [[μαρτυρικός]] [[θάνατος]] για τη χριστιανική [[πίστη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] στὴ [[μαρτυρία]]» — [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου<br />β) «[[σύρω]] μαρτυρίαν» ή «[[φέρω]] μαρτυρίαν» — [[καταθέτω]] ως [[μάρτυρας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαρτύριο]], [[βασανιστήριο]]<br /><b>2.</b> [[ομολογία]] πίστης στον Χριστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[άποψη]], θέα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm