Anonymous

μηκύνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μηκύνω]], Α δωρ. τ. [[μακύνω]]) [[μήκος]]<br />[[μεγεθύνω]] [[κατά]] [[μήκος]], [[μακραίνω]], [[επιμηκύνω]] («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι [[περαιτέρω]] τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μηκύνομαι</i><br />αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] τη χρονική [[διάρκεια]] πράγματος, [[παρατείνω]] [[κάτι]] «τίν' εἰς χρόνον ζητεῑτε μηκῡναι βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με λόγο) [[μιλώ]] διεξοδικά, [[δίνω]] [[έκταση]] στον λόγο μου, [[μιλώ]] εκτεταμένα (α. «τοὺς δὲ λόγους... οὐ παρὰ τὸ εἰωθὸς μηκυνοῡμεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐμήκυνα περὶ Σαμίων μᾱλλον, ὅτι σφι [[τρία]] ἐστὶ μέγιστα ἁπάντων Ἑλλήνων ἐξεργασμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]] μακρά [[συλλαβή]], [[εκτείνω]] βραχύ [[φωνήεν]] σε μακρό<br /><b>6.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί νέο [[κλάσμα]]<br /><b>7.</b> (μέσ.-παθ.) <i>μηκύνομαι</i> (σχετικά με κολοσσιαίο [[άγαλμα]]) [[υψώνω]], [[ορθώνω]], [[εγείρω]].
|mltxt=(ΑΜ [[μηκύνω]], Α δωρ. τ. [[μακύνω]]) [[μήκος]]<br />[[μεγεθύνω]] [[κατά]] [[μήκος]], [[μακραίνω]], [[επιμηκύνω]] («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι [[περαιτέρω]] τοῦ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μηκύνομαι</i><br />αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] τη χρονική [[διάρκεια]] πράγματος, [[παρατείνω]] [[κάτι]] «τίν' εἰς χρόνον ζητεῑτε μηκῡναι βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με λόγο) [[μιλώ]] διεξοδικά, [[δίνω]] [[έκταση]] στον λόγο μου, [[μιλώ]] εκτεταμένα (α. «τοὺς δὲ λόγους... οὐ παρὰ τὸ εἰωθὸς μηκυνοῡμεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐμήκυνα περὶ Σαμίων μᾱλλον, ὅτι σφι [[τρία]] ἐστὶ μέγιστα ἁπάντων Ἑλλήνων ἐξεργασμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]] μακρά [[συλλαβή]], [[εκτείνω]] βραχύ [[φωνήεν]] σε μακρό<br /><b>6.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί νέο [[κλάσμα]]<br /><b>7.</b> (μέσ.-παθ.) <i>μηκύνομαι</i> (σχετικά με κολοσσιαίο [[άγαλμα]]) [[υψώνω]], [[ορθώνω]], [[εγείρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm