Anonymous

πένθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[βαθιά]] [[θλίψη]], [[μεγάλη]] ψυχική [[οδύνη]] που οφείλεται σε [[συμφορά]] και, [[ιδίως]], στον θάνατο προσφιλούς προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο πενθηφορεί [[κάποιος]], [[δηλαδή]] φέρει τα εξωτερικά [[σημεία]] του πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα, μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα κ.ά.<br /><b>2.</b> εξωτερικό [[σημείο]] δηλωτικό του πένθους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εθνικό [[πένθος]]» — [[κατάσταση]] πένθους που κηρύσσεται [[επίσημα]] από την [[κυβέρνηση]] σε ολόκληρη την [[επικράτεια]] ύστερα από τον θάνατο μεγάλων προσωπικοτήτων ή [[μετά]] από θλιβερά συμβάντα πανεθνικής κλίμακας και σημασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυστύχημα]], [[ατύχημα]] («τὸ δὲ τοῡ ἑταίρου [[πένθος]] ἄξιον ἦν δακρύων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]] («φίλοις μέγα [[πένθος]] ηὔρηται», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πενθ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πάσχω]])].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[βαθιά]] [[θλίψη]], [[μεγάλη]] ψυχική [[οδύνη]] που οφείλεται σε [[συμφορά]] και, [[ιδίως]], στον θάνατο προσφιλούς προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο πενθηφορεί [[κάποιος]], [[δηλαδή]] φέρει τα εξωτερικά [[σημεία]] του πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα, μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα κ.ά.<br /><b>2.</b> εξωτερικό [[σημείο]] δηλωτικό του πένθους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εθνικό [[πένθος]]» — [[κατάσταση]] πένθους που κηρύσσεται [[επίσημα]] από την [[κυβέρνηση]] σε ολόκληρη την [[επικράτεια]] ύστερα από τον θάνατο μεγάλων προσωπικοτήτων ή [[μετά]] από θλιβερά συμβάντα πανεθνικής κλίμακας και σημασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυστύχημα]], [[ατύχημα]] («τὸ δὲ τοῦ ἑταίρου [[πένθος]] ἄξιον ἦν δακρύων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]] («φίλοις μέγα [[πένθος]] ηὔρηται», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πενθ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πάσχω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm