3,273,650
edits
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πλείον και [[πλέων]], [[πλέον]], ΝΜΑ / [[πλείων]], πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. [[πλήων]], αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. [[πλίον]] και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. [[πλός]], Α<br />(ως συγκριτ. [[βαθμός]] του επιθ. [[πολύς]])<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ποσότητα]], [[μέγεθος]], [[έκταση]] και [[αξία]]) [[περισσότερος]] («καταλέλοιπε δὲ... καὶ διαλόγους πλείονας», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (με γεν.) ο [[ανώτερος]] [[βαθμός]] κάποιου πράγματος (α. «[[πλέον]] του δέοντος» — περισσότερο από ὁσο [[πρέπει]] ή χρειάζεται<br />β. «τίς ἀνὴρ [[πλέον]] τᾱς εὐδαιμονίας φέρει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. με αριθμτ. ως επίρρ.) [[πλέον]] ἡπλεῑν</i> ή <i>πλεῡν</i><br />περισσότερο, πιο πολύ, [[παραπάνω]] (α. «συγκεντρώθηκαν [[πλέον]] τών χιλίων ατόμων» β. «κώμας... οὐ πλεῑον [[εἴκοσι]] σταδίων ἀπέχουσας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. με την [[πρόθεση]] επί και με επιρρμ. σημ.) <i>επί [[πλέον]] [[εκτός]] από αυτό, [[προσέτι]] («δεν φθάνει που άργησες, επί [[πλέον]] διαμαρτύρεσαι»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περί]] πλείονος ποιούμαι τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανώτερο κάποιου άλλου, [[αποδίδω]] σε αυτό μεγαλύτερη [[σημασία]] σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] και, άρα, το [[προτιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο τ. του ουδ. χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό περιφραστικού τ. συγκριτικού βαθμού επιθέτων, μετοχών και επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. ο [[πλέον]] καλοπληρωμένος [[ηθοποιός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) στο [[εξής]] («θα φροντίσω να μην σέ [[κουράζω]] [[πλέον]]»)<br />β) ήδη, πια («[[είναι]] [[αργά]] [[πλέον]] να μετανοήσεις»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «και [[πλέον]] ου» — [[τίποτε]] [[πέρα]] από αυτό, [[τίποτε]] περισσότερο<br />β) «[[περί]] [[πλέον]]» ή «[[περιπλέον]]» — περισσότερο, επιπροσθέτως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον χρόνο) μακρότερος («[[οὔτε]] [[ἐκείνῃ]] πλεῡνα χρόνον συνοικήσεις», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. (ή και το θηλ.) με αρθρ.) <i>oἱ</i>, <i>αἱ πλείονες</i> ή <i>πλέονες</i> ή <i>πλεῡνες</i><br />α) ο μεγαλύτερος [[αριθμός]] ενός συνόλου, [[ιδίως]] του λαού<br />β) το [[πλήθος]], η [[μάζα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους αρχηγούς<br />γ) (κατ' ευφ.) οι νεκροί; οι πεθαμένοι<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεῑον</i> ή [[πλέον]]<br />α) το μεγαλύτερο, το περισσότερο [[μέρος]]<br />β) το σπουδαιότερο [[τμήμα]] ή το σπουδαιότερο [[πράγμα]]<br />γ) η [[τελειότητα]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. με την [[πρόθεση]] <i>επί</i> και με επιρρμ. σημ.) (με γεν.) σε ανώτερο βαθμό («ναυτικῷ ἅμα ἐπὶ [[πλέον]] τῶν ἄλλων ἰσχύσας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (η αιτ. του ουδ. με ή [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) (<i>το</i>) [[πλέον]] ή <i>πλεῑον</i> ή <i>πλεῑν</i><br /><i>i</i>) περισσότερο (α. «σέ... τῶν δ' ἐς [[πλέον]] [[σέβω]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐστὶν ὁ [[πόλεμος]] οὐχ ὅπλων τὸ [[πλέον]], ἀλλὰ δαπάνης», <b>Θουκ.</b>)<br />ii) στο μεγαλύτερο [[μέρος]], [[κατά]] το πλείστον<br /><b>6.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) [[πλείω]]<br />περισσότερο<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «οἰκῶ ἐς πλείονας» — [[διοικώ]] αποβλέποντας στο [[συμφέρον]] τών περισσοτέρων<br />β) «ὁ [[πλείων]] [[λόγος]]» — [[κάθε]] [[περαιτέρω]] [[λόγος]]<br />γ) «[[πλείω]] τὸν πλοῡν ποιοῡμαι» — [[εκτελώ]] το μεγαλύτερο [[μέρος]] του ταξιδιού<br />δ) «[[πλείων]] [[ὁδός]]» — μεγαλύτερος, [[περισσότερος]] [[δρόμος]]<br />ε) «μοίρας [[πλέον]] ἔχω» — [[είμαι]] [[κύριος]] του μεγαλύτερου τμήματος ενός όλου<br />στ) «τὸ πλεῑον πάντων ἔχω» — έχω το περισσότερο από όλα ή από όλους<br />ζ) «τὸ [[πλέον]] | |mltxt=πλείον και [[πλέων]], [[πλέον]], ΝΜΑ / [[πλείων]], πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. [[πλήων]], αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. [[πλίον]] και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. [[πλός]], Α<br />(ως συγκριτ. [[βαθμός]] του επιθ. [[πολύς]])<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ποσότητα]], [[μέγεθος]], [[έκταση]] και [[αξία]]) [[περισσότερος]] («καταλέλοιπε δὲ... καὶ διαλόγους πλείονας», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (με γεν.) ο [[ανώτερος]] [[βαθμός]] κάποιου πράγματος (α. «[[πλέον]] του δέοντος» — περισσότερο από ὁσο [[πρέπει]] ή χρειάζεται<br />β. «τίς ἀνὴρ [[πλέον]] τᾱς εὐδαιμονίας φέρει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. με αριθμτ. ως επίρρ.) [[πλέον]] ἡπλεῑν</i> ή <i>πλεῡν</i><br />περισσότερο, πιο πολύ, [[παραπάνω]] (α. «συγκεντρώθηκαν [[πλέον]] τών χιλίων ατόμων» β. «κώμας... οὐ πλεῑον [[εἴκοσι]] σταδίων ἀπέχουσας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. με την [[πρόθεση]] επί και με επιρρμ. σημ.) <i>επί [[πλέον]] [[εκτός]] από αυτό, [[προσέτι]] («δεν φθάνει που άργησες, επί [[πλέον]] διαμαρτύρεσαι»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περί]] πλείονος ποιούμαι τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανώτερο κάποιου άλλου, [[αποδίδω]] σε αυτό μεγαλύτερη [[σημασία]] σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] και, άρα, το [[προτιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο τ. του ουδ. χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό περιφραστικού τ. συγκριτικού βαθμού επιθέτων, μετοχών και επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. ο [[πλέον]] καλοπληρωμένος [[ηθοποιός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) στο [[εξής]] («θα φροντίσω να μην σέ [[κουράζω]] [[πλέον]]»)<br />β) ήδη, πια («[[είναι]] [[αργά]] [[πλέον]] να μετανοήσεις»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «και [[πλέον]] ου» — [[τίποτε]] [[πέρα]] από αυτό, [[τίποτε]] περισσότερο<br />β) «[[περί]] [[πλέον]]» ή «[[περιπλέον]]» — περισσότερο, επιπροσθέτως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον χρόνο) μακρότερος («[[οὔτε]] [[ἐκείνῃ]] πλεῡνα χρόνον συνοικήσεις», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. (ή και το θηλ.) με αρθρ.) <i>oἱ</i>, <i>αἱ πλείονες</i> ή <i>πλέονες</i> ή <i>πλεῡνες</i><br />α) ο μεγαλύτερος [[αριθμός]] ενός συνόλου, [[ιδίως]] του λαού<br />β) το [[πλήθος]], η [[μάζα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους αρχηγούς<br />γ) (κατ' ευφ.) οι νεκροί; οι πεθαμένοι<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεῑον</i> ή [[πλέον]]<br />α) το μεγαλύτερο, το περισσότερο [[μέρος]]<br />β) το σπουδαιότερο [[τμήμα]] ή το σπουδαιότερο [[πράγμα]]<br />γ) η [[τελειότητα]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. με την [[πρόθεση]] <i>επί</i> και με επιρρμ. σημ.) (με γεν.) σε ανώτερο βαθμό («ναυτικῷ ἅμα ἐπὶ [[πλέον]] τῶν ἄλλων ἰσχύσας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (η αιτ. του ουδ. με ή [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) (<i>το</i>) [[πλέον]] ή <i>πλεῑον</i> ή <i>πλεῑν</i><br /><i>i</i>) περισσότερο (α. «σέ... τῶν δ' ἐς [[πλέον]] [[σέβω]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐστὶν ὁ [[πόλεμος]] οὐχ ὅπλων τὸ [[πλέον]], ἀλλὰ δαπάνης», <b>Θουκ.</b>)<br />ii) στο μεγαλύτερο [[μέρος]], [[κατά]] το πλείστον<br /><b>6.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) [[πλείω]]<br />περισσότερο<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «οἰκῶ ἐς πλείονας» — [[διοικώ]] αποβλέποντας στο [[συμφέρον]] τών περισσοτέρων<br />β) «ὁ [[πλείων]] [[λόγος]]» — [[κάθε]] [[περαιτέρω]] [[λόγος]]<br />γ) «[[πλείω]] τὸν πλοῡν ποιοῡμαι» — [[εκτελώ]] το μεγαλύτερο [[μέρος]] του ταξιδιού<br />δ) «[[πλείων]] [[ὁδός]]» — μεγαλύτερος, [[περισσότερος]] [[δρόμος]]<br />ε) «μοίρας [[πλέον]] ἔχω» — [[είμαι]] [[κύριος]] του μεγαλύτερου τμήματος ενός όλου<br />στ) «τὸ πλεῑον πάντων ἔχω» — έχω το περισσότερο από όλα ή από όλους<br />ζ) «τὸ [[πλέον]] τοῦ χρόνου» — το μεγαλύτερο [[τμήμα]] του χρόνου<br />η) «[[πλέον]] ἔχω» — [[πλεονεκτώ]], [[υπερτερώ]] ή [[νικώ]]<br />θ) «[[πλέον]] ποιῶ» — [[κατορθώνω]] [[κάτι]] περισσότερο<br />ι) «οὐδὲν [[πλέον]] ποιῶ» και «οὐδὲν ἐς [[πλέον]] ποιῶ» και «οὐδὲν [[ἐργάζομαι]] [[πλέον]]» και «οὐδὲν [[πλέον]] [[πράττω]]» — δεν [[κατορθώνω]] [[τίποτε]] περισσότερο<br />ια) «οὐδὲν [[ἐπίσταμαι]] [[πλέον]]» — δεν [[γνωρίζω]] [[τίποτε]] περισσότερο<br />ιβ) «τί [[πλέον]] [ἐστί];»<br />i) τί υπάρχει περισσότερο, δηλ. σε τί μπορεί να ωφελήσει ή να χρησιμεύσει; ii) (με απαρμφ.) σε τί ωφελεί να... ιγ) «[[οὐδέν]] ἐστι [[πλέον]] τινί» — δεν χρησιμεύει σε [[τίποτε]], [[καμιά]] [[ωφέλεια]] δεν υπάρχει<br />ιδ) «πλεῑν ἤ [[μαίνομαι]]» — μού αρέσει [[κάτι]] υπερβολικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πλειόνως]] ΜΑ, [[πλειόνως]] και ιων. τ. [[πλεύνως]] Α<br />περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το συγκριτικού βαθμού επίθ. [[πλείων]] / [[πλέων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ē</i>-<i>is</i>-<i>on</i>-) του επιθ. [[πολύς]] ανάγεται στη δυσύλλαβη [[μορφή]] <i>pl</i><i>ē</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i>) της ΙΕ ρίζας <i>pel</i>- / <i>pel</i><i>ә</i><sub>1</sub>- / <i>pl</i><i>ē</i>- «[[πληρώ]], [[γεμίζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πολύς]]) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>pr</i><i>ā</i><i>yah</i> και αβεστ. <i>fr</i><i>ā</i><i>yah</i>-. Ο τ. [[πλείων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ē</i>-<i>is</i>-<i>on</i>-) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>ις</i><br />του επιθήματος του συγκριτικού βαθμού -<i>yes</i>- / -<i>yos</i>- με έρρινη [[παρέκταση]] -<i>on</i>-. Προβλήματα [[ωστόσο]] παρουσιάζει η [[βραχύτητα]] στον φωνηεντισμό του τ. [[πλείων]] αναφορικά [[προς]] τον αρχικό τ. <i>πλήjων</i>, [[αφού]] ο [[βραχυντικός]] [[νόμος]] του Osthoff λειτούργησε [[μετά]] τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>-. Ο τ. [[πλείων]], [[λοιπόν]], θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί αναλογικός [[σχηματισμός]] από το υπερθ. [[πλεῖστος]] (ή το συγκριτ. [[μείων]]). Οι ομηρ. τ. [[πλέες]] και <i>πλέας</i> (απ' όπου οι κρητ. τ. <i>πλίες</i>, <i>πλίας</i>) δεν εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>ις</i><br />και έχουν σχηματιστεί πιθ. από τ. ουδ. πληθ. <i>πλέα</i> (που μαρτυρείται στον τ. <i>πλία</i>) από το ουδ. [[πλέον]]. Δυσερμήνευτος [[είναι]] και ο αττ. τ. [[πλεῖν]] ([[αντί]] [[πλεῖς]]) με [[επίθημα]] μηδενισμένης βαθμίδας [[χωρίς]] έρρινη [[παρέκταση]], ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί πιθ. με [[συγκοπή]] από το ουδ. <i>πλεῖον</i>. Εξίσου [[δυσερμήνευτος]] παραμένει και ο αρκαδ. τ. [[πλος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πλείστος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |