Anonymous

ἀποτμητέον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotmiteon
|Transliteration C=apotmiteon
|Beta Code=a)potmhte/on
|Beta Code=a)potmhte/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one must cut off]], <b class="b3">τῆς τῶν πλησίον χώρας</b> [[a portion of]] it, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>373d</span>; [[one must excise]], τὴν μήτραν <span class="bibl">Sor.2.89</span>.</span>
|Definition=[[one must cut off]], <b class="b3">τῆς τῶν πλησίον χώρας</b> a [[portion]] of it, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 373d; [[one must excise]], τὴν μήτραν Sor.2.89.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que cortar]], [[hay que extirpar]] τὴν μήτραν Sor.152.12.<br /><b class="num">2</b> c. dat. y gen. [[hay que cortarse]], [[hay que apropiarse un trozo]] τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.<i>R</i>.373d.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτμητέον:''' adj. verb. к [[ἀποτέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτμητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν [[ἀποτμητέον]], [[μέρος]] αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ [[μήτρα]]) τὴν σύμπασαν [[ἀποτμητέον]] Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.
|lstext='''ἀποτμητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν [[ἀποτμητέον]], [[μέρος]] αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ [[μήτρα]]) τὴν σύμπασαν [[ἀποτμητέον]] Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que cortar, extirpar]] τὴν μήτραν Sor.152.12.<br /><b class="num">2</b> c. dat. y gen. [[hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo]] τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.<i>R</i>.373d.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτμητέον:''' adj. verb. к [[ἀποτέμνω]].
}}
}}