Anonymous

πληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pliktikos
|Transliteration C=pliktikos
|Beta Code=plhktiko/s
|Beta Code=plhktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]], [[for]], or [[by striking]], <b class="b3">π. θήρα</b> fishing [[by means of spearing]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>220d</span>; <b class="b3">ἡ πληκτική, τὸ πληκτικόν [μέρος</b>], ib.<span class="bibl">220e</span>, <span class="bibl">221b</span>; π. δύναμις <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span> 308</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[ready to strike]], [[given to striking]], <b class="b3">π. [ὁ σκορπίος</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 331</span>; γυνὴ ἀνδρὸς… πληκτικώτερον <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>608b10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[striking the senses]], [[overpowering]], <b class="b3">οἶνος, τροφή</b>, <span class="bibl">Ath.1.27a</span>, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>9</span>; π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.125</span> (Comp.); of whitewashed rooms, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.9.13.5</span>; τὸ π. [[overpowering effect]], Plu.2.693b, cf. 367c, 735d (cj.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> [[striking the mind]], [[impressive]], [[startling]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.71</span> (Comp.), <span class="bibl">240</span>, etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Sens.</span>104.16</span>, Ulp. ad <span class="bibl">D.20.56</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">Ph.2.462</span> (nisi leg. <b class="b3">τλητ-</b>).</span>
|Definition=[[πληκτική]], [[πληκτικόν]],<br><span class="bld">A</span> of, [[for striking]], or [[by striking]], [[πληκτικὴ θήρα]] = [[fishing]] [[by means of spearing]], Pl.''Sph.''220d; ἡ [[πληκτική]], τὸ πληκτικόν [μέρος], ib.220e, 221b; πληκτικὴ [[δύναμις]] Epicur.''Fr.'' 308.<br><span class="bld">2</span> [[ready to strike]], [[given to striking]], πληκτικός [ὁ σκορπίος] Arist.''Fr.'' 331; γυνὴ ἀνδρὸς… πληκτικώτερον Id.''HA''608b10.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[striking the senses]], [[overpowering]], [[οἶνος]], [[τροφή]], Ath.1.27a, Philum.''Ven.''9; π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15, cf. S.E.''P.''1.125 (Comp.); of [[whitewashed]] rooms, Antyll. ap. Orib.9.13.5; [[τὸ πληκτικόν]] = [[overpowering effect]], Plu.2.693b, cf. 367c, 735d (cj.).<br><span class="bld">b</span> [[striking the mind]], [[impressive]], [[startling]], S.E.''P.''3.71 (Comp.), 240, etc. Adv. [[πληκτικῶς]] = [[in striking manner]] Alex.Aphr.''in Sens.''104.16, Ulp. ad D.20.56: Sup. πληκτικώτατα Ph.2.462 ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">τλητ-</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; [[θήρα]], mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον [[μᾶλλον]] καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; [[θήρα]], mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον [[μᾶλλον]] καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[frappant]], [[qui fait impression]].<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πληκτικός -ή -όν [πλήττω] [[door verwonding]]:. [[πληκτικὴ θήρα]] = [[jacht door middel van verwonding]] Plat. Sph. 220d.
}}
{{elru
|elrutext='''πληκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[готовый наносить удары]], [[драчливый]] ([[γυνή]], σκόρπιος Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[совершаемый с помощью ударов]] (острогой): [[θήρα πληκτική]] Plat. [[ловля рыб острогой]];<br /><b class="num">3</b> [[побудительный]] ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[резкий]], [[сильный]] (ἀρώματα Sext.);<br /><b class="num">5</b> [[яркий]], [[отчетливый]] ([[φαντασία]] Sext.);<br /><b class="num">6</b> [[возбуждающий]], [[пьянящий]] (π. καὶ [[μανικός]], ''[[sc.]]'' [[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i> κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «[[ανιαρός]]» <b>βλ. λ.</b> [[πλήττω]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> [[θαλασσόπληκτος]], [[φρενόπληκτος]] κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «[[ανιαρός]]» <b>βλ. λ.</b> [[πλήττω]]].
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''πληκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> готовый наносить удары, драчливый ([[γυνή]], σκόρπιος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> совершаемый с помощью ударов (острогой): [[θήρα]] [[πληκτική]] Plat. ловля рыб острогой;<br /><b class="num">3)</b> побудительный ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> резкий, сильный (ἀρώματα Sext.);<br /><b class="num">5)</b> яркий, отчетливый ([[φαντασία]] Sext.);<br /><b class="num">6)</b> возбуждающий, пьянящий (π. καὶ [[μανικός]], sc. [[οἶνος]] Plut.).
|trtx====[[impressive]]===
}}
Albanian: madhështor; Armenian: տպավորիչ; Asturian: impresionante; Belarusian: уражальны; Bulgarian: впечатляващ; Catalan: impressionant; Chinese Mandarin: [[令人印象深刻]]; Czech: působivý; Dutch: [[indrukwekkend]], [[imposant]]; Esperanto: impona; Finnish: vaikuttava, muhkea; French: [[impressionnant]], [[épatant]]; Galician: impresionante; Georgian: შთამბეჭდავი; German: [[beeindruckend]], [[eindrucksvoll]], [[imposant]]; Greek: [[εντυπωσιακός]]; Ancient Greek: [[πληκτικός]], [[σεμνός]], [[σοβαρός]], [[φοβερός]]; Hebrew: מרשים; Hungarian: impresszív; Icelandic: tilkomumikill; Indonesian: impresif; Irish: iontach; Italian: [[impressionante]], [[spettacolare]], [[notevole]]; Japanese: 印象的な; Korean: 인상적; Maltese: impressjonanti; Norwegian: imponerende; Persian: چشمگیر; Plautdietsch: oppfaulent, be'endrucksvoll; Polish: imponujący; Portuguese: [[impressionante]]; Romanian: impresionant, mișcător; Russian: [[впечатляющий]], [[внушительный]]; Spanish: [[impresionante]]; Swedish: imponerande, maffig; Turkish: etkileyici; Ukrainian: вражаючий; Yiddish: אײַנדרוקספֿול
{{elnl
|elnltext=πληκτικός -ή -όν [πλήττω] door verwonding:. πληκτικὴ θήρα jacht door middel van verwonding Plat. Sph. 220d.
}}
}}