Anonymous

κάννα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάννα''': ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, [[κάναθρον]] ἢ [[κάνναθρον]], [[κάνεον]]: [[ἴσως]] ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] Σημιτική· πρβλ. kânek).
|lstext='''κάννα''': ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, [[κάναθρον]] ἢ [[κάνναθρον]], [[κάνεον]]: [[ἴσως]] ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] Σημιτική· πρβλ. kânek).
}}
}}
{{bailly
{{bailly