Anonymous

ἱμάς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμάς''': ὁ, γεν. ἱμάντος, (οὐχὶ ἱμᾶντος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 34. 14)· Ἐπικ. δοτ. πληθ. ἱμάντεσσι (ἴδε ἐν τέλ.): ― δερμάτινον [[λωρίον]], κοιν. «λουρί», Ἰλ. Κ. 262, κτλ.· ἱμάντα βοὸς Ἰλ. Γ. 375· βοέους ἱμάντας Χ. 397. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ ἱμάντες ἢ τὰ λωρία δι’ ὧν οἱ ἵπποι ἦσαν προσδεδεμένοι εἰς τὸ ἅρμα, Λατ. lora, Θ. 543, Κ. 499, 567. β) αἱ ἡνίαι, [[ὅπως]]... τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν Ψ. 324, κτλ.· τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 747, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1222. γ) τὰ λωρία δι’ ὧν [[εἶναι]] δεδεμένος ὁ [[δίφρος]], Ἰλ. Ε. 727. δ) [[μάστιξ]], ἥτις συνίστατο ἐκ πολλῶν λωρίων, Ψ. 363. ε) τὰ λωρία, δι’ ὧν οἱ πυκτεύοντες περιετύλισσον τὰς χεῖράς των· Λατ. caestus, Ψ. 684 (ἐν μεταγεν. χρόνοις εἶχον ἐμπεπηγμένα καρφία, κτλ., καὶ [[τότε]] ἐκαλοῦντο μύρμηκες), πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 60, Πλάτ. Πρωτ. 342C. 3) ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ ζωστὴρ ἢ στηθόδεσμος τῆς Ἀφροδίτης, Λατ. cestus, ἧ, καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα Ἰλ. Ξ. 214. 219· β) τὸ [[λωρίον]], [[ὅπερ]] περιδενόμενον ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐκράτει τὴν περικεφαλαίαν ἐν τῇ θέσει αὐτῆς, ἄγχε δέ μιν [[πολύκεστος]] ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρὴν Γ. 371, 375. γ) ἐν τῇ Ὀδ. [[λωρίον]] δι’ οὗ ὁ μοχλὸς ἐσύρετο εἰς τὴν θέσιν του, καὶ [[ὅπερ]] [[ἔπειτα]] προσεδένετο εἰς τὴν κορώνην, Ὀδ. Α. 442, (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ. ἐν τόπῳ), προβλ Δ. 802, Φ. 46. δ) μεθ’ Ὅμ., τὸ [[λωρίον]] ὑποδήματος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 9, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ε) [[σχοινίον]] ἱστίου, Ἀρισταγόρας ἐν «Μαμμακύθῳ» 7. ζ) τὸ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ἀντλοῦσιν [[ὕδωρ]] ἐκ τοῦ φρέατος, ἀλλαχοῦ ἱμονιά, [[Πολυδ]]. Γ, 31, Μοῖρ. η) [[λωρίον]] κυνός, Ξεν. Κυν. 7. 6· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ., ἱμὰς κύνειός ἐστι, [[σκληρός]], ἰσχυρὸς ὡς [[λωρίον]] σκύλου, Ἀριστοφ. Σφ. 231. θ) [[μάστιξ]], ἔξω τις δότω ἱμάντα [[ταχέως]] Ἀντιφάν. ἐν «Γανυμήδει» 2. 8. ΙΙ. = [[ἱμάντωσις]] ΙΙΙ, Ἀέτ. 2. 4, 43. ΙΙΙ. ἱμάντες, ἐν τῇ οἰκοδομῇ, πιθανῶς = στρωτῆρες, σειρὰ λίθων χρησιμευόντων εἰς σύνδεσιν (ἴδε [[ἱμάντωσις]] ΙΙ). Συλλ. Ἐπιγρ. 260, ὅρα Böckh σ. 281. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. si, sinomi, sinâmi, (vincio)· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], [[ἱμάσσω]], [[ἱμάσθλη]], ἱμονιά, [[μάσθλη]], [[μάστιξ]]· Ἀρχ. Σαξ. simo ([[δεσμός]])· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. seil, seid). …, συνήθ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ῑ ἐν θέσει τε καὶ ἐν ἄρσει, ἐν Ἰλ. Θ. 544, Κ. 475, Ψ. 363, Ὀδ. Φ. 46, Ἀπολλ. Ρόδ.· ― ἐν τοῖς παραγώγοις καὶ συνθέτοις ἀείποτε ῐ).
|lstext='''ἱμάς''': ὁ, γεν. ἱμάντος, (οὐχὶ ἱμᾶντος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 34. 14)· Ἐπικ. δοτ. πληθ. ἱμάντεσσι (ἴδε ἐν τέλ.): ― δερμάτινον [[λωρίον]], κοιν. «λουρί», Ἰλ. Κ. 262, κτλ.· ἱμάντα βοὸς Ἰλ. Γ. 375· βοέους ἱμάντας Χ. 397. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ ἱμάντες ἢ τὰ λωρία δι’ ὧν οἱ ἵπποι ἦσαν προσδεδεμένοι εἰς τὸ ἅρμα, Λατ. lora, Θ. 543, Κ. 499, 567. β) αἱ ἡνίαι, [[ὅπως]]... τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν Ψ. 324, κτλ.· τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 747, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1222. γ) τὰ λωρία δι’ ὧν [[εἶναι]] δεδεμένος ὁ [[δίφρος]], Ἰλ. Ε. 727. δ) [[μάστιξ]], ἥτις συνίστατο ἐκ πολλῶν λωρίων, Ψ. 363. ε) τὰ λωρία, δι’ ὧν οἱ πυκτεύοντες περιετύλισσον τὰς χεῖράς των· Λατ. caestus, Ψ. 684 (ἐν μεταγεν. χρόνοις εἶχον ἐμπεπηγμένα καρφία, κτλ., καὶ [[τότε]] ἐκαλοῦντο μύρμηκες), πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 60, Πλάτ. Πρωτ. 342C. 3) ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ ζωστὴρ ἢ στηθόδεσμος τῆς Ἀφροδίτης, Λατ. cestus, ἧ, καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα Ἰλ. Ξ. 214. 219· β) τὸ [[λωρίον]], [[ὅπερ]] περιδενόμενον ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐκράτει τὴν περικεφαλαίαν ἐν τῇ θέσει αὐτῆς, ἄγχε δέ μιν [[πολύκεστος]] ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρὴν Γ. 371, 375. γ) ἐν τῇ Ὀδ. [[λωρίον]] δι’ οὗ ὁ μοχλὸς ἐσύρετο εἰς τὴν θέσιν του, καὶ [[ὅπερ]] [[ἔπειτα]] προσεδένετο εἰς τὴν κορώνην, Ὀδ. Α. 442, (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ. ἐν τόπῳ), προβλ Δ. 802, Φ. 46. δ) μεθ’ Ὅμ., τὸ [[λωρίον]] ὑποδήματος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 9, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ε) [[σχοινίον]] ἱστίου, Ἀρισταγόρας ἐν «Μαμμακύθῳ» 7. ζ) τὸ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ἀντλοῦσιν [[ὕδωρ]] ἐκ τοῦ φρέατος, ἀλλαχοῦ ἱμονιά, Πολυδ. Γ, 31, Μοῖρ. η) [[λωρίον]] κυνός, Ξεν. Κυν. 7. 6· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ., ἱμὰς κύνειός ἐστι, [[σκληρός]], ἰσχυρὸς ὡς [[λωρίον]] σκύλου, Ἀριστοφ. Σφ. 231. θ) [[μάστιξ]], ἔξω τις δότω ἱμάντα [[ταχέως]] Ἀντιφάν. ἐν «Γανυμήδει» 2. 8. ΙΙ. = [[ἱμάντωσις]] ΙΙΙ, Ἀέτ. 2. 4, 43. ΙΙΙ. ἱμάντες, ἐν τῇ οἰκοδομῇ, πιθανῶς = στρωτῆρες, σειρὰ λίθων χρησιμευόντων εἰς σύνδεσιν (ἴδε [[ἱμάντωσις]] ΙΙ). Συλλ. Ἐπιγρ. 260, ὅρα Böckh σ. 281. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. si, sinomi, sinâmi, (vincio)· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], [[ἱμάσσω]], [[ἱμάσθλη]], ἱμονιά, [[μάσθλη]], [[μάστιξ]]· Ἀρχ. Σαξ. simo ([[δεσμός]])· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. seil, seid). …, συνήθ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ῑ ἐν θέσει τε καὶ ἐν ἄρσει, ἐν Ἰλ. Θ. 544, Κ. 475, Ψ. 363, Ὀδ. Φ. 46, Ἀπολλ. Ρόδ.· ― ἐν τοῖς παραγώγοις καὶ συνθέτοις ἀείποτε ῐ).
}}
}}
{{bailly
{{bailly