Anonymous

ῥᾴδιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾴδιος''': α, ον· παρ’ Ἀττικ. καὶ ος, ον Εὐριπ. Μήδ. 1375· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. [[ῥηίδιος]], -η, -ον, [ῐ], ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· παρὰ Θεόγνιδι· [[ὡσαύτως]] [[ῥῄδιος]], η, ον (ἀλλ’ ἴδε κατωτ.). - Βαθμοὶ παραθέσεως: τὸ ὁμαλὸν συγκριτ. ῥᾳδιώτερος ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Βυζ.) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὑπερείδ. ὑπὸ [[Πολυδ]]. Ε΄, 107, [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ ῥᾳδιέστερος, [[ὅπερ]] εὕρηται παρ’ Ὑπερείδῃ ἐν Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42, 2, Πολύβ. 11. 1, 1., 16. 20, 4· - ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[ῥᾴων]], ῥᾷον (ἐκ τοῦ ῥᾷ) [[εἶναι]] συνηθέστερος, Θουκ. 5. 36, κτλ.· Ἰωνικ. ῥηίων, ῥήιον, Ἱππ. 538. 26· Ἐπικ. ῥηίτερος Ἰλ. Σ. 258, Ω. 243· συνῃρ. [[ῥῄτερος]] Θέογν. 1370 (καὶ ὁ Lachm. ἀποκαθίστησι τὸν τύπον τοῦτον ἀντὶ τοῦ [[ῥῄδιος]] ἐν στ. 574, 577)· Δωρικ. [[ῥᾴτερος]] Πινδ. Ο. 8. 78 (πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν 60, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 402)· ὁ [[τύπος]] [[ῥᾴσσων]] μνημονεύεται παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 158. 15: - ὑπερθ. ῥᾷστος, η, ον, Ἀττ.: Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ῥήιστος]], Ὀδ. Δ. 565, Δωρικ. [[ῥάϊστος]] Θεόκρ. 11. 7· συνῃρ. ῥῇστος Τίμωνος Ἀποσπ. 41· Ἐπικ. ῥηίτατος, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ ἐν τέλ.· ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] ῥᾳδιώτατος μόνον παρὰ τῷ Θεοδ. Προδρ.· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ [[ῥᾷος]]. (Ἴδε ῥᾷ, ῥέα, [[ῥεῖα]]). [[Εὔκολος]], ἕτοιμος· [[ὅθεν]] ἕτοιμος νὰ ποιήσῃ ἢ νὰ πράξῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[χαλεπός]] (Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 27), οὐδ’ ἐνόησε ... ὡς οὐ ῥηΐδι’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι κτλ. Ἰλ. Υ. 265, Ὀδ. Π. 221· ῥηίδιόν τοι [[ἔπος]] [[ἐρέω]], θά σοι εἴπω λόγον εὔκολον, ὃν εὐκόλως δύνασαι νὰ καταλάβῃς, Λ. 146, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 534· [[οἶμος]] ῥηιδίη, [[εὔκολος]] ὁδός, [[εὐδιάβατος]], Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 290· ταχὺς γὰρ Ἄιδης ῥᾷστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1047· - μετ’ ἀπαρ., [[τάφρος]] ῥηιδίη περῆσαι, ἣν εὐκόλως δύναται νὰ περάσῃ τις, Ἰλ. Μ. 54· [[ὄφρα]] μὲν [[οὗτος]] ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ, [[τόφρα]] δὲ ῥηίτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί, ὅτε [[οὗτος]] ὁ ἀνὴρ ἐμνησικάκει τῷ ἐνδοξοτάτῳ Ἀγαμέμνονι, [[τότε]] ἦτο εὐκολώτερον νὰ πολεμῇ τις τοὺς Ἕλληνας, Σ. 258· ῥηίτεροι ... Ἀχαιοῖσιν ἐναιρέμεν, εὐκολώτερον εἰς αὐτοὺς νὰ φονεύσωσιν, Ω. 243, πρβλ. Ὀδ. Π. 211. 2) ῥᾴδιόν ἐστι, [[εἶναι]] εὔκολον, μετ’ ἀπαρεμφ., ῥᾴδιον πόλιν σεῖσαι ἀφαυροτέροις Πινδ. Π. 4. 484· τοῖς γὰρ δικαίοις ἀντέχειν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Ἀποσπ. 99, πρβλ. Φιλ. 1395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Λουκ. 6. 21, Πλάτ., κλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Αἴ. 1350, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 10· χαλεπὸν τὸ ποιεῖν, τὸ δὲ κελεῦσαι ῥ. Φιλήμων ἐν «Ἐφεδρίταις» 2· ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Μενάνδρου Μονόστ. 471, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Θουκ. 4. 10· [[ὡσαύτως]], ῥᾷσται ἐς τὸ βλάπτεσθαι (δηλ. αἱ [[νῆες]]) ὁ αὐτ. 7. 67. β) [[ὡσαύτως]], ῥᾴδιόν ἐστι, εὔκολον [[πρᾶγμα]], τάχ’ οὖν παρ’ ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν, [[ἴσως]] παρ’ ὑμῖν (τοῖς βαρβάροις) δὲν θεωρεῖται κακὸν νὰ φονεύῃ τις τοὺς ξενιζομένους, Εὐρ. Ἑκ. 1247· τὸ ἐπιτιμᾶν ῥ. καὶ παντὸς [[εἶναι]] Δημ. 13. 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[εὔκολος]], ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], «ὑποχρεωτικός», Λατιν. facilis, commodus, ῥᾴονι χρῆσθαι τῷ Φιλίππῳ ὁ αὐτ. 11. 21· οὕτω, ῥ. ἥθεα Εὐρ. Ἱππόλ. 1115· [[ῥᾴδιος]] τὸν τρόπον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀμελής]], [[ἀδιάφορος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 4· πρβλ. Β. Ι. 2, [[ῥᾳδιουργός]]. 3) [[ῥᾴων]] [[γίγνομαι]], [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, βελτιοῦμαι κατὰ τὴν ὑγείαν, «καλλιτερεύω», ἐπὶ ἀνθρώπου νοσοῦντος, Ἱππ. 419. 43, (καὶ ἐπὶ πόνου, ἢν δὲ μὴ ῥᾷον ᾖ [[αὐτόθι]] 45)· [[ὥσπερ]] ῥ. ἔσομαι, θὰ αἰσθανθῶ ἐμαυτὸν εἰς καλλιτέραν κατάστασιν, Δημ. 1118, 29· ταῦτ’ ἢν ποιῇς, ῥ. ἔσει· Θεόπομπ. Κωμῳδοποιὸς ἐν «Φινεῖ» 1· Εὐριπίδου μνήσθητι, καὶ ῥ. ἔσει Φιλιππίδης ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· πρβλ. [[ῥαΐζω]]. Β. Ἐπίρρ. ῥᾳδίως, Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ῥηιδίως, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., εὐκόλως, εὐχερῶς, ἑτοίμως, προθύμως, Ὅμηρ., Ἡρόδ., κλ.· παρ’ Ἀττικ. [[συχνάκις]], ῥᾳδίως [[φέρω]], [[φέρω]] εὐχερῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 744, κτλ.· ῥ. ἀνέχεσθαι [[αὐτόθι]] 232· ῥ. ἀπολείπειν, εὐχερῶς, Θουκ. 1. 2. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εὐκόλως, μετ’ ἐλαφρότητος, ἀπερισκέπτως, ἀστοχάστως, ῥ. περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι [[αὐτόθι]] 73, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 917Β· ῥᾳδίως οὕτω, κατὰ τὸν ἀπερίσκεπτον τοῦτον καὶ εὔκολον τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 377B, 378A. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγρὸν … ταλάντου ῥᾳδίως ἄξιον, εὐκόλως δυνάμενον νὰ πωληθῇ ἓν [[τάλαντον]], Ἱσαῖ. 72. 35· οὐ ῥᾳδίως, [[μόλις]], δυσκόλως, Πλουτ. Λυκοῦργ. 31, πρβλ. Wytt. 2. 39B. ΙΙ. Συγκρ. ῥᾷον φέρειν Θουκ. 8. 87· ῥᾷον ὀμνύναι καὶ ἐπιορκεῖν ἢ [[ὁτιοῦν]] Δημ. 1269. 13· Ἰων. ῥήιον Ἱππ. 538. 26· [[ὡσαύτως]] ῥηιτέρως, [[αὐτόθι]] 588. 23., 601. 10. ΙΙΙ. ὑπερθ. ῥᾷστα, [[μάλιστα]] ἐν ταῖς φράσεσι, ῥᾷστα φέρειν Σοφ. Ο. Τ. 320, 983· ὡς ῥᾷστα φέρειν Αἰσχύλ. Πρ. 104, Σοφ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 954, Θουκ. 3. 82, κτλ.· ῥ. τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 9· παρὰ μεταγεν., ἀπὸ τοῦ ῥᾴστου, ἐκ τοῦ ῥ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, Πλουτ. Φάβ. 11. - Ἐπικ. ῥηίτατα Ὀδ. Τ. 577, Φ. 75.
|lstext='''ῥᾴδιος''': α, ον· παρ’ Ἀττικ. καὶ ος, ον Εὐριπ. Μήδ. 1375· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. [[ῥηίδιος]], -η, -ον, [ῐ], ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· παρὰ Θεόγνιδι· [[ὡσαύτως]] [[ῥῄδιος]], η, ον (ἀλλ’ ἴδε κατωτ.). - Βαθμοὶ παραθέσεως: τὸ ὁμαλὸν συγκριτ. ῥᾳδιώτερος ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Βυζ.) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὑπερείδ. ὑπὸ Πολυδ. Ε΄, 107, [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ ῥᾳδιέστερος, [[ὅπερ]] εὕρηται παρ’ Ὑπερείδῃ ἐν Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42, 2, Πολύβ. 11. 1, 1., 16. 20, 4· - ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[ῥᾴων]], ῥᾷον (ἐκ τοῦ ῥᾷ) [[εἶναι]] συνηθέστερος, Θουκ. 5. 36, κτλ.· Ἰωνικ. ῥηίων, ῥήιον, Ἱππ. 538. 26· Ἐπικ. ῥηίτερος Ἰλ. Σ. 258, Ω. 243· συνῃρ. [[ῥῄτερος]] Θέογν. 1370 (καὶ ὁ Lachm. ἀποκαθίστησι τὸν τύπον τοῦτον ἀντὶ τοῦ [[ῥῄδιος]] ἐν στ. 574, 577)· Δωρικ. [[ῥᾴτερος]] Πινδ. Ο. 8. 78 (πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν 60, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 402)· ὁ [[τύπος]] [[ῥᾴσσων]] μνημονεύεται παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 158. 15: - ὑπερθ. ῥᾷστος, η, ον, Ἀττ.: Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ῥήιστος]], Ὀδ. Δ. 565, Δωρικ. [[ῥάϊστος]] Θεόκρ. 11. 7· συνῃρ. ῥῇστος Τίμωνος Ἀποσπ. 41· Ἐπικ. ῥηίτατος, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ ἐν τέλ.· ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] ῥᾳδιώτατος μόνον παρὰ τῷ Θεοδ. Προδρ.· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ [[ῥᾷος]]. (Ἴδε ῥᾷ, ῥέα, [[ῥεῖα]]). [[Εὔκολος]], ἕτοιμος· [[ὅθεν]] ἕτοιμος νὰ ποιήσῃ ἢ νὰ πράξῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[χαλεπός]] (Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 27), οὐδ’ ἐνόησε ... ὡς οὐ ῥηΐδι’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι κτλ. Ἰλ. Υ. 265, Ὀδ. Π. 221· ῥηίδιόν τοι [[ἔπος]] [[ἐρέω]], θά σοι εἴπω λόγον εὔκολον, ὃν εὐκόλως δύνασαι νὰ καταλάβῃς, Λ. 146, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 534· [[οἶμος]] ῥηιδίη, [[εὔκολος]] ὁδός, [[εὐδιάβατος]], Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 290· ταχὺς γὰρ Ἄιδης ῥᾷστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1047· - μετ’ ἀπαρ., [[τάφρος]] ῥηιδίη περῆσαι, ἣν εὐκόλως δύναται νὰ περάσῃ τις, Ἰλ. Μ. 54· [[ὄφρα]] μὲν [[οὗτος]] ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ, [[τόφρα]] δὲ ῥηίτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί, ὅτε [[οὗτος]] ὁ ἀνὴρ ἐμνησικάκει τῷ ἐνδοξοτάτῳ Ἀγαμέμνονι, [[τότε]] ἦτο εὐκολώτερον νὰ πολεμῇ τις τοὺς Ἕλληνας, Σ. 258· ῥηίτεροι ... Ἀχαιοῖσιν ἐναιρέμεν, εὐκολώτερον εἰς αὐτοὺς νὰ φονεύσωσιν, Ω. 243, πρβλ. Ὀδ. Π. 211. 2) ῥᾴδιόν ἐστι, [[εἶναι]] εὔκολον, μετ’ ἀπαρεμφ., ῥᾴδιον πόλιν σεῖσαι ἀφαυροτέροις Πινδ. Π. 4. 484· τοῖς γὰρ δικαίοις ἀντέχειν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Ἀποσπ. 99, πρβλ. Φιλ. 1395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Λουκ. 6. 21, Πλάτ., κλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Αἴ. 1350, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 10· χαλεπὸν τὸ ποιεῖν, τὸ δὲ κελεῦσαι ῥ. Φιλήμων ἐν «Ἐφεδρίταις» 2· ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Μενάνδρου Μονόστ. 471, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Θουκ. 4. 10· [[ὡσαύτως]], ῥᾷσται ἐς τὸ βλάπτεσθαι (δηλ. αἱ [[νῆες]]) ὁ αὐτ. 7. 67. β) [[ὡσαύτως]], ῥᾴδιόν ἐστι, εὔκολον [[πρᾶγμα]], τάχ’ οὖν παρ’ ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν, [[ἴσως]] παρ’ ὑμῖν (τοῖς βαρβάροις) δὲν θεωρεῖται κακὸν νὰ φονεύῃ τις τοὺς ξενιζομένους, Εὐρ. Ἑκ. 1247· τὸ ἐπιτιμᾶν ῥ. καὶ παντὸς [[εἶναι]] Δημ. 13. 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[εὔκολος]], ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], «ὑποχρεωτικός», Λατιν. facilis, commodus, ῥᾴονι χρῆσθαι τῷ Φιλίππῳ ὁ αὐτ. 11. 21· οὕτω, ῥ. ἥθεα Εὐρ. Ἱππόλ. 1115· [[ῥᾴδιος]] τὸν τρόπον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀμελής]], [[ἀδιάφορος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 4· πρβλ. Β. Ι. 2, [[ῥᾳδιουργός]]. 3) [[ῥᾴων]] [[γίγνομαι]], [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, βελτιοῦμαι κατὰ τὴν ὑγείαν, «καλλιτερεύω», ἐπὶ ἀνθρώπου νοσοῦντος, Ἱππ. 419. 43, (καὶ ἐπὶ πόνου, ἢν δὲ μὴ ῥᾷον ᾖ [[αὐτόθι]] 45)· [[ὥσπερ]] ῥ. ἔσομαι, θὰ αἰσθανθῶ ἐμαυτὸν εἰς καλλιτέραν κατάστασιν, Δημ. 1118, 29· ταῦτ’ ἢν ποιῇς, ῥ. ἔσει· Θεόπομπ. Κωμῳδοποιὸς ἐν «Φινεῖ» 1· Εὐριπίδου μνήσθητι, καὶ ῥ. ἔσει Φιλιππίδης ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· πρβλ. [[ῥαΐζω]]. Β. Ἐπίρρ. ῥᾳδίως, Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ῥηιδίως, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., εὐκόλως, εὐχερῶς, ἑτοίμως, προθύμως, Ὅμηρ., Ἡρόδ., κλ.· παρ’ Ἀττικ. [[συχνάκις]], ῥᾳδίως [[φέρω]], [[φέρω]] εὐχερῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 744, κτλ.· ῥ. ἀνέχεσθαι [[αὐτόθι]] 232· ῥ. ἀπολείπειν, εὐχερῶς, Θουκ. 1. 2. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εὐκόλως, μετ’ ἐλαφρότητος, ἀπερισκέπτως, ἀστοχάστως, ῥ. περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι [[αὐτόθι]] 73, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 917Β· ῥᾳδίως οὕτω, κατὰ τὸν ἀπερίσκεπτον τοῦτον καὶ εὔκολον τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 377B, 378A. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγρὸν … ταλάντου ῥᾳδίως ἄξιον, εὐκόλως δυνάμενον νὰ πωληθῇ ἓν [[τάλαντον]], Ἱσαῖ. 72. 35· οὐ ῥᾳδίως, [[μόλις]], δυσκόλως, Πλουτ. Λυκοῦργ. 31, πρβλ. Wytt. 2. 39B. ΙΙ. Συγκρ. ῥᾷον φέρειν Θουκ. 8. 87· ῥᾷον ὀμνύναι καὶ ἐπιορκεῖν ἢ [[ὁτιοῦν]] Δημ. 1269. 13· Ἰων. ῥήιον Ἱππ. 538. 26· [[ὡσαύτως]] ῥηιτέρως, [[αὐτόθι]] 588. 23., 601. 10. ΙΙΙ. ὑπερθ. ῥᾷστα, [[μάλιστα]] ἐν ταῖς φράσεσι, ῥᾷστα φέρειν Σοφ. Ο. Τ. 320, 983· ὡς ῥᾷστα φέρειν Αἰσχύλ. Πρ. 104, Σοφ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 954, Θουκ. 3. 82, κτλ.· ῥ. τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 9· παρὰ μεταγεν., ἀπὸ τοῦ ῥᾴστου, ἐκ τοῦ ῥ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, Πλουτ. Φάβ. 11. - Ἐπικ. ῥηίτατα Ὀδ. Τ. 577, Φ. 75.
}}
}}
{{bailly
{{bailly