3,273,599
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimos | |Transliteration C=dimos | ||
|Beta Code=dh=mos | |Beta Code=dh=mos | ||
|Definition=Dor. δᾶμος (cf. infr. IV), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[district]], [[country]], [[land]], Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες <span class="bibl">Il.5.710</span>; Λυκίης ἐν πίονι δ. <span class="bibl">16.437</span>, cf. <span class="bibl">Od.13.322</span>, etc.; 'Ιθάκης ἐνὶ δ. <span class="bibl">1.103</span>; δήμῳ ἔνι Τρώων <span class="bibl">13.266</span>; λαοὶ ἀνὰ δῆμον <span class="bibl">16.95</span>: metaph., | |Definition=Dor. [[δᾶμος]] (cf. infr. IV), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[district]], [[country]], [[land]], Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες <span class="bibl">Il.5.710</span>; Λυκίης ἐν πίονι δ. <span class="bibl">16.437</span>, cf. <span class="bibl">Od.13.322</span>, etc.; 'Ιθάκης ἐνὶ δ. <span class="bibl">1.103</span>; δήμῳ ἔνι Τρώων <span class="bibl">13.266</span>; λαοὶ ἀνὰ δῆμον <span class="bibl">16.95</span>: metaph., [[δῆμος ὀνείρων]] = the [[land of dreams]], <span class="bibl">24.12</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> the [[people]], [[inhabitants]] of such a district, πόληΐ τε παντί τε δήμῳ <span class="bibl">Il.3.50</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>271</span>; Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>732</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the [[city]]), [[the commons]], [[common people]], [[δήμου ἀνήρ]], opp. [[βασιλεύς]], [[ἔξοχος ἀνήρ]], etc., <span class="bibl">Il.2.198</span>,<span class="bibl">188</span>, cf. <span class="bibl">11.328</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>261</span>, <span class="bibl">Hdt.5.66</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>12.22</span>, etc. (rarely of a single person, [[δῆμον ἐόντα]] = [[being a commoner]], <span class="bibl">Il.12.213</span>); opp. [[οἱ εὐδαίμονες]], <span class="bibl">Hdt.1.196</span>; opp. [[οἱ παχέες]], <span class="bibl">Id.5.30</span>; opp. [[οἱ δυνατοί]], <span class="bibl">Th.5.4</span>; οἱ… ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος <span class="bibl">Id.8.73</span>; = Lat. [[plebs]], <span class="bibl">D.H.6.88</span>, etc.; [[τοῦ πολλοῦ δῆμου εἷς]] = [[one of the people]], [[unus de plebe]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Sat.</span>2</span>; τοῦ δ. ὤν <span class="bibl">Id.<span class="title">Gall.</span>22</span>; in an [[army]], [[rank and file]], opp. officers, ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.14</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., δ. ἰχθύων <span class="bibl">Antiph. 206.7</span>; τυράννων <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>1.15.1</span>; πιθήκων <span class="bibl">Id.<span class="title">VA</span>3.4</span>; [[ὀρνέων]] <span class="bibl">Alciphr.3.30</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> in a political sense, [[the sovereign people]], [[the free citizens]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>199</span>,<span class="bibl">1011</span>, etc.; ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων <span class="title">IG</span>12.10.37, etc.; προστάτης τοῦ δήμου <span class="bibl">Th.6.35</span>, etc.; personified, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>42</span>, al.; ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων <span class="title">IG</span>22.1028. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[popular government]], [[democracy]], opp. [[ὀλιγαρχίη]], <span class="bibl">Hdt.3.82</span>; opp. [[οἱ τύραννοι]], <span class="bibl">And.1.106</span>; πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. <span class="title">SIG</span>283.4 (iv B. C.); δήμου κατάλυσις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.28</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Ath.</span>8.4</span>; ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία <span class="bibl">Philippid.25.7</span>; [[δ. καταστῆσαι]], [[καταπαύειν]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.3.3</span>, <span class="bibl">Th.1.107</span>: in pl., [[democracies]], <span class="bibl">Id.3.82</span>, <span class="bibl">D.20.15</span>; δ. ὁ ἔσχατος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1277b3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[the popular assembly]], λέγειν ἐν τῷ δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>565b</span>; [[ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ]]., formula in Inscrr., as <span class="title">IG</span>12.39, etc.; of the [[assembly]] of Oxyrhynchus, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>41.19</span> (iii/iv A. D.), <span class="bibl">1407.19</span> (iii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> [[township]], [[commune]] ( = Dor. [[κώμη]] acc. to <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1448a37</span>; but διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους <span class="bibl">Isoc.7.46</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>746d</span>, and v. infr.), in Attica, <span class="bibl">Hdt.5.69</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>21.5</span>, <span class="bibl">Str.9.1.16</span>, <span class="title">IG</span>12.76.9, al.; elsewh., ib.12(5).594 (Ceos), <span class="bibl"><span class="title">Phib.</span>1.28.13</span> (iii A. D.), <span class="title">OGI</span>49.14 (Ptolemais), etc.:—Dor. δᾶμος, <span class="title">Michel</span>418.34 (Calymna), <span class="title">IG</span>12(1).58.23 (Lindos): in indications of origin, Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν <span class="bibl">Hdt.9.73</span>; δήμου Ἁλαιεύς <span class="bibl">Antiph.211</span>; τῶν δήμων Πιτθεύς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>2b</span>; τῶν δ. Θορίκιος <span class="bibl">D.39.30</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>21.4</span>; ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. <span class="title">IG</span>22.223<span class="hiitalic">B</span>4: metaph., οἱ τῆς θαλάσσης δ. <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Gym.</span> 44</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">V</span> name for a prostitute, <span class="bibl">Archil.184</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">VI</span> [[faction]] in the circus, <span class="title">Tab.Defix.Aud.</span>15.8 (Syria, iii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">VII</span> = [[κατανάγκη]], Ps.-Dsc.4.131. (Perh. cognate with Skt. dā´ti '[[reap]]', [[δαίομαι]], [[δατέομαι]].) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δῆμος]], Α και δᾱμος)<br /><b>1.</b> διοικητική [[περιφέρεια]] ή [[περιοχή]] («Δήμος Αθηναίων», «Δῆμος Κυδαθηναιέων»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών κατοίκων, ο [[πληθυσμός]] της περιοχής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ» — τα οικογενειακά προβλήματα ή [[μυστικά]] δεν [[πρέπει]] να κοινοποιούνται<br /><b>νεοελλ.</b><br />διοικητική [[περιφέρεια]] με περισσότερους από [[δέκα]] χιλιάδες κατοίκους η οποία, σύμφωνα με τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό [[συμβούλιο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φατρία]] του ιπποδρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]], [[περιοχή]] («Βοιωτοἰ [[μάλα]] πίονα δῆμον ἔχοντες» — οι Βοιωτοί που έχουν πολύ εύφορη [[χώρα]]<br /><b>2.</b> ο [[λαός]] της υπαίθρου, το [[πλήθος]] (σε [[αντίθεση]] με τους ευγενείς<br />«ὄφρ' ἀποτίσῃ [[δῆμος]] ἀτασθαλίας βασιλέων» — για να πληρώσει ο [[λαός]] τις ατασθαλίες τών βασιλέων)<br /><b>3.</b> [[πλήθος]], [[μεγάλος]] [[αριθμός]] όμοιων όντων («[[δῆμος]] ἰχθύων» — αποφεύγοντας την [[αυθαιρεσία]] του τυράννου να πέσουν στην [[αυθαιρεσία]] του αδίστακτου όχλου)<br /><b>4.</b> <i>Δήμος</i><br />[[προσωποποίηση]] του δήμου<br />(«[[ἱερεύς]] τοῦ Δήμου καὶ τῶν χαρίτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> το δημοκρατικό [[πολίτευμα]], η [[δημοκρατία]] («ἐλπίσαντες δῆμόν τε καταπαύσειν oἱ τύραννοι»)<br /><b>6.</b> η [[συνέλευση]], η [[συγκέντρωση]] τών πολιτών («ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ», αποφάσισε η [[βουλή]] και η [[συνέλευση]] τών πολιτών)<br /><b>7.</b> [[μέρος]] χώρας [[μαζί]] με τους κατοίκους του («φρατρίας καί δήμους καὶ κώμας»)<br /><b>8.</b> (Στην Αττική) [[κάθε]] μία από τις υποδιαιρέσεις τών φυλών, της οποίας προΐστατο ο [[δήμαρχος]]<br /><b>9.</b> για τη [[δήλωση]] του τόπου της καταγωγής κάποιου («ἐπιγράψει τοὺς βουλευτὰς [[πατρόθεν]] καὶ τοῦ δήμου»)<br /><b>10.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τάξη]] τών πληβείων<br /><b>11.</b> (για ένα πρόσ.) [[άνθρωπος]] από τον κοινό λαό («οὐδὲ ἔοικε δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν»)<br /><b>12.</b> (στον στρατό) οι απλοί στρατιώτες (σε [[αντίθεση]] με όσους έχουν κάποιο [[αξίωμα]])<br /><b>13.</b> το μαγικό [[φυτό]] [[κατανάγκη]]<br /><b>14.</b> «[[δήμος]] ([[γυνή]])» — η [[κοινή]] [[γυναίκα]], η [[πόρνη]] | |mltxt=ο (AM [[δῆμος]], Α και δᾱμος)<br /><b>1.</b> διοικητική [[περιφέρεια]] ή [[περιοχή]] («Δήμος Αθηναίων», «Δῆμος Κυδαθηναιέων»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών κατοίκων, ο [[πληθυσμός]] της περιοχής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ» — τα οικογενειακά προβλήματα ή [[μυστικά]] δεν [[πρέπει]] να κοινοποιούνται<br /><b>νεοελλ.</b><br />διοικητική [[περιφέρεια]] με περισσότερους από [[δέκα]] χιλιάδες κατοίκους η οποία, σύμφωνα με τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό [[συμβούλιο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φατρία]] του ιπποδρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]], [[περιοχή]] («Βοιωτοἰ [[μάλα]] πίονα δῆμον ἔχοντες» — οι Βοιωτοί που έχουν πολύ εύφορη [[χώρα]]<br /><b>2.</b> ο [[λαός]] της υπαίθρου, το [[πλήθος]] (σε [[αντίθεση]] με τους ευγενείς<br />«ὄφρ' ἀποτίσῃ [[δῆμος]] ἀτασθαλίας βασιλέων» — για να πληρώσει ο [[λαός]] τις ατασθαλίες τών βασιλέων)<br /><b>3.</b> [[πλήθος]], [[μεγάλος]] [[αριθμός]] όμοιων όντων («[[δῆμος]] ἰχθύων» — αποφεύγοντας την [[αυθαιρεσία]] του τυράννου να πέσουν στην [[αυθαιρεσία]] του αδίστακτου όχλου)<br /><b>4.</b> <i>Δήμος</i><br />[[προσωποποίηση]] του δήμου<br />(«[[ἱερεύς]] τοῦ Δήμου καὶ τῶν χαρίτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> το δημοκρατικό [[πολίτευμα]], η [[δημοκρατία]] («ἐλπίσαντες δῆμόν τε καταπαύσειν oἱ τύραννοι»)<br /><b>6.</b> η [[συνέλευση]], η [[συγκέντρωση]] τών πολιτών («ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ», αποφάσισε η [[βουλή]] και η [[συνέλευση]] τών πολιτών)<br /><b>7.</b> [[μέρος]] χώρας [[μαζί]] με τους κατοίκους του («φρατρίας καί δήμους καὶ κώμας»)<br /><b>8.</b> (Στην Αττική) [[κάθε]] μία από τις υποδιαιρέσεις τών φυλών, της οποίας προΐστατο ο [[δήμαρχος]]<br /><b>9.</b> για τη [[δήλωση]] του τόπου της καταγωγής κάποιου («ἐπιγράψει τοὺς βουλευτὰς [[πατρόθεν]] καὶ τοῦ δήμου»)<br /><b>10.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τάξη]] τών πληβείων<br /><b>11.</b> (για ένα πρόσ.) [[άνθρωπος]] από τον κοινό λαό («οὐδὲ ἔοικε δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν»)<br /><b>12.</b> (στον στρατό) οι απλοί στρατιώτες (σε [[αντίθεση]] με όσους έχουν κάποιο [[αξίωμα]])<br /><b>13.</b> το μαγικό [[φυτό]] [[κατανάγκη]]<br /><b>14.</b> «[[δήμος]] ([[γυνή]])» — η [[κοινή]] [[γυναίκα]], η [[πόρνη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δήμος]] συνδέεται με ιρλ. <i>d</i><i>ā</i><i>m</i> «[[πλήθος]], [[ομάδα]], όμιλος», αρχ. ουαλ. <i>danu</i> «[[πελάτης]]» και νεο-ουαλ. <i>daw</i> (<i>f</i>) «[[γαμπρός]] (ο [[σύζυγος]] της κόρης)»<br />Υποστηρίχθηκε ότι αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[τμήμα]], [[μέρος]]» και αποτελεί πιθ. παράγωγο σε -<i>m</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>da</i>-<i>mo</i>-) ενός ρήματος με σημ. «[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]» (<b>βλ.</b> [[δαίομαι]]) Η λ. έχει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] τόσο ως α' όσο και ως β' συνθετικό και χρησίμευσε ιδιαιτέρως στη [[σύνθεση]] πολλών κύριων ονομάτων [[κατά]] την [[αρχαιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δημεύω]], [[δημόσιος]], [[δημότης]], [[δημώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημακίδιον]], [[δημίδιον]], [[δημίζω]], [[δημότερος]], [[δημούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συν θετικό) [[δημαγωγός]], [[δήμαρχος]], [[δημεγέρτης]], [[δημογέρων]], [[δημοκόλακας]] (Α -[[κόλαξ]]), [[δημοκόπος]], [[δημοκράτης]], [[δημοκρατία]], [[δημοφιλής]], [[δημωφελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημαίτητος]], [[δημεραστής]], [[δημεχθής]], [[δημηγόρος]], [[δημήλατος]], [[δημοβόρος]], [[δημοειδής]], [[δημοθοινία]], [[δημοθοινώ]], [[δημοθόρυβος]], [[δημοκηδής]], [[δημόκοινος]], [[δημόκραντος]], [[δημολόγος]], [[δημοπίθηκος]], [[δημοποίητος]], [[δημόπρακτος]], [[δημοπράτης]], [[δημορριφής]], [[δημοτελής]], [[δημοτερπής]], [[δημούχος]], [[δημοχαρής]], [[δημοχαριστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δημόθρους]], [[δημοκατάρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοεξάπτης]], [[δημοπρόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημαιρεσία]], [[δημογράφος]], [[δημοδιδάσκαλος]], [[δημοσυντήρητος]]<br />(Β' συνθετικό) [[απόδημος]], [[πάνδημος]], [[παρεπίδημος]], [[συνέκδημος]], [[φιλαπόδημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυξίδημος</i>, [[επίδημος]], [[φιλεπίδημος]], [[έκδημος]], [[φιλέκδημος]], [[ένδημος]], [[φιλόδημος]], [[αλλόδημος]], [[ομόδημος]], [[κοινόδημος]], [[συναπόδημος]], [[μισαπόδημος]], [[πολυαπόδημος]], [[μισόδημος]], <i>ευθύδημος</i>, [[πολύδημος]]. Κύρια ονόματα: (Α' συνθετικό) <i>Δαμάγαθος</i>, <i>Δαμάγης</i>, <i>Δαμάγητος</i>, <i>Δαμαγόρας</i>, <i>Δαμάγων</i>, <i>Δημάδης</i>, <i>Δημάλκης</i>, <i>Δήμανδρος</i>, <i>Δημάνθης</i>, <i>Δημάρατος</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δημάρης</i>, <i>Δαμάριστος</i>, <i>Δαμάρμενος</i>, <i>Δήμαρχος</i>, <i>Δαμαρίων</i>, <i>Δαμαένετος</i>, <i>Δήμαινος</i>, <i>Δαμαίρετος</i>, <i>Δαμαισίδας</i>, <i>Δήμιππος</i>, <i>Δαμοίτας</i>, <i>Δημωφελής</i>, <i>Δημόδουλος</i>, <i>Δημογένης</i>, <i>Δημοδάμας</i>, <i>Δαμόδικος</i>, <i>Δαμόδοκος</i>, <i>Δημόδοτος</i>, <i>Δημόδωρος</i>, <i>Δαμοθάλεια</i>, <i>Δαμόθεμις</i>, <i>Δαμοθέρσης</i>, <i>Δαμόθοινος</i>, <i>Δάμοθος</i>, <i>Δαμοτθίδας</i>, <i>Δαμοκάδης</i>, <i>Δαμοκαλλίστα</i>, <i>Δημόκλειτος</i>, <i>Δαμοκλής</i>, <i>Δαμόκοσμος</i>, <i>Δαμοκούδης</i>, <i>Δαμοκράτης</i>, <i>Δαμοκρέων</i>, <i>Δημοκρίνης</i>, <i>Δαμόκριτος</i>, <i>Δημοκύδης</i>, <i>Δημοκών</i>, <i>Δήμοκος</i>, <i>Δημολέων</i>, <i>Δαμόλοχος</i>, <i>Δαμόλυτος</i>, <i>Δημομέλης</i>, <i>Δημομένης</i>, <i>Δαμομήδης</i>, <i>Δάμητις</i>, <i>Δαμονίκης</i>, <i>Δαμόνικος</i>, <i>Δημόνοθος</i>, <i>Δημόνομος</i>, <i>Δημόνους</i>, <i>Δαμόξενος</i>, <i>Δαμοπείθης</i>, <i>Δαμόπολις</i>, <i>Δημόπυθος</i>, <i>Δαμοσθένης</i>, <i>Δαμόστρατος</i>, <i>Δημοσών</i>, <i>Δαμοτέλης</i>, <i>Δαμότιμος</i>, <i>Δημοτίων</i>, <i>Δημούχος</i>, <i>Δημοφάνης</i>, <i>Δαμόφαντος</i>, <i>Δαμοφείδης</i>, <i>Δαμόφιλος</i>, <i>Δημοφών</i>, <i>Δαμοχάρης</i>, <i>Δημόχαρις</i>, <i>Δαμόχαρτος</i>, <i>Δαμώναξ</i>, <i>Δαμώνων</i>. (Β' συνθετικό) <i>Αγαθόδαμος</i>, <i>Αγασίδαμος</i>, <i>Αγνόδημος</i>, <i>Αινησίδαμος</i>, <i>Ακεστόδημος</i>, <i>Ακρόδημος</i>, <i>Αλεξίδημος</i>, <i>Αλκίδημος</i>, <i>Αλλόδαμος</i>, <i>Αμφίδημος</i>, <i>Αναξίδαμος</i>, <i>Αντίδημος</i>, <i>Απόδημος</i>, <i>Αρασίδαμος</i>, <i>Αριστόδημος</i>, <i>Αρκεσίδημος</i>, <i>Αρμόδαμος</i>, <i>Αρμοξίδαμος</i>, <i>Αρχέδημος</i>, <i>Αστόδαμος</i>, <i>Αστύδημος</i>, <i>Γνωσίδημος</i>, <i>Διακόδημος</i>, <i>Διόδημος</i>, <i>Ένδημος</i>, <i>Επίδημος</i>, <i>Ερασίδημος</i>, <i>Εύδαμος</i>, <i>Ευθύδημος</i>, <i>Ευρησίδημος</i>, <i>Ευρύδημος</i>, <i>Εχέδαμος</i>, <i>Ζευξίδαμος</i>, <i>Ηγέδημος</i>, <i>Ηγησίδημος</i>, <i>Ηρόδαμος</i>, <i>Ηφαιστόδημος</i>, <i>Θαλίδαμος</i>, <i>Θεμιστόδαμος</i>, <i>Θεόδημος</i>, <i>Θρασύδαμος</i>, <i>Ιασίδαμος</i>, <i>Ιθύδαμος</i>, <i>Ιππόδημος</i>, <i>Καλλίδημος</i>, <i>Κηφισόδημος</i>, <i>Κλεινόδημος</i>, <i>Κλεόδημος</i>, <i>Κρατίδημος</i>, <i>Κρινόδαμος</i>, <i>Κριτόδαμος</i>, <i>Κτησίδημος</i>, <i>Λεοντοδάμα</i>, <i>Λυσίδαμος</i>, <i>Μεγιστόδαμος</i>, <i>Μειξίδημος</i>, <i>Μελέδαμος</i>, <i>Μελησίδημος</i>, <i>Μενέδαμος</i>, <i>Μεσόδαμος</i>, <i>Μνασίδαμος</i>, <i>Νεόδαμος</i>, <i>Νικασίδαμος</i>, <i>Νικόδαμος</i>, <i>Ξενόδημος</i>, <i>Ονησίδημος</i>, <i>Ορθόδαμος</i>, <i>Πειθίδαμος</i>, <i>Πεισίδαμος</i>, <i>Πιστόδημος</i>, <i>Πραξίδαμος</i>, <i>Πρόδαμος</i>, <i>Πρωτόδημος</i>, <i>Πυθόδημος</i>, <i>Πυρρίδημος</i>, <i>Σθενόδημος</i>, <i>Στρατόδημος</i>, <i>Σώδαμος</i>, <i>Σωσίδαμος</i>, <i>Ταχύδημος</i>, <i>Τελέδαμος</i>, <i>Τελεσίδημος</i>, <i>Τιμησίδημος</i>, <i>Τιμόδημος</i>, <i>Υδρίδημος</i>, <i>Φανόδημος</i>, <i>Φαύδαμος</i>, <i>Φιλόδαμος</i>, <i>Φιλτόδαμος</i>, <i>Φρασίδημος</i>, <i>Χαιρίδημος</i>, <i>Χαρίδημος</i>, <i>Χαροπίδαμος</i>, <i>Χρησίδημος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δῆμος -ου, ὁ, Dor. δᾶμος [~ | |elnltext=δῆμος -ου, ὁ, Dor. δᾶμος [~ δαίομαι?] landstreek, gebied:; Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ in het vruchtbare land van Lycië Il. 16.514; deme (district in Attica):; ἐὼν ἐκ δήμου Δεκελεῆθεν afkomstig uit de deme Dekelea Hdt. 9.73.1; overdr.: δῆμος ὀνείρων dromenland Od. 24.12. bevolking, volk:; πόληΐ τε παντί τε δήμῳ voor de stad en heel het volk Il. 3.50; ἀνίστασαν τοὺς δήμους zij verdreven de bevolking Hdt. 9.73.2; ἔφυγον ἄνδρες τῶν παχέων ὑπὸ τοῦ δήμου een aantal welgestelden werd verbannen door het volk Hdt. 5.30.1; milit. coll. de gewone soldaten:. ὁ δῆμος τῶν στρατιωτῶν de manschappen Xen. Cyr. 6.1.14. volk (als politieke macht), burgerij:; δήμου προβούλοις τῆσδε... πόλεως door de adviseurs van het volk van deze stad Aeschl. Sept. 1006; volksvergadering:. λέγειν ἐν τῷ δήμῳ voor de volksvergadering spreken Plat. Resp. 565b. democratie:. παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; van de kant van de democratie, of de oligarchie, of de monarchie? Hdt. 3.82.4; ξυνωμοσία ἐπὶ τῷ δήμῳ een samenzwering tegen de democratie Thuc. 6.61.1; δῆμον καταστῆσαι een democratie instellen Xen. Hell. 7.3.3; δήμου κατάλυσις ontbinding van de democratie Xen. Hell. 2.3.28. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[land]], [[territory]] (as opposed to the town), [[people]] (Il.); in Athens also a part of the phylai, a deme.<br />Dialectal forms: Dor. [[δᾶμος]]<br />Compounds: Of the compounds only [[δημοκρατία]] [[government of the people]] (Ion.-Att.), after [[ὀλιγαρχία]], [[μοναρχία]] ([[δημαρχία]] = [[the office of δήμαρχος]]); further Debrunner Festschrift Edouard | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[land]], [[territory]] (as opposed to the town), [[people]] (Il.); in Athens also a part of the phylai, a deme.<br />Dialectal forms: Dor. [[δᾶμος]]<br />Compounds: Of the compounds only [[δημοκρατία]] [[government of the people]] (Ion.-Att.), after [[ὀλιγαρχία]], [[μοναρχία]] ([[δημαρχία]] = [[the office of δήμαρχος]]); further Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.<br />Derivatives: (Dor. forms are not mentioned separately.) Substantives: dimin. [[δημίδιον]], [[δημακίδιον]] (Ar.) - [[δημότης]], Dor. also [[δαμέτας]] (Karpathos) [[man from the people]] (Ion.-Att. Dor.) with two normal adj.: [[δημόσιος]] [[belonging to the people]], [[state]], [[public]] (Ion.-Att.) with [[δημοσιεύω]] intr. [[serve the state]], also tr. [[make public]] and [[δημοσιόω]] [[confiscate]], [[make public]] with [[δημοσίωσις]]. [[δημοτικός]] <b class="b2">belonging to the people, useful for the people, democratic</b>; on the difference between [[δημόσιος]] and [[δημοτικός]] Chantr. Form. 392; - fem. [[δημότις]]; denomin. [[δημοτεύομαι]] <b class="b2">be δημότης, belong to a demos</b> (Att.). - Adject.: [[δήμιος]] [[belonging to the people]], [[public]] (Od.), <b class="b3">ὁ δήμιος</b> euphemist. [[executioner]] (Att., Benveniste Sprache 1, 121), [[δημώδης]] [[according to the people]] (Pl.), [[δημόσυνος]] surname of Artemis (Athens IV-IIIa), [[δημότερος]] [[belonging to the people]] (Call.; after [[ἀγρότερος]]). - Denomin. [[δημεύω]] [[make public]], [[confiscate]] (Att.) with [[δήμευσις]] and <b class="b3">δημεῖαι αἱ τῶν δήμων συστάσεις</b> H.; [[δημόομαι]] [[sing]], [[explain publicly]] (Pi.) with <b class="b3">δαμώματα τὰ δημοσίᾳ ᾳ᾽δόμενα</b> (Ar. Pax 797); [[δημίζω]] [[act as friend of the people]] (Ar. V. 699). - Adv. [[δημόθεν]] [[from the people]], [[on communal costs]] (Od.). -<br />Origin: IE [Indo-European] [176] <b class="b2">*deh₂-mo-</b> [[people]]<br />Etymology: On [[δημιουργός]] s. v. Celtic agrees with OIr. [[dām]] [[followers]], [[crowd]], OWelsh [[dauu]] [[cliens]], NWelsh <b class="b2">daw(f</b>) <b class="b2">son-in-law</b>, OCorn. [[dof]] [[gener]]; only this is an <b class="b2">ā-</b>stem; so IE <b class="b2">*dāmos</b> orig. fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Orig. [[part]], if an <b class="b2">m-</b>deriv. from a verb [[divide]], s. [[δαίομαι]]. So <b class="b2">*deh₂-mo-</b>. - (Not here Hitt. [[damaiš]] [[other]], [[second]]; Pedersen l.c.; see Tischler on [[damaiš]] HEG. 8. 67ff.) | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''δῆμος''': dor. [[δᾶμος]]<br />{dē̃mos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gau]], [[Land]] (im Gegensatz zur Stadt), [[Volk]] (seit Il.); in Athen auch Bez. der Unterabteilungen der Phylen.<br />'''Derivative''': Sehr zahlreiche Ableitungen und Zusammensetzungen (die dor. Formen werden nicht besonders notiert). A. Substantiva: Deminutiva [[δημίδιον]], [[δημακίδιον]] (Ar.) — [[δημότης]], dor. auch [[δαμέτας]] (Karpathos) [[Mann aus dem Volke]], [[Gemeindegenosse]] (ion. att. dor.) mit zwei gewöhnlichen Adj.: 1. [[δημόσιος]] [[dem Volk oder Staat gehörend]], [[öffentlich]] (ion. att.) mit [[δημοσιεύω]] intr. [[dem Staat dienen]], auch tr. [[öffentlich machen]] und [[δημοσιόω]] [[konfiszieren]], [[öffentlich machen]] mit [[δημοσίωσις]]. 2. [[δημοτικός]] [[zum Volke gehörig]], [[dem Volke günstig]], [[demokratisch]]; über den Unterschied zwischen [[δημόσιος]] und [[δημοτικός]], die sich beide auch direkt auf [[δῆμος]] beziehen, Chantraine Formation 392; — Fem. [[δημότις]]; Denominativum [[δημοτεύομαι]] [[δημότης]] sein]], [[zu einem Demos gehören]] (att.). — B. Adjektiva (fast völlig von [[δημόσιος]], [[δημοτικός]] ersetzt): [[δήμιος]] [[das Volk angehend]], [[öffentlich]] (seit Od.), ὁ [[δήμιος]] euphemistisch [[Scharfrichter]] (att., Benveniste Sprache 1, 121), [[δημώδης]] [[volksmäßig]] (Pl., Phld. usw.), δημόσυνος Bein. der Artemis (Athen IV-III<sup>a</sup>), [[δημότερος]] [[dem Volke gehörend]] (Kall., A. R. u. a.; nach [[ἀγρότερος]]). — C. Denominative Verba: 1. [[δημεύω]] [[öffentlich machen]], [[konfiszieren]] (att.) mit [[δήμευσις]] und | |ftr='''δῆμος''': dor. [[δᾶμος]]<br />{dē̃mos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gau]], [[Land]] (im Gegensatz zur Stadt), [[Volk]] (seit Il.); in Athen auch Bez. der Unterabteilungen der Phylen.<br />'''Derivative''': Sehr zahlreiche Ableitungen und Zusammensetzungen (die dor. Formen werden nicht besonders notiert). A. Substantiva: Deminutiva [[δημίδιον]], [[δημακίδιον]] (Ar.) — [[δημότης]], dor. auch [[δαμέτας]] (Karpathos) [[Mann aus dem Volke]], [[Gemeindegenosse]] (ion. att. dor.) mit zwei gewöhnlichen Adj.: 1. [[δημόσιος]] [[dem Volk oder Staat gehörend]], [[öffentlich]] (ion. att.) mit [[δημοσιεύω]] intr. [[dem Staat dienen]], auch tr. [[öffentlich machen]] und [[δημοσιόω]] [[konfiszieren]], [[öffentlich machen]] mit [[δημοσίωσις]]. 2. [[δημοτικός]] [[zum Volke gehörig]], [[dem Volke günstig]], [[demokratisch]]; über den Unterschied zwischen [[δημόσιος]] und [[δημοτικός]], die sich beide auch direkt auf [[δῆμος]] beziehen, Chantraine Formation 392; — Fem. [[δημότις]]; Denominativum [[δημοτεύομαι]] [[δημότης]] sein]], [[zu einem Demos gehören]] (att.). — B. Adjektiva (fast völlig von [[δημόσιος]], [[δημοτικός]] ersetzt): [[δήμιος]] [[das Volk angehend]], [[öffentlich]] (seit Od.), ὁ [[δήμιος]] euphemistisch [[Scharfrichter]] (att., Benveniste Sprache 1, 121), [[δημώδης]] [[volksmäßig]] (Pl., Phld. usw.), δημόσυνος Bein. der Artemis (Athen IV-III<sup>a</sup>), [[δημότερος]] [[dem Volke gehörend]] (Kall., A. R. u. a.; nach [[ἀγρότερος]]). — C. Denominative Verba: 1. [[δημεύω]] [[öffentlich machen]], [[konfiszieren]] (att.) mit [[δήμευσις]] und δημεῖαι· αἱ [[τῶν]] δήμων συστάσεις H. (richtig?); 2. [[δημόομαι]] [[öffentlich singen]], [[vortragen]] (Pi., Pl. u. a.) mit [[δαμώματα]]· τὰ [[δημοσίᾳ]] ᾀδόμενα (Ar. ''Pax'' 797); 3. [[δημίζω]] [[als Freund des Volkes auftreten]] (Ar. ''V''. 699). — D. Adv. [[δημόθεν]] [[vom Volke aus]], [[auf Gemeindekosten]] (Od., A. R. u. a.). — Von den Komposita sei nur erwähnt [[δημοκρατία]] [[Volksherrschaft]] (ion. att.), nach [[ὀλιγαρχία]], [[μοναρχία]] ([[δημαρχία]] = [[Amt des [[δήμαρχος]]); Näheres über Bildung und Entstehung bei Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.<br />'''Etymology''' : Zu [[δημιουργός]] s. bes. Zu [[δῆμος]] bietet das Keltische eine genaue Entsprechung in air. ''dām'' [[Gefolgschaft]], [[Schar]], akymr. ''dauu'' [[cliens]], nkymr. ''daw''(''f'') [[Schwiegersohn]], akorn. ''dof'' [[gener]]; nur ist das irische Wort ein fem. ''ā''-Stamm; idg. *''dāmos'' somit ursprünglich fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Ursprüngliche Bedeutung [[Abteilung]], [[Teil]], falls, wie wahrscheinlich, ''m''-Ableitung eines Verbs [[teilen]], s. [[δαίομαι]]. — Nach Pedersen a. a. O. hierher auch heth. ''damaiš'' [[anderer]], [[zweiter]]; sehr fraglich; anders über ''damaiš'' Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre des Heth. 150.<br />'''Page''' 1,380-381 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':dÁmoj 得摩士<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':公眾 相當於: ([[ | |sngr='''原文音譯''':dÁmoj 得摩士<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':公眾 相當於: ([[מִשְׁפָּחָה]]‎)<br />'''字義溯源''':公眾,民眾,聚集,百姓;源自([[δέω]])*=捆綁)。在公眾中,個人是要受約制,受捆綁的<br />'''同源字''':1) ([[ἀποδημέω]])到國外去 2) ([[ἀπόδημος]])往遠方去 3) ([[δημηγορέω]])民眾聚集者 4) ([[δημιουργός]])民眾服務者 5) ([[δῆμος]])公眾 6) ([[δημόσιος]])公眾的 7) ([[ἐκδημέω]])移居 8) ([[ἐνδημέω]])留在自己的家鄉 9) ([[ἐπιδημέω]])視為己家 10) ([[παρεπίδημος]])傍依異鄉的 11) ([[συνέκδημος]])同為離家在外者 參讀 ([[γλῶσσα]])同義字<br />'''出現次數''':總共(4);徒(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 百姓(4) 徒12:22; 徒17:5; 徒19:30; 徒19:33 | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[commons]], [[district]], [[the common people]], [[the commons]] | |woodrun=[[commons]], [[district]], [[the common people]], [[the commons]] | ||
}} | }} |