Anonymous

αίγα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α αἴξ-αἰγός, ο, η)<br />[[γίδα]], [[κατσίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υδρόβιο [[πτηνό]], πιθ. της οικογένειας τών χηνών<br /><b>2.</b> [[διάπυρος]] αερόλιθος, [[μετέωρο]]<br /><b>3.</b> «<i>αἴξ [[ἄγριος]]», ο [[αίγαγρος]]<br /><b>4.</b> στη Μυκηναϊκή η λ. δεν απαντά σε [[κείμενα]], [[παρά]] μόνο ως [[ιδεόγραμμα]] για να συμβολίσει το [[κατσίκι]]. Μόνο σε μια [[πινακίδα]] της Κνωσού υπάρχει το [[συλλαβόγραμμα]] ΑΙ, [[συντομογραφία]] ίσως της λ. <i>αἴξ</i>. Η [[χρήση]] όμως της λ. με αυτή τη [[σημασία]] επιβεβαιώνεται από τα παράγωγα επίθ. <i>αἶζος</i> και το συνθ. <i>αἰγιπάστας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>αἴξ</i>(<i>αἰγ</i>-<i>ὸς</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>- που σήμαινε την «[[αίγα]], [[κατσίκα]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] παράγονται το αρμενικό <i>ayc</i> και το αβεστικό <i>iza</i><i>ē</i><i>na</i> (αρχικά «το [[πόδι]] της κατσίκας»). Ακόμη οι λ. αυτές [[πρέπει]] να συνδέονται με τους ορούς <i>aja</i>- «[[τράγος]]» και <i>aj</i><i>ā</i>, «[[αίγα]]» της αρχαίας ινδικής, που με τη [[σειρά]] τους σχετίζονται μ' ένα χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του ζώου. το πηδηχτό [[βήμα]] του. Αναπόδεικτη παραμένει η [[υπόθεση]] του <i>Specht</i> πως ο όρος αποτελεί [[δάνειο]] τών Ινδοευρωπαίων από τον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Η λ. στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε πολύ [[νωρίς]] και σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]. Ήδη στα Μυκηναϊκά [[πρέπει]] να ήταν γνωστή η λ., που σώζεται στο σύνθετο <i>αἰγιπάστας</i> (ai-ki-pa-ta). «ο [[γιδοβοσκός]]». Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με δύο τύπους, <i>αἰγ</i>(<i>ι</i>)- και, σε νεώτερους χρόνους, <i>αἰγο</i>-: [[αἰπόλος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αιγπόλος</i>) «[[γιδοβοσκός]]», <i>αἰγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>αἰγί</i>-[[βάτης]], <i>αἰγι</i>-<i>πόδης</i>, <i>αἰγί</i>-<i>πλαγκτος</i>, <i>αἰγί</i>-<i>λιψ</i> κ.λπ. <i>αἰγο</i>-[[βοσκός]], <i>αἰγο</i>-[[βάτης]], <i>αἰγό</i>-<i>κερως</i>, <i>αἰγο</i>-[[πρόσωπος]] κ.ά. Ως [[προς]] το «<i>αἶγες</i><br /><i>κύματα</i>», του Ησυχίου (πρβλ. και Αρτεμίδωρος 2, 12: «<i>καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγομεν</i>») [[είτε]] αποτελεί τολμηρή [[παρομοίωση]] τών θαλασσίων κυμάτων [[προς]] το χαρακτηριστικό [[πήδημα]] τών [[αιγών]] [[είτε]], πιθανότερα, έχει διαφορετική ετυμολ. [[προέλευση]], αναγόμενο στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>-(ομόηχη [[προς]] τη [[ρίζα]] απ' όπου παράγεται η <i>αἴγα</i>) που σήμαινε «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. [[αἰγανέη]], [[Αἰγαῖος]], [[αἰγιαλός]], αρχαίο [[ινδικό]] <i>ejati</i> «κινούμαι» <b>κ.ά.</b>). Στη Ν. Ελληνική η λ. διατηρήθηκε αυτούσια με τον ήδη μεσαιωνικό τύπο [[αίγα]], που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα νεοελλ. ιδιώματα (αία, αίγια, αιγιά, γαίγα). Στην Κοινή Νεοελληνική η λ. υποκαταστάθηκε στη [[χρήση]] από την ξενικής προελεύσεως λ. [[κατσίκα]] (από αλβαν. kats ή τουρκ. keҫi).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἴγεος]], [[αἰγίδιον]], [[αἴγιλος]], [[αἰπόλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιγοειδής]], [[αιγήσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιγοβοσκός]], [[αιγόκερας]], [[αιγόκερως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰγελάτης]], [[αἰγιβάτης]], [[αἰγοπόδης]], <i>αἰγόπυρος</i>, [[αἰγοκέφαλος]], [[αἰγόλεθρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰγίβοσκος]], [[αἰγίκνημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιγόδερμα</i>, [[αιγόδερμος]], [[αιγόθριξ]], [[αιγόμαλλο]], <i>αιγόμανδρα</i>].
|mltxt=η (Α αἴξ-αἰγός, ο, η)<br />[[γίδα]], [[κατσίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υδρόβιο [[πτηνό]], πιθ. της οικογένειας τών χηνών<br /><b>2.</b> [[διάπυρος]] αερόλιθος, [[μετέωρο]]<br /><b>3.</b> «<i>αἴξ [[ἄγριος]]», ο [[αίγαγρος]]<br /><b>4.</b> στη Μυκηναϊκή η λ. δεν απαντά σε [[κείμενα]], [[παρά]] μόνο ως [[ιδεόγραμμα]] για να συμβολίσει το [[κατσίκι]]. Μόνο σε μια [[πινακίδα]] της Κνωσού υπάρχει το [[συλλαβόγραμμα]] ΑΙ, [[συντομογραφία]] ίσως της λ. <i>αἴξ</i>. Η [[χρήση]] όμως της λ. με αυτή τη [[σημασία]] επιβεβαιώνεται από τα παράγωγα επίθ. <i>αἶζος</i> και το συνθ. <i>αἰγιπάστας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. <i>αἴξ</i>(<i>αἰγ</i>-<i>ὸς</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>- που σήμαινε την «[[αίγα]], [[κατσίκα]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] παράγονται το αρμενικό <i>ayc</i> και το αβεστικό <i>iza</i><i>ē</i><i>na</i> (αρχικά «το [[πόδι]] της κατσίκας»). Ακόμη οι λ. αυτές [[πρέπει]] να συνδέονται με τους ορούς <i>aja</i>- «[[τράγος]]» και <i>aj</i><i>ā</i>, «[[αίγα]]» της αρχαίας ινδικής, που με τη [[σειρά]] τους σχετίζονται μ' ένα χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του ζώου. το πηδηχτό [[βήμα]] του. Αναπόδεικτη παραμένει η [[υπόθεση]] του <i>Specht</i> πως ο όρος αποτελεί [[δάνειο]] τών Ινδοευρωπαίων από τον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Η λ. στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε πολύ [[νωρίς]] και σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]. Ήδη στα Μυκηναϊκά [[πρέπει]] να ήταν γνωστή η λ., που σώζεται στο σύνθετο <i>αἰγιπάστας</i> (ai-ki-pa-ta). «ο [[γιδοβοσκός]]». Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με δύο τύπους, <i>αἰγ</i>(<i>ι</i>)- και, σε νεώτερους χρόνους, <i>αἰγο</i>-: [[αἰπόλος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αιγπόλος</i>) «[[γιδοβοσκός]]», <i>αἰγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>αἰγί</i>-[[βάτης]], <i>αἰγι</i>-<i>πόδης</i>, <i>αἰγί</i>-<i>πλαγκτος</i>, <i>αἰγί</i>-<i>λιψ</i> κ.λπ. <i>αἰγο</i>-[[βοσκός]], <i>αἰγο</i>-[[βάτης]], <i>αἰγό</i>-<i>κερως</i>, <i>αἰγο</i>-[[πρόσωπος]] κ.ά. Ως [[προς]] το «<i>αἶγες</i><br /><i>κύματα</i>», του Ησυχίου (πρβλ. και Αρτεμίδωρος 2, 12: «<i>καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγομεν</i>») [[είτε]] αποτελεί τολμηρή [[παρομοίωση]] τών θαλασσίων κυμάτων [[προς]] το χαρακτηριστικό [[πήδημα]] τών [[αιγών]] [[είτε]], πιθανότερα, έχει διαφορετική ετυμολ. [[προέλευση]], αναγόμενο στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>-(ομόηχη [[προς]] τη [[ρίζα]] απ' όπου παράγεται η <i>αἴγα</i>) που σήμαινε «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. [[αἰγανέη]], [[Αἰγαῖος]], [[αἰγιαλός]], αρχαίο [[ινδικό]] <i>ejati</i> «κινούμαι» <b>κ.ά.</b>). Στη Ν. Ελληνική η λ. διατηρήθηκε αυτούσια με τον ήδη μεσαιωνικό τύπο [[αίγα]], που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα νεοελλ. ιδιώματα (αία, αίγια, αιγιά, γαίγα). Στην Κοινή Νεοελληνική η λ. υποκαταστάθηκε στη [[χρήση]] από την ξενικής προελεύσεως λ. [[κατσίκα]] (από αλβαν. kats ή τουρκ. keҫi).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἴγεος]], [[αἰγίδιον]], [[αἴγιλος]], [[αἰπόλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιγοειδής]], [[αιγήσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιγοβοσκός]], [[αιγόκερας]], [[αιγόκερως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰγελάτης]], [[αἰγιβάτης]], [[αἰγοπόδης]], <i>αἰγόπυρος</i>, [[αἰγοκέφαλος]], [[αἰγόλεθρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰγίβοσκος]], [[αἰγίκνημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιγόδερμα</i>, [[αιγόδερμος]], [[αιγόθριξ]], [[αιγόμαλλο]], <i>αιγόμανδρα</i>].
}}
}}