3,273,619
edits
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η και αμμουδέρα<br />γη αμμουδερή και άγονη.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η και αμμουδέρα<br />γη αμμουδερή και άγονη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[αμμοδούρα]] προήλθε απο το ουσ. [[αμμούδα]] με παραγωγική κατάλ. -[[ούρα]]. Το -<i>ο</i>- του τύπου ([[αντί]] του κανονικού <i>αμμουδούρα</i>) αποτελεί συνδετικό [[φωνήεν]], [[διότι]] η [[λέξη]], λόγω τών πολλών συλλαβών της, θεωρήθηκε σύνθετη. Ο τ. <i>αμμουδέρα</i> προήλθε από το ουσιαστ. <i>αμμουδάρα</i> με [[επίδραση]] του επιθ. [[αμμουδερός]]]. | ||
}} | }} |