Anonymous

ἵππουρις: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippouris
|Transliteration C=ippouris
|Beta Code=i(/ppouris
|Beta Code=i(/ppouris
|Definition=ιδος, ἡ, (οὐρά) as fem. Adj., <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">horse-tailed, decked with a horse-tail</b>, freq. in Hom. (esp. Il.), in nom. and acc. ἵππουρις, -ιν, κόρυς <span class="bibl">Il.6.495</span>; τρυφάλεια <span class="bibl">19.382</span>; κυνέη <span class="bibl">Od. 22.124</span>.</span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Subst., [[horse-tail]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>16.21</span>; [[Satyr's tail]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.77B.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a water-plant, [[horse-tail]], [[Equisetum silvaticum]], Dsc.4.46, Ps.-Democr.in<span class="title">Gp.</span>2.6.27; also,= [[Equisetum maximum]], Dsc.4.47. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[a complaint in the groin]], caused by constant riding, dub. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.122</span>.</span>
|Definition=ιδος, ἡ, ([[οὐρά]]) as fem. Adj.,<br><span class="bld">A</span> [[horse-tailed]], [[decked with a horse-tail]], freq. in Hom. (esp. Il.), in nom. and acc. ἵππουρις, -ιν, κόρυς Il.6.495; τρυφάλεια 19.382; κυνέη Od. 22.124.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[horse-tail]], Ael.''NA''16.21; [[Satyr's tail]], Phryn.''PS''p.77B.<br><span class="bld">2</span> a water-plant, [[horse-tail]], [[Equisetum silvaticum]], Dsc.4.46, Ps.-Democr.in''Gp.''2.6.27; also, = [[Equisetum maximum]], Dsc.4.47.<br><span class="bld">3</span> a complaint in the [[groin]], caused by [[constant]] [[riding]], dub. in Hp.''Epid.''7.122.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, [[κυνέη]] Il. 3, 336, [[κόρυς]] 6, 495, [[τρυφάλεια]] 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, [[κυνέη]] Il. 3, 336, [[κόρυς]] 6, 495, [[τρυφάλεια]] 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως ; acc. ιν;<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> garnie d'une queue de cheval;<br /><b>2</b> ἡ [[ἵππουρις]] queue de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[οὐρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἵππουρις:''' adj. f (только nom. и acc. sing. ἵππουριν) украшенный конским хвостом ([[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵππουρις''': -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: [[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]], ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἵππουρις]], -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου [[οὐρά]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου [[οὐρά]], Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι [[φυτόν]], equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς [[ὕψος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) [[πάθος]] τι τοῦ μέρους [[ἔνθα]] χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
|lstext='''ἵππουρις''': -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: [[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]], ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἵππουρις]], -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου [[οὐρά]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου [[οὐρά]], Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι [[φυτόν]], equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς [[ὕψος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) [[πάθος]] τι τοῦ μέρους [[ἔνθα]] χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
}}
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως ; acc. ιν;<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> garnie d’une queue de cheval;<br /><b>2</b> ἡ [[ἵππουρις]] queue de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[οὐρά]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ιος ([[οὐρά]]): [[with]] horsetail [[plume]], epith. of the [[helmet]]. (Il. and Od. 22.124.)
|auten=ιος ([[οὐρά]]): [[with]] horsetail [[plume]], [[epithet]] of the [[helmet]]. (Il. and Od. 22.124.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])].
|mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἵππουρις:''' -ιδος ([[οὐρά]]), ἡ, θηλ. επίθ., αυτός που είναι διακοσμημένος με αλογίσια [[ουρά]], στολισμένος με [[αλογοουρά]], λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἵππουρις:''' -ιδος ([[οὐρά]]), ἡ, θηλ. επίθ., αυτός που είναι διακοσμημένος με αλογίσια [[ουρά]], στολισμένος με [[αλογοουρά]], λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἵππουρις:''' adj. f (только nom. и acc. sing. ἵππουριν) украшенный конским хвостом ([[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]] Hom.).
|mdlsjtxt=ἵππουρις, ιδος [[οὐρά]]<br />fem. adj. [[horse]]-tailed, [[decked]] with a [[horse]]-[[tail]], of [[helmet]]s, Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=ἵππ-ουρις, ιδος [[οὐρά]]<br />fem. adj. [[horse]]-tailed, [[decked]] with a [[horse]]-[[tail]], of helmets, Hom.
|mantxt=-ιδος (=[[περικεφαλαία]] μέ [[λοφίο]] ἀπό [[τρίχες]] οὐρᾶς ἀλόγου). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[οὐρά]].
}}
}}