3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(29 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidireos | |Transliteration C=sidireos | ||
|Beta Code=sidh/reos | |Beta Code=sidh/reos | ||
|Definition= | |Definition=σιδηρέα, Ion. and Ep. [[σιδηρέη]], [[σιδήρεον]], Att. contr. [[σιδηροῦς]], [[σιδηρᾶ]], [[σιδηροῦν]] ''SIG''144.14, etc.; Ep. also [[σιδήρειος]], [[σιδηρείη]], [[σιδήρειον]], v. infr.; also late, ''Stud.Pal.''20.217.9 (vi A.D.) (fem.<br><span class="bld">A</span> [[σιδήρειος]] Theognost.''Can.'' 56); Dor. [[σιδάρεος]] [ᾱ] ''IG''42(1).103.114 (Epid., iv B.C.), and v. infr. 11, also [[σιδάριος]] ''SIG''246 ii 67 (Delph., iv B.C.); Aeol. [[σιδάριος]] Theoc.29.24:—[[made of iron]] or [[made of steel]], [[ἄξων]] Il.5.723; σιδηρείη [[κορύνη]] 7.141; πύλαι 8.15; [[ὑποκρητηρίδιον]] [[Herodotus|Hdt.]]1.25; [[σκύταλον]] Theoc.17.31; [[χεὶρ σιδηρᾶ]] = [[grappling-iron]], Th.4.25, 7.62: also [[σιδήρεος]] [[ὀρυμαγδός]], i.e. the [[clang]] [[of arms]], Il.17.424; <b class="b3">σιδήρεος οὐρανός</b> the [[iron]] [[sky]], the [[firmament]], which the ancients held to be of [[metal]], Od.15.329 (cf. [[χάλκεος]]); σιδήρεον [[γένος]], of the Iron [[age]], Hes.''Op.''176.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἦ γὰρ σοί γε σ. ἐν φρεσὶ θυμός</b> a [[soul]] [[of iron]], i.e. [[hard]], [[stubborn as iron]], Il. 22.357, cf. Od.23.172; οὐδέ μοι.. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ' [[ἐλεήμων]] 5.191; οὐδ' εἴ οἱ κραδίη γε σ. ἔνδοθεν ἦεν 4.293; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Il.24.205,521; <b class="b3">ἦ ῥά νυ σοί γε σ. πάντα τέτυκται</b> thou art [[iron]] all! Od. 12.280; <b class="b3">πυρὸς μένος.. σ.</b> the [[iron]] [[force]] of [[fire]], Il.23.177; of [[Heracles]], the [[iron-sided]], Simon.8; of men, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''491; σὰρξ σ. Theoc.22.47; <b class="b3">ὦ σιδήρεοι</b> O ye [[iron-hearted]]! Aeschin.3.166; εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι ἔννουν γεγονέναι Lys.10.20; σ. λόγοι [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 509a.<br><span class="bld">II</span> [[σιδάρεοι]], οἱ, [[Byzantine iron coins]], always used in Dor. form, even at Athens, Ar.''Nu.''249, Pl.Com.96, Stratt.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch [[σιδήρειος]], [[eisern]], stählern, Hom. u. Folgde; [[ἄξων]], Il. 3, 723; σιδηρείη [[κορύνη]], 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; [[οὐρανός]], das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst [[χάλκεος]]), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch [[ὀρυμαγδός]], d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Übertr., wie von Eisen u. Stahl, [[fest]], [[hart]]; [[σάρξ]], Theocr. 22, 47; [[θυμός]], [[κραδίη]], Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς [[μένος]] σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς [[ἀνήρ]], neben [[ἀναίσχυντος]], Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν [[γένος]], Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. [[ἄνθρωπος]], Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch [[σιδήρειος]], [[eisern]], stählern, Hom. u. Folgde; [[ἄξων]], Il. 3, 723; σιδηρείη [[κορύνη]], 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; [[οὐρανός]], das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst [[χάλκεος]]), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch [[ὀρυμαγδός]], d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Übertr., wie von Eisen u. Stahl, [[fest]], [[hart]]; [[σάρξ]], Theocr. 22, 47; [[θυμός]], [[κραδίη]], Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς [[μένος]] σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς [[ἀνήρ]], neben [[ἀναίσχυντος]], Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν [[γένος]], Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. [[ἄνθρωπος]], Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=α, ον :<br /><i>contr. att.</i> [[σιδηροῦς]];<br /><b>I.</b> [[de fer]] : [[χεὶρ σιδηρᾶ]] THC [[grappin de fer]] ; [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]] OD le ciel de fer <i>(les anciens Grecs supposant que la voûte du ciel était métallique)</i> ; οἱ σιδάρεοι, monnaie de fer byzantine;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> dur comme le fer ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[sec]], [[raide]];<br /><b>2</b> [[dur]], [[cruel]], [[inflexible]];<br /><b>3</b> <i>en b. part</i> [[ferme]], [[indomptable]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[σιδηροῦς]], [[σιδηρᾶ]], [[σιδηροῦν]], ep. [[σιδήρειος]], [[σιδηρείη]], [[σιδήρειον]], Ion. [[σιδήρεος]] σιδηρέη, σιδήρεον, Aeol. [[σιδάριος]], Dor. [[σιδάρεος]] [[σίδηρος]] [[van ijzer]], [[ijzeren]]:; σιδήρεος ὀρυμαγδός gekletter van ijzeren wapens Il. 17.424; γένος... σιδήρεον het ijzeren geslacht Hes. Op. 176; χειρὶ σιδηρᾷ met een enterhaak Thuc. 4.25.4; subst.. οἱ σιδάρεοι ijzeren munten (uit Byzantium) Aristoph. Nub. 249. overdr. (hard als) ijzer (d.w.z. [[onbuigbaar]], [[gevoelloos]], [[hardvochtig]]):. θυμὸς σιδήρεος een onvermurwbare inborst Od. 5.191; σιδήρεον... ἦτορ een hart van ijzer Od. 23.172; πυρὸς μένος σιδήρεον de ijzeren kracht van vuur Il. 23. 177; σιδήρεοι λόγοι ijzeren argumenten Plat. Grg. 509a. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σῐδήρεος:''' дор. σῐδάρεος, стяж. [[σιδηροῦς|σῐδηροῦς]] 3 (ᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[железный]] ([[ἄξων]] Hom.): χεὶρ σιδηρᾶ Thuc. железный крюк;<br /><b class="num">2</b> [[твердый как железо]], [[непреклонный]] ([[κραδίη]] Hom.; [[ἀνήρ]] Arph.; λόγοι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=σιδηρεα, σιδηρεον, [[contracted]] σιδηρεους, σιδηρεα, σιδηρεουν ([[σίδηρος]]), from | |txtha=σιδηρεα, σιδηρεον, [[contracted]] σιδηρεους, σιδηρεα, σιδηρεουν ([[σίδηρος]]), from Homer down, made of [[iron]]: Revelation 19:15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον, | |mltxt=-ά, -ούν / σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[σιδήρειος]] Μ, και δωρ. τ. [[σιδάρεος]], -α, -ον, και ποιητ. τ. [[σιδηρήεις]], -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. [[σιδήρεος]], -α, -ον, και [[σιδήρειος]], -είη, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, [[σιδερένιος]] (α. «σιδηρούν [[στέμμα]]» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[ισχυρός]], [[σκληρός]], [[γενναίος]] ή και [[άκαμπτος]], [[ακαταπόνητος]], όπως ο [[σίδηρος]] (α. «[[σιδηρούς]] [[κυβερνήτης]]» β. «σιδηρά [[κυρία]]» γ. «πυρὸς [[μένος]] σιδήρεον» — η ακατάσχετη [[ορμή]] της φωτιάς, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[κραδίη]]... σιδερέη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. «σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σιδηρές κατασκευές»<br /><b>τεχνολ.</b> δομικά έργα με σιδερένιο ή, ορθότερα, με χαλύβδινο φέροντα οργανισμό, εφαρμογές τών οποίων απαντούν στη [[γεφυροποιία]], την οικοδομική, [[κυρίως]] σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, υπόστεγα αεροδρομίων, αποθήκες κ.ά., και στα υδραυλικά έργα<br />β) «σιδηρούν [[κάλυμμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[γεωλογικός]] [[σχηματισμός]] που αποτελείται από διάφορα σκωριόχρωμα ορυκτά οξείδια, [[συνήθως]] λειμωνίτη, τα οποία καλύπτουν ένα μεταλλοφόρο [[κοίτασμα]] και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις για την ύπαρξη υποεπιφανειακών μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, αλλ. γκόσαν ή γκόζαν<br />γ) «σιδηρά [[οδός]]» — η σιδηροδρομική [[γραμμή]]<br />δ) «σιδηρούν [[απόθεμα]]»<br /><b>(οικον.)</b> η ελάχιστη [[ποσότητα]] περιουσιακών αποθεμάτων, λ.χ. πρώτων υλών, εμπορευμάτων κ.ά. στοιχείων, τα οποία [[είναι]] απαραίτητα για τη [[συνέχιση]] της κανονικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας<br />ε) «σιδηρούν [[παραπέτασμα]]» — όρος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] την περίοδο του ψυχρού πολέμου προκειμένου να δηλωθεί το πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό [[φράγμα]] που χώριζε την Σοβιετική Ένωση και, γενικότερα, τον ανατολικό σοσιαλιστικό κόσμο της Ευρώπης από την υπόλοιπη ήπειρο<br />στ) «Σιδηρά Φρουρά» — φασιστική ναζιστική [[οργάνωση]] στην [[πριν]] από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανία<br />ζ) «Σιδηρές Πύλες»<br /><b>γεωγρ.</b> [[φαράγγι]] του Δούναβη, το οποίο χωρίζει τα Καρπάθια από τα όρη του Αίμου, αποτελεί [[τμήμα]] της συνοριακής γραμμής Ρουμανίας - Σερβίας, έχει [[μήκος]] 3 χιλιόμετρα, [[πλάτος]] 162 [[μέτρα]] και κατακόρυφα τοιχώματα διά μέσου τών οποίων ρέει ο Δούναβης, δημιουργώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία της Ευρώπης<br />η) «[[σιδηρούς]] [[σταυρός]]» — στρατιωτικό [[παράσημο]] που θεσπίστηκε το 1813 από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' της Πρωσίας, χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870 και [[κατά]] τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επανήλθε σε ισχύ από τον Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939, [[ημέρα]] εισβολής τών γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. του τ. [[σιδάρεος]] ως ουσ.) <i>οἱ σιδάρεοι</i><br />σιδερένιο [[νόμισμα]] του Βυζαντίου, πόλης της ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, την οποία ίδρυσε ο Βύζας το 657 π.Χ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]]» — ο [[κρότος]] τών σιδερένιων όπλων<br />β) «[[σιδήρεος]] [[οὐρανός]]» — το [[ουράνιο]] [[στερέωμα]], το οποίο [[κατά]] την αρχαία [[παράδοση]] ήταν μεταλλικό<br />γ) «σιδήρεον [[γένος]]»<br />(στον <b>Ησίοδ.</b>) η τελευταία [[γενιά]] και η χειρότερη από όλες<br />δ) «χεὶρ σιδηρᾱ» — [[εργαλείο]] με [[σχήμα]] χεριού, κατάλληλο για την [[αρπαγή]] και [[συγκράτηση]] αντικειμένων, [[αρπάγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[σιδηροῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[σιδήρεος]] με [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[κυανοῦς]]: [[κυάνεος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδήρεος:''' -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. [[σιδήρειος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, Αττ. συνηρ. [[σιδηροῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, Δωρ. [[σιδάρεος]], <i>-ειος</i> ([[σίδηρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή [[ατσάλι]], [[σιδερένιος]], Λατ. [[ferreus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>χεὶρ σιδηρᾶ</i>, σιδερένια [[αρπάγη]], [[λαβή]], σε Θουκ.· [[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]], δηλ. η [[κλαγγή]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], [[σιδερένιος]] [[ουρανός]], δηλ. το [[στερέωμα]], το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], [[καρδιά]] από [[σίδερο]], δηλ. σκληρή σαν από [[σίδερο]], σε Όμηρ.· οἱ [[κραδίη]] σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· [[σοί]] γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι [[ολόκληρος]] φτιαγμένος από [[σίδερο]]! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει [[πλευρά]] από [[σίδερο]], σε Σιμων.· <i>ὦ σιδήρεοι</i>, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιδάρεοι</i>, <i>οἱ</i>, [[νόμισμα]] της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, [[πάντοτε]] σε Δωρ. τύπο, [[ακόμη]] και στην Αθήνα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σῐδήρεος:''' -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. [[σιδήρειος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, Αττ. συνηρ. [[σιδηροῦς]], <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, Δωρ. [[σιδάρεος]], <i>-ειος</i> ([[σίδηρος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή [[ατσάλι]], [[σιδερένιος]], Λατ. [[ferreus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>χεὶρ σιδηρᾶ</i>, σιδερένια [[αρπάγη]], [[λαβή]], σε Θουκ.· [[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]], δηλ. η [[κλαγγή]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], [[σιδερένιος]] [[ουρανός]], δηλ. το [[στερέωμα]], το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], [[καρδιά]] από [[σίδερο]], δηλ. σκληρή σαν από [[σίδερο]], σε Όμηρ.· οἱ [[κραδίη]] σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· [[σοί]] γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι [[ολόκληρος]] φτιαγμένος από [[σίδερο]]! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει [[πλευρά]] από [[σίδερο]], σε Σιμων.· <i>ὦ σιδήρεοι</i>, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιδάρεοι</i>, <i>οἱ</i>, [[νόμισμα]] της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, [[πάντοτε]] σε Δωρ. τύπο, [[ακόμη]] και στην Αθήνα, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῐδήρεος''': α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. [[σιδηροῦς]], ᾶ, οῦν, (πρβλ. [[χάλκεος]], -οῦς, [[χρύσεος]], -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 ([[σίδηρος]])· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, [[σιδηροῦς]], Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· [[σιδήρεος]] [[ἄξων]] Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη [[κορύνη]] Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· [[ὑποκρητηρίδιον]] Ἡρόδ. 1. 25· [[σκύταλον]] Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, [[σίδηρος]] πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, [[ὅπως]] ἁρπάζῃ, [[ἁρπάγη]], Θουκ. 4, 25., 7. 62· - [[ὡσαύτως]], σιδήριος δ’ [[ὀρυμαγδός]], ὁ τῶν ὅπλων [[κρότος]], Ἰλ. Ρ. 424· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], τὸ [[στερέωμα]], [[ὅπερ]] οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. [[χάλκεος]])· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.<br />2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, [[ἄκαμπτος]] ὡς ὁ [[σίδηρος]] (πρβλ. [[σίδηρος]] Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· [[οὐδέ]] μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ [[ἐλεήμων]] Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ [[κραδίη]] γε σιδηρέη [[ἔνδοθεν]] ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι [[ἦτορ]] Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι [[ὅλος]] ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς [[μένος]] ... σιδήρεον, ἡ [[ἀκατάσχετος]] ὁρμὴ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ [[σιδηροῦς]] ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α. <br />ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι [[νόμισμα]] τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 105, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σῐδήρεος, α, | |mdlsjtxt=σῐδήρεος, α, ''Ionic'' η, ον, epic [[σιδήρειος]], η, ον [[σίδηρος]]<br /><b class="num">I.</b> made of [[iron]] or [[steel]], [[iron]], Lat. [[ferreus]], Hom., etc.; χεὶρ σιδηρᾶ a grappling-[[iron]], Thuc.:— [[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]], i. e. the [[clang]] of [[arms]], Il.; [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]] the [[iron]] sky, the [[firmament]], [[which]] the ancients held to be of [[metal]], Od.<br /><b class="num">2.</b> metaph., [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]] a [[soul]] of [[iron]], i. e. [[hard]] as [[iron]], Hom.; οἱ [[κραδίη]] σιδηρέη Od.; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται thou art [[iron]] all! Od.:—of [[Hercules]], the ironside, [[Simon]].; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> σιδάρεοι, οἱ, a Byzantine [[iron]] [[coin]], [[always]] in doric [[form]], Ar. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sid»reoj 西得雷哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(5)<br />'''原文字根''':鐵 相當於: ([[בַּרְזֶל]]‎)<br />'''字義溯源''':鐵作的,鐵的;源自([[σίδηρος]])*=鐵)<br />'''出現次數''':總共(5);徒(1);啓(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 鐵(5) 徒12:10; 啓2:27; 啓9:9; 啓12:5; 啓19:15 | |sngr='''原文音譯''':sid»reoj 西得雷哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(5)<br />'''原文字根''':鐵 相當於: ([[בַּרְזֶל]]‎)<br />'''字義溯源''':鐵作的,鐵的;源自([[σίδηρος]])*=鐵)<br />'''出現次數''':總共(5);徒(1);啓(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 鐵(5) 徒12:10; 啓2:27; 啓9:9; 啓12:5; 啓19:15 | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον contr. σιδηροῦς , -ᾶ, -οῦν [[de hierro]] de un anillo λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν ἢ μολυβοῦν πέταλον καὶ σιδηροῦν κρίκον <b class="b3">toma un rollo de papiro o una lámina de plomo y un anillo de hierro</b> P V 305 γλύψον τὸν ἐν Μέμφει Ἀσκληπιὸν ἐπὶ δακτυλίου σιδηροῦ ἀπὸ ἀναγκοπέδης <b class="b3">graba el Asclepio de Menfis en un anillo de hierro procedente de unos grilletes</b> P VII 631 ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηρο<ῦ>ν, ἐφ' ὃν γέγλυπται Ἁρποκράτης ἐπὶ λωτῷ καθήμενος <b class="b3">ten un anillo de hierro, en el que esté grabado Harpócrates sentado sobre el loto</b> P LXI 31 de un cetro κλῦθί μοι ... ὁ ἀναφανεὶς ἐν Πηλουσίῳ, ἐν Ἡλίου πόλει, κατέχων ῥάβδον σιδηρᾶν <b class="b3">escúchame tú, el que apareció en Pelusion, en Heliópolis, sosteniendo un cetro de hierro</b> P XXXVI 108 de una peana ποιήσας αὐτῷ τῷ ἀνδριάντι βάσιν σιδηρᾶν στῆσον αὐτὸν ἐπὶ τῆς βάσεως <b class="b3">haz una peana de hierro para la estatua y colócala sobre ella</b> P IV 3144 de una lámina τούτους τοὺς στίχους ἐάν τις ἀποδράσας φορῇ ἐν σιδηρᾷ λάμνῃ, οὐδέποτε εὑρεθήσεται <b class="b3">si alguien que huye lleva estos versos en una lámina de hierro, jamás será encontrado</b> P IV 2153 προϋπόθες δὲ (τὴν χρυσῆν λεπίδα) τῇ σιδηρᾷ ἡμέρας γʹ <b class="b3">pon la lámina de oro bajo la de hierro durante tres días</b> P IV 2229 de un portalámparas σιδηρᾶν λυχνίαν θὲς ἐπὶ τοῦ ἀπηλιωτικοῦ μέρους ἐν οἴκῳ καθαρῷ <b class="b3">pon un portalámparas de hierro en una habitación limpia que mire al este</b> P VII 541 de un recipiente βάλε τὸν αὐτὸν καλαβώτην εἰς ἀγγεῖον σιδηροῦν <b class="b3">echa la salamanquesa en un recipiente de hierro</b> P LXI 41 sent. fig., de las puertas del Hades ἐπεὶ σιδηρᾶς θύρας ῥήξω αὐτός <b class="b3">pues yo mismo romperé las puertas de hierro (en un hechizo amoroso) </b> P LXI 12 | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[ferreus]]'', [[made of iron]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.76.4/ 2.76.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.25.4/ 4.25.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.100.2/ 4.100.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.62.3/ 7.62.3],<br><i>item</i> <i>likewise</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.65.1/ 7.65.1]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Arabic: حَدِيدِيّ; Armenian: երկաթյա, երկաթե; Bashkir: тимер; Breton: houarn, houarnek; Bulgarian: железен; Catalan: de ferro; Chinese Mandarin: 鐵製的, 铁制的; Danish: jern-; Dutch: [[ijzeren]]; Esperanto: fera; Estonian: raudne, raud-; Faroese: jarn-; Finnish: rautainen; French: [[de fer]]; Galician: férreo; German: [[eisern]]; Gothic: 𐌴𐌹𐍃𐌰𐍂𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[σιδερένιος]]; Ancient Greek: [[σιδάρεος]], [[σιδήρειος]], [[σιδηρείη]], [[σιδήρειον]], [[σιδηροῦς]], [[σιδηρᾶ]], [[σιδηροῦν]], [[σιδηρέη]], [[σιδήρεον]], [[σιδηρέα]], [[σιδήρεος]], [[σιδηρήεις]], [[σιδηρῖτις]], [[σιδαρίτας]], [[σιδηρίτης]]; Ido: fera; Interlingua: de ferro, ferree; Irish: iarnaí, iarnda; Italian: [[ferreo]], [[ferroso]], [[ferrico]]; Japanese: 鉄製の; Latin: [[ferreus]]; Latvian: dzelzs-; Lithuanian: geležinis; Macedonian: железен; Malayalam: ഇരുമ്പ്; Maori: rino; Persian: آهنین; Polish: żelazny; Portuguese: [[de ferro]], [[férreo]]; Romanian: de fier, din fier; Russian: [[железный]]; Serbo-Croatian: željezan, železan; Slovak: železný; Spanish: [[férreo]]; Swedish: järn-; Turkish: demir; Ukrainian: залі́зний; Vilamovian: ȧjzera; Yiddish: אײַזערן; Zazaki: asınên | |||
}} | }} |