3,273,724
edits
(15) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ἡ, [[Gebet]], Wunsch u. Gelübde; bei Hom. αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι [[λίσῃ]] κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od. 10, 526; [[πρόφρων]] γε θεὰ ὑποδέξεται εὐχάς Hes. Th. 419; θεὸς [[εὔφρων]] εἴη εὐχαῖς Pind. Ol. 4, 14; τελεῖν τὰς εὐχάς, das Gebet erhören, erfüllen, Aesch. Ag. 947; λέξωμεν ἐπ' Ἀργείοις εὐχὰς ἀγαθάς Suppl. 621; ἄνακτι – λυτηρίους εὐχὰς ἀνάσχου Soph. El. 636; μάταιον εὐχὴν ηὔξω Eur. I. T. 628; εὐχὴ κατὰ χιλίων χιμάρων, Gelübde von 1000 Ziegen, Ar. Equ. 665; εὐχὴ καὶ παιᾶνες Thuc. 7, 75; εὐχὴν ποιεῖσθαι, εὔχεσθαι, Plat. Alc. II, 142 e 148 c; εὐχῇ χρῆσθαι Legg. III, 688 b; ἆρ' οὐκ εὐχὰς εἶναι τοῖς θεοῖς VIII, 801 b; εὐχαὶ πρὸς θεούς III, 700 b; oft mit θυσίαι verbunden; in der Vrbdg πᾶς φοβεῖται καὶ τιμᾷ γονέων εὐχάς, XI, 931 e, ist es Verwünschung und Anwünschung, Fluch u. Segen; Fluch auch Eur. Phoen. 70; πατρίας εὐχὰς εὔχεσθαι, von den durch den Herold feierlich gesprochenen Gebeten, Aesch. 1, 23. – Uebh. der [[Wunsch]], ἄξια εὐχῆς διαπράττεσθαι Isocr. 4, 182; 5, 19; κατὰ τὴν τῶν παίδων εὐχήν Plat. Soph. 249 b; κατ' εὐχὴν ποιεῖν τινι, Jem. nach Wunsch handeln. Arist. poet. 13; ἐκ δ' εὐχῆς, nach Wunsch, Theaet. 1 (VI, 357); a. Sp. Bes. aber eitler, leerer Wunsch, im Ggstz des Ausführbaren, oder wirklich Ausgeführten, μὴ εὐχὴ δοκῇ εἶναι ὁ [[λόγος]] Plat. Rep. V, 450 d; οὐκ ἄρα ἀδύνατά γε οὐδ' εὐχαῖς ὅμοια ἐνομοθετοῦμεν 456 c; ὡς [[ἄλλως]] εὐχαῖς ὅμοια λέγοντες VI, 499 c; μὴ παντάπασιν ημᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι VII, 540 d; πράξεις δυνατὰς μέν, εὐχῇ δ' ὁμοίας Isocr. 5, 118; vgl. Dem. 24, 68. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ευχή]], η (ΑΜ [[εὐχή]])<br /><b>1.</b> [[έκφραση]] ζωηρής επιθυμίας να γίνει [[κάτι]], [[παράκληση]]<br /><b>2.</b> [[ευλογία]] («δος μου σέ [[παρακαλώ]] με [[σπλάχνος]] την [[ευκή]] σου», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσευχή]], [[παράκληση]] που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή δοξολογικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίκληση]] της θείας προστασίας και της επιφοιτήσεως της θείας [[χάριτος]] σε κάποιο [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ευχής [[έργον]] [[είναι]]» — [[μακάρι]] να γίνει...<br />β) «κατ' ευχήν» — αισίως, με [[επιτυχία]]<br />γ) <b>παροιμ.</b> «[[ευκή]] γονιού αγόρασε και το [[βουνό]] [[ανέβα]]» — δηλ. η [[ευλογία]] τών γονέων προφυλάσσει από [[κάθε]] κίνδυνο<br />δ) (κατ' ευφ.) «τί [[ευκή]] θεού» — τί στο καλό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονία]]<br /><b>2.</b> [[άδεια]] που παραχωρείται από τον ηγούμενο μοναστηριού σε καλόγηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσευχή]], [[δέηση]], [[παράκληση]] στους θεούς<br /><b>2.</b> [[κατάρα]], [[επίκληση]] του κακού<br /><b>3.</b> [[υπόσχεση]] για [[εκτέλεση]] θυσίας ή προσφοράς, [[τάξιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύχομαι]]. Πρόκειται για τ. μεταγενέστερο τών άλλων μεταρρηματικών ονομάτων που δηλώνουν τη ρηματική [[ενέργεια]] ([[εύχος]], [[ευχωλή]]) [[αλλά]] και για τον [[πλέον]] εύχρηστο. Η λ., [[εκτός]] της γενικότερης σημασίας της «[[ευχή]]», έχει και την πιο εξειδικευμένη: «[[προσευχή]]»]. | |mltxt=και [[ευχή]], η (ΑΜ [[εὐχή]])<br /><b>1.</b> [[έκφραση]] ζωηρής επιθυμίας να γίνει [[κάτι]], [[παράκληση]]<br /><b>2.</b> [[ευλογία]] («δος μου σέ [[παρακαλώ]] με [[σπλάχνος]] την [[ευκή]] σου», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσευχή]], [[παράκληση]] που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή δοξολογικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίκληση]] της θείας προστασίας και της επιφοιτήσεως της θείας [[χάριτος]] σε κάποιο [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ευχής [[έργον]] [[είναι]]» — [[μακάρι]] να γίνει...<br />β) «κατ' ευχήν» — αισίως, με [[επιτυχία]]<br />γ) <b>παροιμ.</b> «[[ευκή]] γονιού αγόρασε και το [[βουνό]] [[ανέβα]]» — δηλ. η [[ευλογία]] τών γονέων προφυλάσσει από [[κάθε]] κίνδυνο<br />δ) (κατ' ευφ.) «τί [[ευκή]] θεού» — τί στο καλό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονία]]<br /><b>2.</b> [[άδεια]] που παραχωρείται από τον ηγούμενο μοναστηριού σε καλόγηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσευχή]], [[δέηση]], [[παράκληση]] στους θεούς<br /><b>2.</b> [[κατάρα]], [[επίκληση]] του κακού<br /><b>3.</b> [[υπόσχεση]] για [[εκτέλεση]] θυσίας ή προσφοράς, [[τάξιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύχομαι]]. Πρόκειται για τ. μεταγενέστερο τών άλλων μεταρρηματικών ονομάτων που δηλώνουν τη ρηματική [[ενέργεια]] ([[εύχος]], [[ευχωλή]]) [[αλλά]] και για τον [[πλέον]] εύχρηστο. Η λ., [[εκτός]] της γενικότερης σημασίας της «[[ευχή]]», έχει και την πιο εξειδικευμένη: «[[προσευχή]]»]. | ||
}} | }} |