Anonymous

πελάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πελάζω''': Ὅμ. κλ.· μέλλ. -άσω Εὐρ. Ἠλ. 1332, κτλ.· Ἀττ. πελῶ, Elmsl. παρὰ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 282, Σοφ. Φ. 1149· ποιητ. πελάσσω Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36: - ἀόρ. ἐπέλᾰσα Εὐρ., Ἐπικ. πέλασα Ἰλ. Μ. 194· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐπέλασσα Φ. 93, πέλασσα Ν. 1: - Μέσ. ἀόρ. εὐκτ. ἐν μεταβ. σημασ. πελασαίατο Ἰλ. Ρ. 341: - Παθ., ἀόρ. ἐπελάσθην Ἰλ., Σοφ.· Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. παθ. (κατὰ τύπον ὑπερσ.) ἔπλητο Ἡσ. Φ. 193, [[ἔπληντο]] Ἰλ. Δ. 449, κτλ.· [[πλῆτο]] Ξ. 438, [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· [[ὕστερον]] [[ὡσαύτως]], ἐπλάθην [ᾱ], (οὐχὶ ἐπλάσθην, ὡς [[ἐνίοτε]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις), Αἰσχύλ. Πρ. 896, Εὐρ. Τρῳ. 203, κτλ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χορ.) - πρκμ. πέπλημαι Ἀνθ. Π. 5. 47, γ’ πληθ. πεπλήαται· Σιμων. Ἰαμβ. 33, μετοχ. [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108: - [[πελάω]], [[πελάθω]], [[πλάθω]], [[εἶναι]] παράλληλοι τύποι ποιητικοί, τὸ δὲ [[πλησιάζω]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζολόγοις [[τύπος]]· - ([[πέλας]]). Α. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], [[προσέρχομαι]], [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτ., πέλασεν νήεσσι Ἰλ. Μ. 112· [[ὅστις]] ἀϊδρείῃ πελάσῃ Ὀδ. Μ. 41· τούτοις σὺ μὴ π. Αἰσχύλ. Πρ. 807, Σοφ. Φ. 301, κτλ.· [[οὕτως]], ἀλλὰ σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πολεμίοισι π. Ἡρόδ. 9. 74· θηρίοις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, προβλ. 3. 2, 10· παροιμ., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, «[[ὅμοιος]] ’ς τὸν ὅμοιον», Πλάτ. Συμπ. 195Β. 2) σπανίως (ὡς τὸ [[πέλας]]) [[μετὰ]] γεν., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Ἱππ. 603. 6· πάρα …, πελάσαι [[φάος]] ... νεῶν, δύναται νὰ πλησιάσῃ τὸ φῶς εἰς τὰ πλοῖα, Σοφ. Αἴ. 709 εἴρξω [σε] πελάζειν σῆς πάτρας ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1407 ([[ἔνθα]] ὁ Dind. ἀπορρίπτει τὸ σῆς πάτρας)· π. πηγῆς Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 87· πλῆρες, μὴ πελάσῃ τ’ ὄμματος [[ἐγγὺς]] Εὐρ. Μήδ. 101· ἴδε κατωτ. Γ. 1. 2. 3) [[μετὰ]] προθ., π. πρὸς τοῖχον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· ἐς τὸν ἀριθμὸν Ἡρόδ. 2. 19· τὸ [[ὕδωρ]] ἐς τὸ θερμὸν πελάζει, πλησιάζει εἰς τὸ θερμόν, ὁ αὐτ. 4.181· ἐς τούσδε τόπους Σοφ. Ο. Κ. 1761· εἰς ὄψιν, εἰς σὸν [[βλέφαρον]] Εὐρ. Ι. Τ. 1212, Ἠλ. 1332· ἐπί τινος Ὀρφ. Ἀργ. [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 564Β· - σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, [[δῶμα]] πελάζειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1167, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1060· [[οὕτως]] [[ἴσως]] Φ. 1149, φυγᾷ μ’ [[οὐκέτι]] ... πελᾶτ’, δὲν θὰ μὲ πλησιάζητε πλέον [[μετὰ]] φόβου, ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατ., δὲ θὰ μὲ σύρητε πρὸς ἑαυτά, δηλ. δὲν θὰ μὲ κάμνετε νὰ ἐξέρχωμαι ἐκ τοῦ σπηλαίου μου νὰ σᾶς κυνηγῶ, ἀλλ’ ὁ Jebb ἐξέδωκε πηδᾶτ’ ἀντὶ πελᾶτ’, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. [[αὐτοῦ]] καὶ [[παράρτημα]]). 4) ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Κύρ. 7. 1, 48. ΙΙ. [[πλησιάζω]] γυναῖκα (πρὸς συνουσίαν), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Πινδ. Ν. 10. 152· ἐπὶ παρθενικῆς [[λέχος]] Ἀνθ. Π. 6. 302· πρβλ. κατωτέρω Γ. ΙΙ. καὶ ἴδε [[πελάτης]]. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, μόνον παρὰ ποιηταῖς, [[φέρω]] πλησίον ἢ [[πρός]] τι, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ νὰ προσεγγίσῃ ἢ πλησιάσῃ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. (Ἡσ. μόνον Ἔργ. κ. Ἡμ. 429), ἐπὶ τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[[νέας]]] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Ὀδ. Γ. 291, πρβλ. 300· με ... γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα [[κῦμα]] Ξ. 315· τοὺς δ’ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων [[ἄνεμος]] Ο. 482· π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Ξ. 154, πρβλ. Β. 744, κτλ.· [[Ζεὺς]] δ’ [[ἐπεὶ]] οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, ἐπὶ ταῖς ναυσὶν ἐγγίσαι ἐποίησεν, Ν. 1· νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]] Δ. 123· ἐπέλασσα θαλάσσῃ [[στῆθος]], ἐν τῷ κολυμβᾶν, Ὀδ. Ξ. 350· πάντας ... πέλασε χθονὶ Ἰλ. Θ. 277· οὔδει τινὰ πελάσσαι Ψ. 719, κτλ.· ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν (ἴδε ἐν λ. [[ἱστοδόκη]]) Α. 434· βόας ζεύγλᾳ π. Πινδ. Π. 4. 404· π. τινά δεσμοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 155· βρόχῳ δέρην Εὐρ. Ἄλκ. 230, κτλ.· - μεταφορ., πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι, [[φέρω]] τινὰ εἰς πόνους, εἰς ὀδύνας, Ἰλ. Ε. 766· ἐμὲ ... κράτει πέλασον, «τῇ νίκῃ ... πέλασον· ἵνα κρατήσω [[αὐτοῦ]]» Σχόλ. (πρβλ. [[προσμίγνυμι]]) Πινδ. Ο. 1. 126· Βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]], ἐκθέτων αὐτὸν εἰς τὸν βορέαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1399· [[ἔπος]] [[ἐρέω]], ἀδάμαντι πελάσας (ἐξυπακ. αὐτό), ποιήσας αὐτὸ ἰσχυρὸν ὡς [[εἶναι]] ὁ [[ἀδάμας]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91· ἐπεί ῥ’ ἐπέλασσέ γε [[δαίμων]], ἀφοῦ προσεπέλασεν αὐτὸν ὁ [[θεός]], Ἰλ. Ο. 418, Φ. 93· γόμφοισιν πελάσας [[[ἔλυμα]]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 429. 2) [[μετὰ]] προθέσ., με ... νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοὶ Ὀδ. Η. 254, Μ. 448· κτήματα δ’ ἐν [[σπήεσσι]] πελάσσατε Κ. 404, πρβλ. 424· οὕτω καὶ [[δεῦρο]] πελάζειν τινὰ Ε. 111· οὖδάσδε πελάζειν τινὰ Κ. 440, (οὔδει π. ἐν Ἰλ. Ψ. 719). Γ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], κτλ., [[μετὰ]] δοτ., ἀσπίδες ... ἔπληντ’ ἀλλήλῃσι Ἰλ. Δ. 449., Θ. 63· [[πλῆτο]] χθονί, ἦλθε πλησίον τῆς γῆς (δηλ. κατέπεσε), Ξ. 438· οὔδεϊ [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· σκοπέλῳ [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108· ἀπολ., [[ἐπεὶ]] τὰ πρῶτα πέλασθεν (ἐπὶ τείχεσι) Μ. 420, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 144. 2) σπανίως [[μετὰ]] γεν., Χρύσης πελασθεὶς [[φύλακος]] Σοφ. Φιλ. 1327· ἴδε ἀνωτ. Α. 2. 3) ἑπομένου ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 213. ΙΙ. [[πλησιάζω]] [[ὅπως]] συνευνασθῶ, [[συνέρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἐπὶ γυναικός, [[μηδὲ]] πλαθείην γαμέτᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 806, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 25 ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ.
|lstext='''πελάζω''': Ὅμ. κλ.· μέλλ. -άσω Εὐρ. Ἠλ. 1332, κτλ.· Ἀττ. πελῶ, Elmsl. παρὰ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 282, Σοφ. Φ. 1149· ποιητ. πελάσσω Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36: - ἀόρ. ἐπέλᾰσα Εὐρ., Ἐπικ. πέλασα Ἰλ. Μ. 194· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐπέλασσα Φ. 93, πέλασσα Ν. 1: - Μέσ. ἀόρ. εὐκτ. ἐν μεταβ. σημασ. πελασαίατο Ἰλ. Ρ. 341: - Παθ., ἀόρ. ἐπελάσθην Ἰλ., Σοφ.· Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. παθ. (κατὰ τύπον ὑπερσ.) ἔπλητο Ἡσ. Φ. 193, [[ἔπληντο]] Ἰλ. Δ. 449, κτλ.· [[πλῆτο]] Ξ. 438, [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· [[ὕστερον]] [[ὡσαύτως]], ἐπλάθην [ᾱ], (οὐχὶ ἐπλάσθην, ὡς [[ἐνίοτε]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις), Αἰσχύλ. Πρ. 896, Εὐρ. Τρῳ. 203, κτλ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χορ.) - πρκμ. πέπλημαι Ἀνθ. Π. 5. 47, γ’ πληθ. πεπλήαται· Σιμων. Ἰαμβ. 33, μετοχ. [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108: - [[πελάω]], [[πελάθω]], [[πλάθω]], [[εἶναι]] παράλληλοι τύποι ποιητικοί, τὸ δὲ [[πλησιάζω]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζολόγοις [[τύπος]]· - ([[πέλας]]). Α. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], [[προσέρχομαι]], [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτ., πέλασεν νήεσσι Ἰλ. Μ. 112· [[ὅστις]] ἀϊδρείῃ πελάσῃ Ὀδ. Μ. 41· τούτοις σὺ μὴ π. Αἰσχύλ. Πρ. 807, Σοφ. Φ. 301, κτλ.· [[οὕτως]], ἀλλὰ σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πολεμίοισι π. Ἡρόδ. 9. 74· θηρίοις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, προβλ. 3. 2, 10· παροιμ., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, «[[ὅμοιος]] ’ς τὸν ὅμοιον», Πλάτ. Συμπ. 195Β. 2) σπανίως (ὡς τὸ [[πέλας]]) [[μετὰ]] γεν., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Ἱππ. 603. 6· πάρα …, πελάσαι [[φάος]] ... νεῶν, δύναται νὰ πλησιάσῃ τὸ φῶς εἰς τὰ πλοῖα, Σοφ. Αἴ. 709 εἴρξω [σε] πελάζειν σῆς πάτρας ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1407 ([[ἔνθα]] ὁ Dind. ἀπορρίπτει τὸ σῆς πάτρας)· π. πηγῆς Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 87· πλῆρες, μὴ πελάσῃ τ’ ὄμματος [[ἐγγὺς]] Εὐρ. Μήδ. 101· ἴδε κατωτ. Γ. 1. 2. 3) [[μετὰ]] προθ., π. πρὸς τοῖχον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· ἐς τὸν ἀριθμὸν Ἡρόδ. 2. 19· τὸ [[ὕδωρ]] ἐς τὸ θερμὸν πελάζει, πλησιάζει εἰς τὸ θερμόν, ὁ αὐτ. 4.181· ἐς τούσδε τόπους Σοφ. Ο. Κ. 1761· εἰς ὄψιν, εἰς σὸν [[βλέφαρον]] Εὐρ. Ι. Τ. 1212, Ἠλ. 1332· ἐπί τινος Ὀρφ. Ἀργ. [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 564Β· - σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, [[δῶμα]] πελάζειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1167, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1060· [[οὕτως]] [[ἴσως]] Φ. 1149, φυγᾷ μ’ [[οὐκέτι]] ... πελᾶτ’, δὲν θὰ μὲ πλησιάζητε πλέον [[μετὰ]] φόβου, ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατ., δὲ θὰ μὲ σύρητε πρὸς ἑαυτά, δηλ. δὲν θὰ μὲ κάμνετε νὰ ἐξέρχωμαι ἐκ τοῦ σπηλαίου μου νὰ σᾶς κυνηγῶ, ἀλλ’ ὁ Jebb ἐξέδωκε πηδᾶτ’ ἀντὶ πελᾶτ’, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. [[αὐτοῦ]] καὶ [[παράρτημα]]). 4) ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Κύρ. 7. 1, 48. ΙΙ. [[πλησιάζω]] γυναῖκα (πρὸς συνουσίαν), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Πινδ. Ν. 10. 152· ἐπὶ παρθενικῆς [[λέχος]] Ἀνθ. Π. 6. 302· πρβλ. κατωτέρω Γ. ΙΙ. καὶ ἴδε [[πελάτης]]. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, μόνον παρὰ ποιηταῖς, [[φέρω]] πλησίον ἢ [[πρός]] τι, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ νὰ προσεγγίσῃ ἢ πλησιάσῃ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. (Ἡσ. μόνον Ἔργ. κ. Ἡμ. 429), ἐπὶ τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ([[νέας]]) Κρήτῃ ἐπέλασσεν Ὀδ. Γ. 291, πρβλ. 300· με ... γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα [[κῦμα]] Ξ. 315· τοὺς δ’ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων [[ἄνεμος]] Ο. 482· π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Ξ. 154, πρβλ. Β. 744, κτλ.· [[Ζεὺς]] δ’ [[ἐπεὶ]] οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, ἐπὶ ταῖς ναυσὶν ἐγγίσαι ἐποίησεν, Ν. 1· νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]] Δ. 123· ἐπέλασσα θαλάσσῃ [[στῆθος]], ἐν τῷ κολυμβᾶν, Ὀδ. Ξ. 350· πάντας ... πέλασε χθονὶ Ἰλ. Θ. 277· οὔδει τινὰ πελάσσαι Ψ. 719, κτλ.· ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν (ἴδε ἐν λ. [[ἱστοδόκη]]) Α. 434· βόας ζεύγλᾳ π. Πινδ. Π. 4. 404· π. τινά δεσμοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 155· βρόχῳ δέρην Εὐρ. Ἄλκ. 230, κτλ.· - μεταφορ., πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι, [[φέρω]] τινὰ εἰς πόνους, εἰς ὀδύνας, Ἰλ. Ε. 766· ἐμὲ ... κράτει πέλασον, «τῇ νίκῃ ... πέλασον· ἵνα κρατήσω [[αὐτοῦ]]» Σχόλ. (πρβλ. [[προσμίγνυμι]]) Πινδ. Ο. 1. 126· Βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]], ἐκθέτων αὐτὸν εἰς τὸν βορέαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1399· [[ἔπος]] [[ἐρέω]], ἀδάμαντι πελάσας (ἐξυπακ. αὐτό), ποιήσας αὐτὸ ἰσχυρὸν ὡς [[εἶναι]] ὁ [[ἀδάμας]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91· ἐπεί ῥ’ ἐπέλασσέ γε [[δαίμων]], ἀφοῦ προσεπέλασεν αὐτὸν ὁ [[θεός]], Ἰλ. Ο. 418, Φ. 93· γόμφοισιν πελάσας ([[ἔλυμα]]) Ἔργ. κ. Ἡμ. 429. 2) [[μετὰ]] προθέσ., με ... νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοὶ Ὀδ. Η. 254, Μ. 448· κτήματα δ’ ἐν [[σπήεσσι]] πελάσσατε Κ. 404, πρβλ. 424· οὕτω καὶ [[δεῦρο]] πελάζειν τινὰ Ε. 111· οὖδάσδε πελάζειν τινὰ Κ. 440, (οὔδει π. ἐν Ἰλ. Ψ. 719). Γ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], κτλ., [[μετὰ]] δοτ., ἀσπίδες ... ἔπληντ’ ἀλλήλῃσι Ἰλ. Δ. 449., Θ. 63· [[πλῆτο]] χθονί, ἦλθε πλησίον τῆς γῆς (δηλ. κατέπεσε), Ξ. 438· οὔδεϊ [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· σκοπέλῳ [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108· ἀπολ., [[ἐπεὶ]] τὰ πρῶτα πέλασθεν (ἐπὶ τείχεσι) Μ. 420, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 144. 2) σπανίως [[μετὰ]] γεν., Χρύσης πελασθεὶς [[φύλακος]] Σοφ. Φιλ. 1327· ἴδε ἀνωτ. Α. 2. 3) ἑπομένου ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 213. ΙΙ. [[πλησιάζω]] [[ὅπως]] συνευνασθῶ, [[συνέρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἐπὶ γυναικός, [[μηδὲ]] πλαθείην γαμέτᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 806, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 25 ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly