Anonymous

προστίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτιτίθημι]] και προστιθῶ, -έω, Α [[τίθημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προστίθεμαι]]<br />συνάπτομαι, ενώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]] σε ένα [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προστιθέμενη [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διαφορά]] [[μεταξύ]] της χρηματικής αξίας που εισπράττει μια [[επιχείρηση]] από την [[πώληση]] της παραγωγής της και της χρηματικής αξίας που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για να αποκτήσει πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, [[δηλαδή]] οι αμοιβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους (μισθοί), στο [[κεφάλαιο]] (τόκοι, ενοίκια) και στην επιχειρηματικότητα ([[κέρδος]]) για τη [[συμμετοχή]] τους στην παραγωγική [[διαδικασία]] της συγκεκριμένης επιχείρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («προστιθέναι χεῑρ' ἐπὶ πρόσωπα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[βάζω]] [[υπόθετο]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δίνω]] («προστιθέναι τὰ ἴδια τοῑς ἀλλοτρίοις», Μέν.)<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>6.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («προστιθέναι λύπην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[χρησιμοποιώ]]<br /><b>9.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («προστιθέναι τῷ θεῶ τὴν αἰτίαν, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>11.</b> [[αυξάνω]] («πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[καταθέτω]] χρήματα σε [[τράπεζα]]<br /><b>13.</b> (στην ΠΔ και ΚΔ) [[συνεχίζω]] ή [[επαναλαμβάνω]] μια [[πράξη]] («προσθεῑσα ἔτεκεν [[υἱόν]]» — στη [[συνέχεια]] γέννησε κι άλλον γιο, ΠΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> α) [[προσθέτω]]<br />β) [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου<br />γ) [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[έναντι]] κάποιου<br />γ) παραδίδομαι, υποτάσσομαι<br />δ) [[συμφωνώ]], [[συγκατανεύω]] («προστίθεσθαι τῷ Καρχηδονίων νόμῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) (με αιτ.) [[κάνω]] κάποιον σύμμαχο, βοηθό<br />στ) (με αιτ. πράγματος) [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («βάλανον προσθεμένην», Ιπποκρ.)<br />ζ) <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br />η) [[ωφελώ]] («τί ἄν προσθείμην [[πλέον]];», <b>Σοφ.</b>) θ) (σχετικά με [[συμφορά]]) [[προξενώ]] [[εναντίον]] μου ή [[εναντίον]] άλλου («[[ἄχθος]] ἐπ' ἄχθει προστίθεσθαι διπλοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστίθεμαι]] τὰς θύρας (ή τὴν θύραν ή τὰς πύλας)» — [[κλείνω]] την [[θύρα]] (ή τις πύλες)<br />β) «προστιθέναι μύωπας» — [[χρησιμοποιώ]] τα σπιρούνια<br />γ) «ὅρκον προστιθέναι (τῷ λόγῳ)» λέω [[κάτι]] προσθέτοντας και όρκο<br />δ) «[[προστίθεμαι]] τῇ ἡδονῇ» — έχω [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές<br />ε) «ψῆφον προστίθεσθαι» — [[ψηφίζω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />στ) «ψῆφον προστίθεσθαι ἐναντίαν τινί» — [[ρίχνω]] καταδικαστική ψήφο<br />ζ) «[[προστίθεμαι]] δάμαρτα» — [[παίρνω]] σύζυγο.
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτιτίθημι]] και προστιθῶ, -έω, Α [[τίθημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προστίθεμαι]]<br />συνάπτομαι, ενώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]] σε ένα [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προστιθέμενη [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διαφορά]] [[μεταξύ]] της χρηματικής αξίας που εισπράττει μια [[επιχείρηση]] από την [[πώληση]] της παραγωγής της και της χρηματικής αξίας που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για να αποκτήσει πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, [[δηλαδή]] οι αμοιβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους (μισθοί), στο [[κεφάλαιο]] (τόκοι, ενοίκια) και στην επιχειρηματικότητα ([[κέρδος]]) για τη [[συμμετοχή]] τους στην παραγωγική [[διαδικασία]] της συγκεκριμένης επιχείρησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («προστιθέναι χεῑρ' ἐπὶ πρόσωπα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[βάζω]] [[υπόθετο]]<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δίνω]] («προστιθέναι τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις», Μέν.)<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>6.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («προστιθέναι λύπην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[χρησιμοποιώ]]<br /><b>9.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («προστιθέναι τῷ θεῶ τὴν αἰτίαν, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>11.</b> [[αυξάνω]] («πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> [[καταθέτω]] χρήματα σε [[τράπεζα]]<br /><b>13.</b> (στην ΠΔ και ΚΔ) [[συνεχίζω]] ή [[επαναλαμβάνω]] μια [[πράξη]] («προσθεῑσα ἔτεκεν [[υἱόν]]» — στη [[συνέχεια]] γέννησε κι άλλον γιο, ΠΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> α) [[προσθέτω]]<br />β) [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου<br />γ) [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[έναντι]] κάποιου<br />γ) παραδίδομαι, υποτάσσομαι<br />δ) [[συμφωνώ]], [[συγκατανεύω]] («προστίθεσθαι τῷ Καρχηδονίων νόμῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) (με αιτ.) [[κάνω]] κάποιον σύμμαχο, βοηθό<br />στ) (με αιτ. πράγματος) [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («βάλανον προσθεμένην», Ιπποκρ.)<br />ζ) <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br />η) [[ωφελώ]] («τί ἄν προσθείμην [[πλέον]];», <b>Σοφ.</b>) θ) (σχετικά με [[συμφορά]]) [[προξενώ]] [[εναντίον]] μου ή [[εναντίον]] άλλου («[[ἄχθος]] ἐπ' ἄχθει προστίθεσθαι διπλοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστίθεμαι]] τὰς θύρας (ή τὴν θύραν ή τὰς πύλας)» — [[κλείνω]] την [[θύρα]] (ή τις πύλες)<br />β) «προστιθέναι μύωπας» — [[χρησιμοποιώ]] τα σπιρούνια<br />γ) «ὅρκον προστιθέναι (τῷ λόγῳ)» λέω [[κάτι]] προσθέτοντας και όρκο<br />δ) «[[προστίθεμαι]] τῇ ἡδονῇ» — έχω [[ροπή]] [[προς]] τις ηδονές<br />ε) «ψῆφον προστίθεσθαι» — [[ψηφίζω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />στ) «ψῆφον προστίθεσθαι ἐναντίαν τινί» — [[ρίχνω]] καταδικαστική ψήφο<br />ζ) «[[προστίθεμαι]] δάμαρτα» — [[παίρνω]] σύζυγο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm