Anonymous

μῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μῆριγξ]] και [[σμῆριγξ]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκληρή [[τρίχα]], [[γουρουνότριχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (ο τ. [[μῆριγξ]]) «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» <br />β) (ο τ. [[σμῆριγξ]]) «πόα καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης, σμήριγγες<br />πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς μηροῑς καὶ τοῑς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> μαλλιά, [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μήν</i>-<i>ιγξ</i>, <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική [[συγγένεια]]. Η λ. <i>σμήριγξ</i> με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το [[μήρινθος]], ενώ η [[ερμηνεία]] «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]» [[είναι]] πιθ. μια [[προσπάθεια]] συνδέσεως της λ. <i>σμήριγξ</i> με το [[μηρός]].
|mltxt=[[μῆριγξ]] και [[σμῆριγξ]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκληρή [[τρίχα]], [[γουρουνότριχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (ο τ. [[μῆριγξ]]) «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» <br />β) (ο τ. [[σμῆριγξ]]) «πόα καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης, σμήριγγες<br />πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῑς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> μαλλιά, [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μήν</i>-<i>ιγξ</i>, <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική [[συγγένεια]]. Η λ. <i>σμήριγξ</i> με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το [[μήρινθος]], ενώ η [[ερμηνεία]] «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]» [[είναι]] πιθ. μια [[προσπάθεια]] συνδέσεως της λ. <i>σμήριγξ</i> με το [[μηρός]].
}}
}}
{{etym
{{etym