Anonymous

σπινθήρας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
(38)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[σπινθήρ]], -ῆρος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τεμαχίδιο πυρακτωμένης ύλης που εξακοντίζεται από τη [[φωτιά]], από πυρακτωμένο [[σώμα]] και από συγκρουόμενα ή τριβόμενα σώματα, [[σπίθα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενέργειες ή γεγονότα) η αρχική [[αιτία]], η πρώτη [[αρχή]] (α. «η [[διδασκαλία]] του αποτέλεσε τον σπινθήρα που άναψε την [[πυρκαγιά]] της επανάστασης» β. «ἐκ τούτου τοῡ σπινθῆρος έξεκαύθη [[πόλεμος]]»<br /><b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στιγμιαία ζωηρή [[εκδήλωση]] πνευματικής ενέργειας («οι τελευταίοι σπινθήρες της μεγαλοφυΐας του»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλεκτρικός]] [[σπινθήρας]]» — [[φαινόμενο]] πολύ σύντομης [[χρονικής]] διάρκειας που συνίσταται στην απότομη [[εμφάνιση]] μιας φωτεινής αναλαμπής και στην [[έκλυση]] θερμότητας η οποία συνοδεύει ορισμένες ηλεκτρικές εκκενώσεις [[μεταξύ]] αγωγών που βρίσκονται υπό υψηλή ηλεκτρική [[τάση]] ή υπό την [[επίδραση]] ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με αστέρες κ.ά. φωτεινά σώματα) [[λάμψη]], [[ακτινοβολία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σπίθα]] με [[ενέργεια]] ανάλογη [[προς]] τους σπερματικούς λόγους («σπινθήρων τρόπον ἐν ὕλῃ [[κατά]] τὰς τῶν χρόνων συναυξήσεις έξάπτεσθαι φιλοῡσιν», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (με καλή ή κακή σημ.) αρχικό [[αίτιο]], [[σπέρμα]] για τη [[διαμόρφωση]] της ψυχής («ἐνέμεινε τι τοῡ παλαιοῡ τῆς κακίας σπινθῆρος καὶ τοῡ πονηροῡ σπέρματος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(ποιητ.)</b> [[καθετί]] που λάμπει, που ακτινοβολεί («ὀφθαλμοὺς σπινθῆρας ἔχεις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σπινθ</i>-<i>ήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αίθήρ</i>, <i>ἀήρ</i>) ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>spņdh</i>- (<b>πρβλ.</b> λεττον. <i>spuodrs</i> «[[λαμπερός]]», λιθουαν. <i>spindžiu</i>, <i>spindeti</i> «[[λάμπω]], [[αστραποβολώ]]») με [[φωνήεν]] στήριξης -<i>ι</i>-, που μαρτυρείται στην Ελληνική και σε άλλες σχετικές περιπτώσεις (<b>πρβλ.</b> <i>κ</i>-<i>ί</i>-<i>ρνημι</i>, <i>π</i>-<i>ί</i>-<i>τνημι</i>) μηδενισμένης βαθμίδας. Δεν αποκλείεται [[επίσης]] στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] λ. να ανήκει και το λατ. <i>scintilla</i> «[[σπινθήρας]]». Από τη λ. <i>σπι</i>-<i>ν</i>-<i>θήρ</i>, [[τέλος]], έχουν σχηματιστεί τα νεοελλ. [[σπιθίζω]], [[σπίθα]]].
|mltxt=ο / [[σπινθήρ]], -ῆρος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τεμαχίδιο πυρακτωμένης ύλης που εξακοντίζεται από τη [[φωτιά]], από πυρακτωμένο [[σώμα]] και από συγκρουόμενα ή τριβόμενα σώματα, [[σπίθα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενέργειες ή γεγονότα) η αρχική [[αιτία]], η πρώτη [[αρχή]] (α. «η [[διδασκαλία]] του αποτέλεσε τον σπινθήρα που άναψε την [[πυρκαγιά]] της επανάστασης» β. «ἐκ τούτου τοῦ σπινθῆρος έξεκαύθη [[πόλεμος]]»<br /><b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στιγμιαία ζωηρή [[εκδήλωση]] πνευματικής ενέργειας («οι τελευταίοι σπινθήρες της μεγαλοφυΐας του»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλεκτρικός]] [[σπινθήρας]]» — [[φαινόμενο]] πολύ σύντομης [[χρονικής]] διάρκειας που συνίσταται στην απότομη [[εμφάνιση]] μιας φωτεινής αναλαμπής και στην [[έκλυση]] θερμότητας η οποία συνοδεύει ορισμένες ηλεκτρικές εκκενώσεις [[μεταξύ]] αγωγών που βρίσκονται υπό υψηλή ηλεκτρική [[τάση]] ή υπό την [[επίδραση]] ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με αστέρες κ.ά. φωτεινά σώματα) [[λάμψη]], [[ακτινοβολία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σπίθα]] με [[ενέργεια]] ανάλογη [[προς]] τους σπερματικούς λόγους («σπινθήρων τρόπον ἐν ὕλῃ [[κατά]] τὰς τῶν χρόνων συναυξήσεις έξάπτεσθαι φιλοῡσιν», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (με καλή ή κακή σημ.) αρχικό [[αίτιο]], [[σπέρμα]] για τη [[διαμόρφωση]] της ψυχής («ἐνέμεινε τι τοῦ παλαιοῡ τῆς κακίας σπινθῆρος καὶ τοῦ πονηροῡ σπέρματος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(ποιητ.)</b> [[καθετί]] που λάμπει, που ακτινοβολεί («ὀφθαλμοὺς σπινθῆρας ἔχεις», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σπινθ</i>-<i>ήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αίθήρ</i>, <i>ἀήρ</i>) ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>spņdh</i>- (<b>πρβλ.</b> λεττον. <i>spuodrs</i> «[[λαμπερός]]», λιθουαν. <i>spindžiu</i>, <i>spindeti</i> «[[λάμπω]], [[αστραποβολώ]]») με [[φωνήεν]] στήριξης -<i>ι</i>-, που μαρτυρείται στην Ελληνική και σε άλλες σχετικές περιπτώσεις (<b>πρβλ.</b> <i>κ</i>-<i>ί</i>-<i>ρνημι</i>, <i>π</i>-<i>ί</i>-<i>τνημι</i>) μηδενισμένης βαθμίδας. Δεν αποκλείεται [[επίσης]] στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] λ. να ανήκει και το λατ. <i>scintilla</i> «[[σπινθήρας]]». Από τη λ. <i>σπι</i>-<i>ν</i>-<i>θήρ</i>, [[τέλος]], έχουν σχηματιστεί τα νεοελλ. [[σπιθίζω]], [[σπίθα]]].
}}
}}