Anonymous

ὑπερφυής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῡς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῡ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῡς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῑ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῑς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῡς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῡς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῑ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῑς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm