Anonymous

πώγων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένι]], [[γένειο]] («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.)<br /><b>2.</b> [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πώγων</i><br />[[φυσικός]] [[λιμένας]] που σχηματίζεται [[μεταξύ]] τών νοτιοδυτικών ακτών της νήσου Πόρου και τών [[απέναντι]] ακτών της Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> ανώμαλη [[ουρά]] κομήτη που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για άλογα) το [[μέρος]] της κεφαλής που βρίσκεται [[πίσω]] από το [[κάτω]] [[χείλος]] στη [[συμβολή]] τών δύο [[γνάθων]], όπου ακουμπάει το ψέλλι του χαλινού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μακρύ [[τρίχωμα]] που φυτρώνει [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] μερικών μαστοφόρων ζώων<br /><b>2.</b> η ρυτιδωμένη [[σάρκα]] [[γύρω]] από το [[ράμφος]] της στρουθοκαμήλου<br /><b>3.</b> τα σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] του πετεινού<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[φίδι]]) [[εξόγκωμα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πιγούνι]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγόχορτο]] ή σκούλι<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ακίδα]] βέλους («βέλους δ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῡνται», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πώγων]] [[πυρός]]»<br /><b>μτφ.</b> πύρινη [[γλώσσα]] («[[πώγων]] [[πυρός]]<br />ἡ εἰς ὀξὺ ἀναδρομὴ τῆς [[φλογός]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με το [[πήγνυμι]] ή με την ΙΕ ρ. <i>peu</i>- / <i>p</i><i>ū</i>- / <i>p</i><i>ō</i>[[u]]- με σημ. «[[φουσκώνω]]» δεν θεωρούνται πιθανές].
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένι]], [[γένειο]] («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.)<br /><b>2.</b> [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πώγων</i><br />[[φυσικός]] [[λιμένας]] που σχηματίζεται [[μεταξύ]] τών νοτιοδυτικών ακτών της νήσου Πόρου και τών [[απέναντι]] ακτών της Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> ανώμαλη [[ουρά]] κομήτη που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για άλογα) το [[μέρος]] της κεφαλής που βρίσκεται [[πίσω]] από το [[κάτω]] [[χείλος]] στη [[συμβολή]] τών δύο [[γνάθων]], όπου ακουμπάει το ψέλλι του χαλινού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μακρύ [[τρίχωμα]] που φυτρώνει [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] μερικών μαστοφόρων ζώων<br /><b>2.</b> η ρυτιδωμένη [[σάρκα]] [[γύρω]] από το [[ράμφος]] της στρουθοκαμήλου<br /><b>3.</b> τα σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] του πετεινού<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[φίδι]]) [[εξόγκωμα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πιγούνι]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγόχορτο]] ή σκούλι<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ακίδα]] βέλους («βέλους δ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πώγων]] [[πυρός]]»<br /><b>μτφ.</b> πύρινη [[γλώσσα]] («[[πώγων]] [[πυρός]]<br />ἡ εἰς ὀξὺ ἀναδρομὴ τῆς [[φλογός]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με το [[πήγνυμι]] ή με την ΙΕ ρ. <i>peu</i>- / <i>p</i><i>ū</i>- / <i>p</i><i>ō</i>[[u]]- με σημ. «[[φουσκώνω]]» δεν θεωρούνται πιθανές].
}}
}}
{{lsm
{{lsm