3,273,647
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. | |mltxt=και δ. γρφ. πεπορεῖν Α<br />(στον <b>Πίνδ.</b> και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει [[κανείς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., [[ενδεικτικός]] του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>reo</i> «[[φαίνομαι]], εμφανίζομαι» προσκρούει στη [[μακρότητα]] του λατ. -<i>ā</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |