3,274,216
edits
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fortikos | |Transliteration C=fortikos | ||
|Beta Code=fortiko/s | |Beta Code=fortiko/s | ||
|Definition= | |Definition=φορτική, φορτικόν: ([[φόρτος]]):—prop.<br><span class="bld">A</span> [[fit for carrying]], <b class="b3">πλοῖον φορτικόν</b> a [[ship]] [[of burden]], D.C.56.27, [[varia lectio|v.l.]] in Th.6.88.<br><span class="bld">II</span> of the nature of a burden: metaph. (cf. [[φόρτος]] ''ΙΙ''), [[tiresome]], [[wearisome]], τό λέγειν.. φ. καὶ ἐπαχθές D.5.4; τοῖς συνοῦσι φ. Plu.2.456e, cf. 44a, etc.; <b class="b3">φ. ἀκολούθων ὄχλῳ</b> because of the crowd... Luc.''Nigr.''13; φορτικωτάτη λειτουργία = most [[onerous]], POxy.904.9 (v A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[coarse]], [[vulgar]], [[common]], ἄνδρες Ar.''Nu.''524; opp. [[πεπαιδευμένος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1342a20; <b class="b3">οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι</b>, opp. <b class="b3">οἱ χαρίεντες</b>, Id.''EN''1095b16; <b class="b3">βωμολόχοι καὶ φορτικοί</b> ib.1128a5; φορτικὸς καὶ [[νεόπλουτος]] Plu.2.708c.<br><span class="bld">b</span> of things, <b class="b3">φ. κωμῳδία</b> a [[vulgar]], [[low]] [[comedy]], Ar.''V.''66, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''236c; φ. τὸ χωρίον Ar.''Lys.''1218; φ. γέλως ''Com.Adesp.''644; δίαιτα φορτικωτέρα καὶ ἀφιλόσοφος [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''256b; ἡδονὴ φ. Id.''R.''581d; <b class="b3">φ. καὶ δημηγορικά</b> [[base]], [[low]] [[argument]]s, [[ad captandum vulgus]], Id.''Grg.''482e; φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δέ Id.''Ap.''32a; τῷ φ. προσχρῆσθαι Id.''Cra.'' 435c; φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι Id.''Euthd.''286e; φ. ἔπαινος [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1178b16; <b class="b3">ἡ ἅπαντα μιμουμένη [τέχνη] φορτική</b> art that imitates with a view to any and every man is [[vulgar]], Id.''Po.''1462a4; <b class="b3">λέγω οὐ τοῦ φ. ἕνεκα</b> I do not say it out of [[vulgar arrogance]], Aeschin.1.41; of an inflated rhetorical style, φ. κατασκευή D.H.''Lys.''3; <b class="b3">τὸ φ. τῆς λέξεως</b> [[vulgarity]] of style, Id.''Th.''27; <b class="b3">τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν</b>, of the speeches of Iphicrates, Id.''Lys.''12; τὸ φ. τῶν μέτρων Luc.''JTr.'' 14.<br><span class="bld">3</span> Adv. [[φορτικῶς]] = [[coarsely]], [[vulgarly]], σκοπεῖν [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''183e, cf. ''R.'' 367a; φορτικῶς [[ἐπαινεῖν]] ib.528e; φορτικῶς καὶ χύδην λέγειν Isoc.12.24; φορτικῶς πολιτεύεσθαι Id.7.53; φορτικῶς καὶ [[σοβαρῶς]] Plu.2.634c; <b class="b3">φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι</b> to [[discourse]] more like a [[clown]] than one of [[liberal]] [[education]], Id.''Sol.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, [[πλοῖον]], ein Lastschiff, Poll. 1, 83. – 2) gew. von Menschen, [[lästig]], beschwerlich; φορτικὸς ἀκολούθων ὄχλῳ Luc. Nigr. 13, vgl. 22; der sich durch Betragen, Gebehrden, Reden unangenehm macht, durch Grobheit zur Last fällt, grob u. plump, wie ein Lastträger, zudringlich u. übh. gemein, pöbelhaft, bes. bei Sp. häufig; καὶ [[βωμολόχος]] Arist. eth. eud. 3, 7. – Auch von Sachen, gemein, eines freien und gebildeten Mannes unwürdig; [[κωμῳδία]] Ar. Vesp. 66; [[χωρίον]] Lys. 1218; τέχναι, σοφίαι, wie βάναυσοι, Plat. Theaet. 176 c; Arist. Eudem. 1, 4 nennt φορτικὰς τέχνας τὰς πρὸς δόξαν μόνον πραγματευομένας; ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν [[πρᾶγμα]] ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν Plat. Phaedr. 236 c; ἐὰν διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ ἀφιλοσόφῳ χρήσωνται 256 b; καὶ ἐπαχθές Dem. 5, 4; – φορτικὸν καὶ ναυτικὸν [[ὄρχημα]], ein roher, plumper Matrosentanz; – φορτικώτερον τὸ ῥηθησόμενον Dem. 24, 104; [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], ich sage es nicht, um lästig zu werden, oder mich | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, [[πλοῖον]], ein Lastschiff, Poll. 1, 83. – 2) gew. von Menschen, [[lästig]], beschwerlich; φορτικὸς ἀκολούθων ὄχλῳ Luc. Nigr. 13, vgl. 22; der sich durch Betragen, Gebehrden, Reden unangenehm macht, durch Grobheit zur Last fällt, grob u. plump, wie ein Lastträger, zudringlich u. übh. gemein, pöbelhaft, bes. bei Sp. häufig; καὶ [[βωμολόχος]] Arist. eth. eud. 3, 7. – Auch von Sachen, gemein, eines freien und gebildeten Mannes unwürdig; [[κωμῳδία]] Ar. Vesp. 66; [[χωρίον]] Lys. 1218; τέχναι, σοφίαι, wie βάναυσοι, Plat. Theaet. 176 c; Arist. Eudem. 1, 4 nennt φορτικὰς τέχνας τὰς πρὸς δόξαν μόνον πραγματευομένας; ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν [[πρᾶγμα]] ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν Plat. Phaedr. 236 c; ἐὰν διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ ἀφιλοσόφῳ χρήσωνται 256 b; καὶ ἐπαχθές Dem. 5, 4; – φορτικὸν καὶ ναυτικὸν [[ὄρχημα]], ein roher, plumper Matrosentanz; – φορτικώτερον τὸ ῥηθησόμενον Dem. 24, 104; [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], ich sage es nicht, um lästig zu werden, oder mich übermütig über ihn zu erheben, Aeschin. 1, 41; [[ἔπαινος]] Arist. eth. 10, 8; φορτικῶς, ungebührlich, ἐπαινεῖν Plat. Rep. VII, 528 e, u. öfter; καὶ [[χύδην]] λέγειν Isocr. 12, 24; διαλέγομαι Luc. Tim. 3; εἰ μὴ φορτικὸν εἰπεῖν Pisc. 5; Alex. 20 φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι [[περί]] τινος, mehr nach Art des gemeinen, rohen Haufens, als eines wissenschaftlich Gebildeten über Etwas sprechen; [[ἀνόητος]] καὶ [[φορτικός]] Plut. Alc. 3 l. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui est à charge, fatigant, insupportable par sa grossièreté <i>ou</i> sa sottise ; φορτικά λέγειν PLAT dire des vulgarités;<br /><i>Cp.</i> φορτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φορτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[тяжелый]], [[тягостный]], [[тяжеловесный]], [[неуклюжий]] ([[σχῆμα]] ῥήματος Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[тягостный]], [[неприятный]]: εἰ φορτικώτερον εἶναι τὸ ῥηθησόμενον δόξει, [[λέξω]] Dem. если то, что я собираюсь сказать, и покажется неприятным, я (все же это) выскажу;<br /><b class="num">3</b> грубый, некультурный, тж. низменный, пошлый ([[χωρίον]] Arph.; ἡδοναί Plat.; ὁ μὲν πεπαιδευμένος, ὁ δὲ [[φορτικός]] Arst.): τὸ τῶν κωμῳδῶν [[πρᾶγμα]] φορτικὸν ποιεῖν Plat. разыгрывать пошлую комедию; οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι Arst. совершенно необразованная толпа - см. тж. [[φορτικόν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορτῐκός''': -ή, -όν, ([[φόρτος]])· ― [[κυρίως]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, [[πλοῖον]] φ., φορτηγόν, Δίων Κ. 56. 27. ― Ὁ Πολυδ. Α΄. 83 μνημονεύει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Θουκ. (6. 88), [[ἔνθα]] νῦν φέρεται φορτηγικοῦ· πρβλ. [[φόρτιμος]]. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἰδιότητας τοῦ φορτίου, καὶ μεταφορ. (πρβλ. [[φόρτος]] ΙΙ) ἐπὶ προσώπων, [[ὀχληρός]], ἐνοχλητικός, φ. καὶ ἐπαχθὴς Δημ. 57 ἐν τέλει· φ. τοῖς συνοῦσι Πλούτ. 2. 456Ε. πρβλ. 44Α, κλπ.· φ. ἀκολουθῶν ὄχλῳ, ὡς ἀκολουθῶν... Λουκ. Νιγρ. 13· ― ἀκολούθως, 2) ὡς το [[βάναυσος]], [[ἄγροικος]], [[χυδαῖος]], [[κοινός]], πρόστυχος, [[ἄνθρωπος]] [[ἀμέτοχος]] ἐλευθερίου ἀγωγῆς καὶ παιδείας, [[ἰδιώτης]], [[ἀπαίδευτος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 524· ἀντίθετον τῷ πεδαιδευμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 6· οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χαρίεντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 1· βωμολόχοι καὶ φ. [[αὐτόθι]] 4. 8, 3· φ. καὶ [[νεόπλουτος]] Πλούτ. 2. 708C πρβλ. 634Β· οὕτω, β) ἐπὶ πραγμάτων, φ. [[κωμῳδία]], χυδαία, ταπεινὴ [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Σφ. 66, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρον 236C, Meineke Com. Gr. 1. 223· φ. τὸ [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· φ. [[γέλως]] Κωμικ. Ἀνώνυμ. 274· [[δίαιτα]] φ. καὶ [[ἀφιλόσοφος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· φ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 581D· φ. καὶ δημηγορικά, ἐπιχειρήματα χυδαῖα, πρὸς κατάκτησιν τῆς εὐνοίας τοῦ ὄχλου, ud captandum vulgus, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 482Ε· φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 32Α· τὸ φ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C· φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 286Ε· φ. [[ἔπαινος]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 7· ἡ ἅπαντα μιμουμένη ([[τέχνη]]) φορτική, ἡ [[τέχνη]] ἡ ὁποία μιμεῖται τὰ πάντα (καὶ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ) [[εἶναι]] χυδαία, ταπεινή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 2· [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], οὐχὶ ἐκ χυδαίας ἀλαζονείας, Αἰσχίν. 6. 27· ἐπὶ πομπώδους ῥητορικοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 3· τὸ φ. τῆς λέξεως, [[χυδαιότης]] ὕφους, ὁ αὐτ. περὶ Θουκ. 27· τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, ἐπί τῶν δημηγοριῶν τοῦ Ἰφικράτους, ὁ αὐτ περὶ Λυσ. 12· τὸ φ. τῶν μέτρων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― οὕτω καί, 3) ἐν τῷ ἐπιρρ. φορτικῶς, ἀγροίκως, χυδαίως, κατὰ τὸν τρόπον ἀνθρώπου ἀπαιδεύτου, Πλάτ. Θεαίτ. 183Ε, Πολ. 367Α· φ. ἐπαινεῖν [[αὐτόθι]] 528Ε· φ. καὶ [[χύδην]] λέγειν Ἰσοκρ. 238Α· φ. πολιτεύεσθαι ὁ αὐτ. 150D· φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγομαι, ὁμιλῶ [[μᾶλλον]] ὡς [[ἀπαίδευτος]] καὶ [[ἄγροικος]] ἢ ὡς [[φιλόσοφος]], Πλουτ. Σόλων 3. | |lstext='''φορτῐκός''': -ή, -όν, ([[φόρτος]])· ― [[κυρίως]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, [[πλοῖον]] φ., φορτηγόν, Δίων Κ. 56. 27. ― Ὁ Πολυδ. Α΄. 83 μνημονεύει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Θουκ. (6. 88), [[ἔνθα]] νῦν φέρεται φορτηγικοῦ· πρβλ. [[φόρτιμος]]. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἰδιότητας τοῦ φορτίου, καὶ μεταφορ. (πρβλ. [[φόρτος]] ΙΙ) ἐπὶ προσώπων, [[ὀχληρός]], ἐνοχλητικός, φ. καὶ ἐπαχθὴς Δημ. 57 ἐν τέλει· φ. τοῖς συνοῦσι Πλούτ. 2. 456Ε. πρβλ. 44Α, κλπ.· φ. ἀκολουθῶν ὄχλῳ, ὡς ἀκολουθῶν... Λουκ. Νιγρ. 13· ― ἀκολούθως, 2) ὡς το [[βάναυσος]], [[ἄγροικος]], [[χυδαῖος]], [[κοινός]], πρόστυχος, [[ἄνθρωπος]] [[ἀμέτοχος]] ἐλευθερίου ἀγωγῆς καὶ παιδείας, [[ἰδιώτης]], [[ἀπαίδευτος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 524· ἀντίθετον τῷ πεδαιδευμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 6· οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χαρίεντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 1· βωμολόχοι καὶ φ. [[αὐτόθι]] 4. 8, 3· φ. καὶ [[νεόπλουτος]] Πλούτ. 2. 708C πρβλ. 634Β· οὕτω, β) ἐπὶ πραγμάτων, φ. [[κωμῳδία]], χυδαία, ταπεινὴ [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Σφ. 66, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρον 236C, Meineke Com. Gr. 1. 223· φ. τὸ [[χωρίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· φ. [[γέλως]] Κωμικ. Ἀνώνυμ. 274· [[δίαιτα]] φ. καὶ [[ἀφιλόσοφος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· φ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 581D· φ. καὶ δημηγορικά, ἐπιχειρήματα χυδαῖα, πρὸς κατάκτησιν τῆς εὐνοίας τοῦ ὄχλου, ud captandum vulgus, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 482Ε· φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 32Α· τὸ φ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C· φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 286Ε· φ. [[ἔπαινος]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 7· ἡ ἅπαντα μιμουμένη ([[τέχνη]]) φορτική, ἡ [[τέχνη]] ἡ ὁποία μιμεῖται τὰ πάντα (καὶ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ) [[εἶναι]] χυδαία, ταπεινή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 2· [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], οὐχὶ ἐκ χυδαίας ἀλαζονείας, Αἰσχίν. 6. 27· ἐπὶ πομπώδους ῥητορικοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 3· τὸ φ. τῆς λέξεως, [[χυδαιότης]] ὕφους, ὁ αὐτ. περὶ Θουκ. 27· τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, ἐπί τῶν δημηγοριῶν τοῦ Ἰφικράτους, ὁ αὐτ περὶ Λυσ. 12· τὸ φ. τῶν μέτρων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― οὕτω καί, 3) ἐν τῷ ἐπιρρ. φορτικῶς, ἀγροίκως, χυδαίως, κατὰ τὸν τρόπον ἀνθρώπου ἀπαιδεύτου, Πλάτ. Θεαίτ. 183Ε, Πολ. 367Α· φ. ἐπαινεῖν [[αὐτόθι]] 528Ε· φ. καὶ [[χύδην]] λέγειν Ἰσοκρ. 238Α· φ. πολιτεύεσθαι ὁ αὐτ. 150D· φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγομαι, ὁμιλῶ [[μᾶλλον]] ὡς [[ἀπαίδευτος]] καὶ [[ἄγροικος]] ἢ ὡς [[φιλόσοφος]], Πλουτ. Σόλων 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φορτῐκός:''' -ή, -όν ([[φόρτος]])·<br /><b class="num">1.</b> από τη [[φύση]] του [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων· μεταφ. (πρβλ. [[φόρτος]] II), [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]], σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[κοινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum [[vulgus]], σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. [[φορτικῶς]], αγροίκως, [[χυδαίως]], όπως ο [[απαίδευτος]] [[άνθρωπος]] σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''φορτῐκός:''' -ή, -όν ([[φόρτος]])·<br /><b class="num">1.</b> από τη [[φύση]] του [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων· μεταφ. (πρβλ. [[φόρτος]] II), [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]], σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[κοινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum [[vulgus]], σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. [[φορτικῶς]], αγροίκως, [[χυδαίως]], όπως ο [[απαίδευτος]] [[άνθρωπος]] σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |