Anonymous

ἐχθρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "qq.v." to "qq.v.")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό, αρσ. και εχτρός και [[οχτρός]] (ΑΜ [[ἐχθρός]], -ά, -όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός)<br /><b>1.</b> αυτός [[εναντίον]] του οποίου αισθάνεται [[κάποιος]] [[έχθρα]], [[μίσος]], [[απέχθεια]], [[αποστροφή]] («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος [[ὅμως]] Ἀΐδαο πύλῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο [[εχθρός]], <i>η εχθρά</i><br />α) (αντίθ. του [[φίλος]]) [[αντίθετος]], [[αντίπαλος]] (α. «ἐχθροῑς [[ἔχθρα]] πορσύνων», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ο [[εχθρός]] του κράτους»)<br />β. [[πολέμιος]], [[αντίπαλος]] στον πόλεμο (α. «τρέψοι εἰς ἐχθροὺς [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θαρρώντας πως εχτύπησαν εχθρό», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[διάβολος]] («νικώντας τον εχθρόν», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει εχθρική [[διάθεση]] [[προς]] κάποιον, ο εχθρικά διακείμενος («[[κακόνους]] μέν ἐστι καὶ ἐχθρὸς ὅλη τῇ πόλει», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχθρῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] εχθρικό τρόπο, με [[εχθρότητα]], με [[μίσος]], με [[αποστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιη [[είναι]] η [[σχέση]] του [[εχθρός]] με τον συγγενή τ. [[έχθος]]. Επικρατέστερη [[είναι]] η [[άποψη]] ότι [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το [[εχθρός]], (θ. <i>εχθ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρο</i>-<i>ς</i>), από τον οποίο παρήχθησαν τα παραθετικά [[εχθίων]], [[έχθιστος]] και το ουδέτερο σιγμόληκτο όνομα [[έχθος]], όπως ακριβώς στα [[κυδρός]] > <i>κυδίων</i>, [[κύδιστος]], [[κύδος]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή υπάρχει [[αντιστοιχία]] με το λατ. επίρρ. <i>ext</i>-<i>ra</i> «[[εκτός]]» και παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με το λατ. <i>hostis</i>. Η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «[[ξένος]]», «ο [[εκτός]] της κοινωνικής ομάδας [[άνθρωπος]]», η οποία εξελίσσεται στη [[σημασία]] «[[αντίπαλος]]», «[[μισητός]]». Αντίστοιχο επίρρ. [[εχθός]] «[[εκτός]]» υπάρχει στην Αρχ. Ελλ., η [[σχέση]] του όμως με τα [[εχθρός]], [[έχθος]] [[είναι]] [[επίσης]] αβέβαιη. <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[έχθρα]], [[εχθραίνω]], <i>εχθρεύω</i>, [[εχθρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εχθαίρω]], [[εχθοδοπός]], [[έχθομαι]], [[εχθρώδης]], <i>εχθρώς</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εχθρία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[έχθριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εχθρότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εχθόσδικος]], [[εχθροδαίμων]], [[εχθροειδώς]], [[εχθρολέων]], [[εχθρόξενος]], [[εχθροποιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εχθρελέγκτης]], [[εχθρόθεος]], [[εχθρόκοσμος]], [[εχθρόφρων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εχθρολέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εχθροπάθεια]], [[εχθροπραξία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εθέλεχθρος]], [[φίλεχθρος]].
|mltxt=-ά, -ό, αρσ. και εχτρός και [[οχτρός]] (ΑΜ [[ἐχθρός]], -ά, -όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός)<br /><b>1.</b> αυτός [[εναντίον]] του οποίου αισθάνεται [[κάποιος]] [[έχθρα]], [[μίσος]], [[απέχθεια]], [[αποστροφή]] («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος [[ὅμως]] Ἀΐδαο πύλῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο [[εχθρός]], <i>η εχθρά</i><br />α) (αντίθ. του [[φίλος]]) [[αντίθετος]], [[αντίπαλος]] (α. «ἐχθροῑς [[ἔχθρα]] πορσύνων», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ο [[εχθρός]] του κράτους»)<br />β. [[πολέμιος]], [[αντίπαλος]] στον πόλεμο (α. «τρέψοι εἰς ἐχθροὺς [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θαρρώντας πως εχτύπησαν εχθρό», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[διάβολος]] («νικώντας τον εχθρόν», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει εχθρική [[διάθεση]] [[προς]] κάποιον, ο εχθρικά διακείμενος («[[κακόνους]] μέν ἐστι καὶ ἐχθρὸς ὅλη τῇ πόλει», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχθρῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] εχθρικό τρόπο, με [[εχθρότητα]], με [[μίσος]], με [[αποστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιη [[είναι]] η [[σχέση]] του [[εχθρός]] με τον συγγενή τ. [[έχθος]]. Επικρατέστερη [[είναι]] η [[άποψη]] ότι [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το [[εχθρός]], (θ. <i>εχθ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρο</i>-<i>ς</i>), από τον οποίο παρήχθησαν τα παραθετικά [[εχθίων]], [[έχθιστος]] και το ουδέτερο σιγμόληκτο όνομα [[έχθος]], όπως ακριβώς στα [[κυδρός]] > <i>κυδίων</i>, [[κύδιστος]], [[κύδος]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή υπάρχει [[αντιστοιχία]] με το λατ. επίρρ. <i>ext</i>-<i>ra</i> «[[εκτός]]» και παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με το λατ. <i>hostis</i>. Η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «[[ξένος]]», «ο [[εκτός]] της κοινωνικής ομάδας [[άνθρωπος]]», η οποία εξελίσσεται στη [[σημασία]] «[[αντίπαλος]]», «[[μισητός]]». Αντίστοιχο επίρρ. [[εχθός]] «[[εκτός]]» υπάρχει στην Αρχ. Ελλ., η [[σχέση]] του όμως με τα [[εχθρός]], [[έχθος]] [[είναι]] [[επίσης]] αβέβαιη. <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[έχθρα]], [[εχθραίνω]], <i>εχθρεύω</i>, [[εχθρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εχθαίρω]], [[εχθοδοπός]], [[έχθομαι]], [[εχθρώδης]], <i>εχθρώς</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εχθρία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[έχθριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εχθρότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εχθόσδικος]], [[εχθροδαίμων]], [[εχθροειδώς]], [[εχθρολέων]], [[εχθρόξενος]], [[εχθροποιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εχθρελέγκτης]], [[εχθρόθεος]], [[εχθρόκοσμος]], [[εχθρόφρων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εχθρολέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εχθροπάθεια]], [[εχθροπραξία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[εθέλεχθρος]], [[φίλεχθρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm