Anonymous

λιτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[λιτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[απλός]], [[ακαλλώπιστος]], [[απέριττος]] (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ [[δίαιτα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρκείται σε ολίγα, [[ολιγαρκής]], [[λιτοδίαιτος]] («λιτὸς γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λιτότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άθλιος]], εξαθλιωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνήθης]], [[κοινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[ασήμαντος]] («εἰς ὀλίγα καὶ λιτὰ πολισμάτια», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφασμα) [[λείος]], [[απλός]], [[ευτελής]] («ἱμάτια λιτά», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>3.</b> (για τη γη) ακαλλιέργητη («λιτὴ γαῖα», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λιτὴ [[χθών]]<br />ἀπὸ τοῦ προσκυνεῑσθαι καὶ λιτανεύεσθαι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιτά</i> και <i>λιτώς</i> (AM λιτῶς)<br />με [[λιτότητα]], απλά, απέριττα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρώς]], [[μετρίως]], λίγο («λιτῶς ἡψημένα», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λῑτ</i>-<i>α</i>, αιτ. του <i>λίς</i> <i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[i]ος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («ἐδώρησαν λιταῑς θυσίαις», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιτ</i>- του <i>ίσσομαι</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[λιτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[απλός]], [[ακαλλώπιστος]], [[απέριττος]] (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ [[δίαιτα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρκείται σε ολίγα, [[ολιγαρκής]], [[λιτοδίαιτος]] («λιτὸς γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λιτότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άθλιος]], εξαθλιωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνήθης]], [[κοινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[ασήμαντος]] («εἰς ὀλίγα καὶ λιτὰ πολισμάτια», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφασμα) [[λείος]], [[απλός]], [[ευτελής]] («ἱμάτια λιτά», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>3.</b> (για τη γη) ακαλλιέργητη («λιτὴ γαῖα», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λιτὴ [[χθών]]<br />ἀπὸ τοῦ προσκυνεῑσθαι καὶ λιτανεύεσθαι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιτά</i> και <i>λιτώς</i> (AM λιτῶς)<br />με [[λιτότητα]], απλά, απέριττα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρώς]], [[μετρίως]], λίγο («λιτῶς ἡψημένα», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λῑτ</i>-<i>α</i>, αιτ. του <i>λίς</i> <i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[i]ος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιτ</i>- του <i>ίσσομαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm