Anonymous

τε: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "νῡν " to "νῦν "
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται [[αντί]] του <i>και</i>, στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ. [[ιδίως]] σε προτάσεις που περιέχουν δύο <i>και</i>, [[αντί]] του πρώτου (α. «[[είναι]] [[άριστος]] [[γνώστης]] της τε αρχαίας και της νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν τε λύειν», Γεωπ.<br />γ. «Ζεῡ ἄλλοι τε θεοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται: 1. α) επαναλαμβανόμενο <i>τε</i>... <i>τε</i>: όταν οι συνδεόμενες λέξεις [[είναι]] ισοδύναμες και η [[σύνδεση]] [[είναι]] χαλαρή (α. «πατὴρ ἀνδρῶν τε θεών τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «δίψῃ τε λιμῷ τε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[αντί]] του <i>μὲν</i>...<i>δέ</i>, όταν τα δύο μέρη θεωρούνται ενιαία και όχι [[χωριστά]] ή σε [[αντιδιαστολή]] [[μεταξύ]] τους («κόμισαί τέ με δὸς δὲ μοι ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντί]] του <i>ἤ</i> («ἀπόρως εἶχε... δοῡναί τε μὴ δοῡναί τε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> με το <i>ἤ</i> (α. «καλῶν τε ἴδριν ἄλλον ἤ δύναμιν κυριώτερον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[ὥστε]] γὰρ ἤ παῑδες νεαροί, χῆραί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> προκειμένου να συνδέσει δύο προτάσεις από τις οποίες η μία [[είναι]] αρνητική και η [[άλλη]] καταφατική (α. «ἐκκλησίαν τε οὐκ ἐποίει..., τήν τε πόλιν ἐφύλασσε», <b>Θουκ.</b><br />β. «οὐχ ἡσύχαζον... παρεκάλουν τε τοὺς ξυμμάχους», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἵνα μή τι διαφύγῃ ἡμᾱς, εἴ τέ τι βούλει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> με το <i>δέ</i>, όταν η [[σύνταξη]] γίνεται [[κατά]] ανακόλουθο [[σχήμα]] («ἐσθὰς ἀμφότερόν νιν ἔχεν, ἅ τε... [[ἐπιχώριος]]..., ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> με το μέν («ἄνδρα μέν... τρεῑς τε κασιγνήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μαζί]] με το <i>καὶ</i> προκειμένου να δηλώσει: α) στενή [[σχέση]] (α. «εὖ τε καὶ χεῑρον», <b>Θουκ.</b><br />β. «βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται», <b>Θουκ.</b><br />γ. «διαστήτην... [[Ἀτρείδης]] τε... καὶ δῑος [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) χρονική [[σύμπτωση]] («[[μεσαμβρίη]] τέ ἐστι καὶ τὸ [[κάρτα]] γίγνεται ψυχρόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) άμεσο [[αποτέλεσμα]] («ἐπαύσατό τε ὁ [[ἄνεμος]] καὶ τὸ κῡμα ἔστρωτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) τις σημασίες: i) τόσο... όσο... («[[κάκιστος]] νῡν τε καὶ [[πάλαι]] δοκεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br />ii) ή... ή, [[είτε]]... [[είτε]] («θεοῡ τε... θέλοντος καὶ μὴ θέλοντος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στους επικ. ποιητές) [[μαζί]] με το <i>ἠδέ</i> ή <i>ἰδέ</i> με τη [[σημασία]]: ή... ή, [[είτε]]... [[είτε]] (α. «σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «χαλκόν τε ἰδὲ λόφον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (ως [[μόριο]])<br /><b>1.</b> (στους επικ. ποιητές) προσάπτεται σε άλλα μόρια ή αντωνυμίες, απλό ή επαναλαμβανόμενο, προκειμένου να δηλώσει: α) [[ισότητα]] [[μεταξύ]] δύο αντιθέτων («κραιπνότερος μὲν γὰρ τε [[νόος]], λεπτὴ δὲ τε [[μῆτις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (με αναφορικά) τη [[σημασία]]: ακριβώς όπου... («[[ἰσχίον]] [[ἔνθα]] τε [[μηρός]] ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]]: ομοίως, [[πάλι]] («σὺ ὦν [[ἐμοί]], καὶ γὰρ περὶ τῆς ναυμαχίης εὖ συνεβούλευας, νῡν τε...», <b>Ηρόδ.</b>)<br />III. (ως εγκλιτ.) όταν συνδέει λέξεις, τίθεται [[μετά]] τη [[λέξη]] η οποία πρόκειται να συνδεθεί, ενώ, όταν συνδέει προτάσεις, [[μετά]] την πρώτη [[λέξη]] της πρότασης η οποία πρόκειται να συνδεθεί, και ειδικότερα: 1. με γενική που προσδιορίζει τη [[λέξη]] στην οποία το <i>τε</i> λογικά ανήκει («αἰθέρι ναιῶν γαίης τ' ἐν ῥίζησι καὶ ἀνδράσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> με αναφορικό από το οποίο εξαρτάται όλη η [[πρόταση]] («[[ὥσπερ]] τε [[πόλις]] καὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> με [[πρόθεση]] που αναφέρεται τόσο στη δεύτερη [[πρόταση]] όσο και στην πρώτη<br /><b>4.</b> με τη [[λέξη]] από την οποία εξαρτώνται δύο προτάσεις ή απαρέμφατα («ἤν ἐθέλωμέν τε μεῖναι καὶ μὴ... καταπροδοῡναι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το εγκλιτ. [[μόριο]] <i>τε</i> ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i> και αντιστοιχεί στα λατ. -<i>que</i>, αρχ. ινδ. -<i>ca</i>, γοτθ. -<i>h</i>, ενώ δεν έχει καμία [[σχέση]] με το [[επίθημα]] -<i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὅτε</i> [Ι], [[πότε]], [[τότε]]). <i>Ο</i> τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>qe</i>). Η [[χρήση]] του <i>τε</i> [[είναι]] συνδετική και, [[κυρίως]], παρατακτική. Στη Μυκηναϊκή, ο τ. <i>qe</i> αποτελεί τον βασικότερο παρατακτικό σύνδεσμο, [[αντί]] για το <i>καί</i> που δεν [[είναι]] [[ακόμη]] σε [[χρήση]], και χρησιμοποιείται, [[κυρίως]], ως ανεξάρτητο [[μόρφημα]] για τη [[σύνδεση]] ονομάτων, σπανιότερα δε συνάπτεται με το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ouqe</i>), απλό ή επαναλαμβανόμενο. Αργότερα, ο τ. <i>τε</i> απαντά [[συχνά]] [[συνημμένος]] με την αναφ. αντων. (<b>πρβλ.</b> <i>ὅς τε</i>), με άλλα μόρια (<b>πρβλ.</b> [[ἀλλά]] τε</i>, <i>γὰρ τε</i>, <i>δέ τε</i>, <i>καί τε</i>), [[ακόμα]] και σε μία ενιαία [[λέξη]] (<b>πρβλ.</b> [[οὔτε]]), [[απλός]] ή επαναλαμβανόμενος (<b>πρβλ.</b> <i>μή</i>... [[μήτε]], [[εἴτε]]... [[εἴτε]]). Κατά μία [[άποψη]] αρκετά πιθανή, το [[μόριο]] <i>τε</i> προσάπτεται στην αόρ. αντων. <i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τίς τε</i>, λατ. <i>quisque</i>) για να επιτείνει την [[έννοια]] της αοριστίας που αυτή εκφράζει. Κάποιοι [[μάλιστα]] έχουν υποστηρίξει και την πιθανή ετυμολ. [[σχέση]] του <i>τε</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>) με το <i>τις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>o</i> / <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>) μέσω μιας υποθετικής σημ. «[[κάπως]]» που αποδόθηκε στο [[μόριο]] <i>τε</i>. Λιγότερο πιθανή θεωρείται η [[άποψη]] ότι το <i>τε</i> δεν [[είναι]] μόνο συνδετικό [[μόριο]], [[αλλά]] και βεβαιωτικό με σημ. «όπως [[είναι]] γνωστό». Τέλος, το [[μόριο]] <i>τε</i> διατηρείται και στη Νέα Ελληνική στους τ. [[είτε]], [[μήτε]], [[ούτε]], <i>ώστε</i>].
|mltxt=ΝΜΑ<br />(ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται [[αντί]] του <i>και</i>, στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ. [[ιδίως]] σε προτάσεις που περιέχουν δύο <i>και</i>, [[αντί]] του πρώτου (α. «[[είναι]] [[άριστος]] [[γνώστης]] της τε αρχαίας και της νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν τε λύειν», Γεωπ.<br />γ. «Ζεῡ ἄλλοι τε θεοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται: 1. α) επαναλαμβανόμενο <i>τε</i>... <i>τε</i>: όταν οι συνδεόμενες λέξεις [[είναι]] ισοδύναμες και η [[σύνδεση]] [[είναι]] χαλαρή (α. «πατὴρ ἀνδρῶν τε θεών τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «δίψῃ τε λιμῷ τε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[αντί]] του <i>μὲν</i>...<i>δέ</i>, όταν τα δύο μέρη θεωρούνται ενιαία και όχι [[χωριστά]] ή σε [[αντιδιαστολή]] [[μεταξύ]] τους («κόμισαί τέ με δὸς δὲ μοι ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντί]] του <i>ἤ</i> («ἀπόρως εἶχε... δοῡναί τε μὴ δοῡναί τε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> με το <i>ἤ</i> (α. «καλῶν τε ἴδριν ἄλλον ἤ δύναμιν κυριώτερον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[ὥστε]] γὰρ ἤ παῑδες νεαροί, χῆραί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> προκειμένου να συνδέσει δύο προτάσεις από τις οποίες η μία [[είναι]] αρνητική και η [[άλλη]] καταφατική (α. «ἐκκλησίαν τε οὐκ ἐποίει..., τήν τε πόλιν ἐφύλασσε», <b>Θουκ.</b><br />β. «οὐχ ἡσύχαζον... παρεκάλουν τε τοὺς ξυμμάχους», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἵνα μή τι διαφύγῃ ἡμᾱς, εἴ τέ τι βούλει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> με το <i>δέ</i>, όταν η [[σύνταξη]] γίνεται [[κατά]] ανακόλουθο [[σχήμα]] («ἐσθὰς ἀμφότερόν νιν ἔχεν, ἅ τε... [[ἐπιχώριος]]..., ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> με το μέν («ἄνδρα μέν... τρεῑς τε κασιγνήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μαζί]] με το <i>καὶ</i> προκειμένου να δηλώσει: α) στενή [[σχέση]] (α. «εὖ τε καὶ χεῑρον», <b>Θουκ.</b><br />β. «βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται», <b>Θουκ.</b><br />γ. «διαστήτην... [[Ἀτρείδης]] τε... καὶ δῑος [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) χρονική [[σύμπτωση]] («[[μεσαμβρίη]] τέ ἐστι καὶ τὸ [[κάρτα]] γίγνεται ψυχρόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) άμεσο [[αποτέλεσμα]] («ἐπαύσατό τε ὁ [[ἄνεμος]] καὶ τὸ κῡμα ἔστρωτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) τις σημασίες: i) τόσο... όσο... («[[κάκιστος]] νῦν τε καὶ [[πάλαι]] δοκεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br />ii) ή... ή, [[είτε]]... [[είτε]] («θεοῡ τε... θέλοντος καὶ μὴ θέλοντος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στους επικ. ποιητές) [[μαζί]] με το <i>ἠδέ</i> ή <i>ἰδέ</i> με τη [[σημασία]]: ή... ή, [[είτε]]... [[είτε]] (α. «σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «χαλκόν τε ἰδὲ λόφον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />II. (ως [[μόριο]])<br /><b>1.</b> (στους επικ. ποιητές) προσάπτεται σε άλλα μόρια ή αντωνυμίες, απλό ή επαναλαμβανόμενο, προκειμένου να δηλώσει: α) [[ισότητα]] [[μεταξύ]] δύο αντιθέτων («κραιπνότερος μὲν γὰρ τε [[νόος]], λεπτὴ δὲ τε [[μῆτις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (με αναφορικά) τη [[σημασία]]: ακριβώς όπου... («[[ἰσχίον]] [[ἔνθα]] τε [[μηρός]] ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]]: ομοίως, [[πάλι]] («σὺ ὦν [[ἐμοί]], καὶ γὰρ περὶ τῆς ναυμαχίης εὖ συνεβούλευας, νῦν τε...», <b>Ηρόδ.</b>)<br />III. (ως εγκλιτ.) όταν συνδέει λέξεις, τίθεται [[μετά]] τη [[λέξη]] η οποία πρόκειται να συνδεθεί, ενώ, όταν συνδέει προτάσεις, [[μετά]] την πρώτη [[λέξη]] της πρότασης η οποία πρόκειται να συνδεθεί, και ειδικότερα: 1. με γενική που προσδιορίζει τη [[λέξη]] στην οποία το <i>τε</i> λογικά ανήκει («αἰθέρι ναιῶν γαίης τ' ἐν ῥίζησι καὶ ἀνδράσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> με αναφορικό από το οποίο εξαρτάται όλη η [[πρόταση]] («[[ὥσπερ]] τε [[πόλις]] καὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> με [[πρόθεση]] που αναφέρεται τόσο στη δεύτερη [[πρόταση]] όσο και στην πρώτη<br /><b>4.</b> με τη [[λέξη]] από την οποία εξαρτώνται δύο προτάσεις ή απαρέμφατα («ἤν ἐθέλωμέν τε μεῖναι καὶ μὴ... καταπροδοῡναι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το εγκλιτ. [[μόριο]] <i>τε</i> ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i> και αντιστοιχεί στα λατ. -<i>que</i>, αρχ. ινδ. -<i>ca</i>, γοτθ. -<i>h</i>, ενώ δεν έχει καμία [[σχέση]] με το [[επίθημα]] -<i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὅτε</i> [Ι], [[πότε]], [[τότε]]). <i>Ο</i> τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>qe</i>). Η [[χρήση]] του <i>τε</i> [[είναι]] συνδετική και, [[κυρίως]], παρατακτική. Στη Μυκηναϊκή, ο τ. <i>qe</i> αποτελεί τον βασικότερο παρατακτικό σύνδεσμο, [[αντί]] για το <i>καί</i> που δεν [[είναι]] [[ακόμη]] σε [[χρήση]], και χρησιμοποιείται, [[κυρίως]], ως ανεξάρτητο [[μόρφημα]] για τη [[σύνδεση]] ονομάτων, σπανιότερα δε συνάπτεται με το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ouqe</i>), απλό ή επαναλαμβανόμενο. Αργότερα, ο τ. <i>τε</i> απαντά [[συχνά]] [[συνημμένος]] με την αναφ. αντων. (<b>πρβλ.</b> <i>ὅς τε</i>), με άλλα μόρια (<b>πρβλ.</b> [[ἀλλά]] τε</i>, <i>γὰρ τε</i>, <i>δέ τε</i>, <i>καί τε</i>), [[ακόμα]] και σε μία ενιαία [[λέξη]] (<b>πρβλ.</b> [[οὔτε]]), [[απλός]] ή επαναλαμβανόμενος (<b>πρβλ.</b> <i>μή</i>... [[μήτε]], [[εἴτε]]... [[εἴτε]]). Κατά μία [[άποψη]] αρκετά πιθανή, το [[μόριο]] <i>τε</i> προσάπτεται στην αόρ. αντων. <i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τίς τε</i>, λατ. <i>quisque</i>) για να επιτείνει την [[έννοια]] της αοριστίας που αυτή εκφράζει. Κάποιοι [[μάλιστα]] έχουν υποστηρίξει και την πιθανή ετυμολ. [[σχέση]] του <i>τε</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>) με το <i>τις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>o</i> / <i>k</i><sup>w</sup><i>e</i>) μέσω μιας υποθετικής σημ. «[[κάπως]]» που αποδόθηκε στο [[μόριο]] <i>τε</i>. Λιγότερο πιθανή θεωρείται η [[άποψη]] ότι το <i>τε</i> δεν [[είναι]] μόνο συνδετικό [[μόριο]], [[αλλά]] και βεβαιωτικό με σημ. «όπως [[είναι]] γνωστό». Τέλος, το [[μόριο]] <i>τε</i> διατηρείται και στη Νέα Ελληνική στους τ. [[είτε]], [[μήτε]], [[ούτε]], <i>ώστε</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm