Anonymous

κυρώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυρῶ, -έω και [[κύρω]] (Α)<br /> <b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία, [[πέφτω]] [[επάνω]] («[[ἄλλοτε]] μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, [[ἄλλοτε]] δ' ἐσθλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[προσκρούω]]<br /> <b>3.</b> [[φθάνω]] έως... (α. «μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῡρον», <b>Καλλ.</b>)<br /> β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», <b>Σοφ.</b>)<br /> γ. «ἐπ' ἀκταῑς νιν κυρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>4.</b> (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία [[κρείσσων]] ἐκύρησεν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου («ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῡ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>8.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[πετυχαίνω]] το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν [[μαθών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> έχω επιτυχίες, [[ευημερώ]], [[προκόβω]]<br /> <b>11.</b> (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να [[είμαι]] (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br /> β. «φονέα σε [[φημί]]... κυρεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[πρός]]...» — αναφέρομαι σε [[κάτι]] («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῦντα», <b>Πολ.</b>)<br /> <b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κῠρ</i>-<i>yο</i>, με [[αντέκταση]] (<i>ῠ</i> > <i>ῦ</i>), ο δε τ. [[κυρώ]] [[είναι]] [[υστερογενής]] μεταπλασμένος τ. ενεστ. του [[κύρω]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[καιρός]] και <i>κυρίττω</i> δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. [[συγκυρία]].<br /><b>(II)</b><br /> κυρῶ, -όω (AM)<br /> <b>βλ.</b> [[κυρώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυρῶ, -έω και [[κύρω]] (Α)<br /> <b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία, [[πέφτω]] [[επάνω]] («[[ἄλλοτε]] μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, [[ἄλλοτε]] δ' ἐσθλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[προσκρούω]]<br /> <b>3.</b> [[φθάνω]] έως... (α. «μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῡρον», <b>Καλλ.</b>)<br /> β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», <b>Σοφ.</b>)<br /> γ. «ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>4.</b> (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία [[κρείσσων]] ἐκύρησεν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου («ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῡ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>8.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[πετυχαίνω]] το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν [[μαθών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> έχω επιτυχίες, [[ευημερώ]], [[προκόβω]]<br /> <b>11.</b> (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να [[είμαι]] (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br /> β. «φονέα σε [[φημί]]... κυρεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[πρός]]...» — αναφέρομαι σε [[κάτι]] («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῦντα», <b>Πολ.</b>)<br /> <b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κῠρ</i>-<i>yο</i>, με [[αντέκταση]] (<i>ῠ</i> > <i>ῦ</i>), ο δε τ. [[κυρώ]] [[είναι]] [[υστερογενής]] μεταπλασμένος τ. ενεστ. του [[κύρω]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[καιρός]] και <i>κυρίττω</i> δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. [[συγκυρία]].<br /><b>(II)</b><br /> κυρῶ, -όω (AM)<br /> <b>βλ.</b> [[κυρώνω]].
}}
}}