3,274,313
edits
(12) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἑνῶ, -όω)<br /><b>1.</b> από δύο ή περισσότερα [[απαρτίζω]] ένα, [[συναρμολογώ]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («[[πάντα]] η [[νίκη]], αν ενωθείτε, [[πάντα]] εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[παρασκευάζω]] από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό [[μίγμα]], χημική [[ένωση]]<br />(α. «[[ενώνω]] το [[οξυγόνο]] και το [[υδρογόνο]]» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται [[σῶμα]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συζευγνύω]]<br /><b>5.</b> [[συνδέω]] με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή [[φιλία]]» β. «οὐδὲν [[οὕτως]] συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με [[συρραφή]] ή [[συγκόλληση]] («[[ενώνω]] τα [[μανίκια]] με το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> (για τρεχούμενα νερά) [[συρρέω]], [[συμβάλλω]] («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> συναντιέμαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], συνουσιάζομαι, [[ζευγαρώνω]]<br /><b>4.</b> παντρεύομαι<br /><b>5.</b> [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>6.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά<br /><b>7.</b> [[συγκρούομαι]] («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)<br /><b>8.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[συναντώ]]<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἡνωμένον</i><br />το ον <b>(Δαμάσκ.)</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδυάζω]] ( | |mltxt=(AM ἑνῶ, -όω)<br /><b>1.</b> από δύο ή περισσότερα [[απαρτίζω]] ένα, [[συναρμολογώ]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («[[πάντα]] η [[νίκη]], αν ενωθείτε, [[πάντα]] εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[παρασκευάζω]] από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό [[μίγμα]], χημική [[ένωση]]<br />(α. «[[ενώνω]] το [[οξυγόνο]] και το [[υδρογόνο]]» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται [[σῶμα]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συζευγνύω]]<br /><b>5.</b> [[συνδέω]] με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή [[φιλία]]» β. «οὐδὲν [[οὕτως]] συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με [[συρραφή]] ή [[συγκόλληση]] («[[ενώνω]] τα [[μανίκια]] με το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> (για τρεχούμενα νερά) [[συρρέω]], [[συμβάλλω]] («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> συναντιέμαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], συνουσιάζομαι, [[ζευγαρώνω]]<br /><b>4.</b> παντρεύομαι<br /><b>5.</b> [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>6.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά<br /><b>7.</b> [[συγκρούομαι]] («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)<br /><b>8.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[συναντώ]]<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἡνωμένον</i><br />το ον <b>(Δαμάσκ.)</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδυάζω]] («ἑνοῦν | ||
τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[πραγματώνω]] τήν [[κατά]] τον Πλωτίνο [[ένωση]] με το [[θείο]]<br /><b>3.</b> (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ ἡνωμένοι</i><br />(για [[στράτευμα]]) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ασύντακτους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — [[ενταφιάζω]], [[θάβω]]<br /><b>5.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἡνωμένα</i> <b>(Λογγίν.)</b><br />ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό. | |||
}} | }} |