3,274,399
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ποιῶ]], [[ποιέω]], ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]], [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]] (α. «ὁ [[πάλαι]] ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί.<br />β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ<br />γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα [[γένος]] μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]], [[κάνω]] [[κάτι]] («πεποιηκότα πλείονα χρηστά... περὶ τὴν πόλιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιούμαι μνείαν» — [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]]<br />β) «ποιούμαι λόγον» — [[κάνω]] λόγο, [[ομιλώ]]<br />γ) «περὶ πολλού ποιούμαι τινα» — [[εκτιμώ]] κάποιον ή [[κάτι]] πολύ<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» — λέγεται για άτομα που ενεργούν παράλογα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ποιούμαι χρήσιν» — [[χρησιμοποιώ]]<br />β) «ποιούμαι εισήγησιν» — [[εισηγούμαι]]<br />γ) «ποιούμαι έκκλησιν» — επικαλούμαι<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[απόσταση]]) [[διανύω]], [[διατρέχω]] («παρασάγγας ποιησάμενος [[πέντε]] στρατοπεδεύεται», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[παράγω]] («ὁ δ' Ὑμηττὸς καὶ [[μέλι]] [[ἄριστον]] ποιεῖ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με χρόνο) [[περιμένω]] να φθάσει («ἐποίησαν μὲν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν» — άφησαν να περάσουν τα [[μεσάνυχτα]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περνώ]] τον χρόνο μου σε έναν [[τόπο]] ή σε μια [[κατάσταση]] («ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη [[πολλά]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για θεραπευτικό [[μέσο]]) [[φέρω]] [[αποτέλεσμα]] («ὁ χυλὸς αὐτῶν πρὸς ἀμβλυωπίαν ποιεῖ», Γεωπ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ποιοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] («ποιησάμενος ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρὸς ὀδυνᾶσθαι», Ζώσ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ [[παιδίον]]» και «ποιῶ παῖδα» ή «ποιοῦμαι [[παιδίον]]» και «ποιοῦμαι παῖδα» — [[τεκνοποιώ]], [[κάνω]] [[παιδί]] («[[παιδίον]]... οὐδεμία ποτὲ γυνὴ λέγεται ποιῆσαι [[δίχα]] κοινωνίας ἀνδρός», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτιάχνω [[κάτι]] με τα χέρια μου («ἐποίησε... βωμὸν καὶ ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προσφέρω]] («[[ὕδωρ]] ἀναγκαίως ἔχει τὸν θεὸν ποιῆσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκομίζω]], [[αποκομίζω]] («ἑπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους... χίλιους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[σχηματίζω]] («ποιεῖν ὀρθὰς γωνίας», Αρχιμ.)<br />β) [[πολλαπλασιάζω]] («ποιεῖν τὰ ιβ' ἐπὶ τὰ ε'», Ηρων.)<br /><b>5.</b> (για ποιητές και συγγραφείς) [[συνθέτω]], [[συγγράφω]] («τοῦ [[αὐτοῦ]] ἀνδρὸς [[εἶναι]] κωμῳδίαν και τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>(απολ.)</b> [[συντάσσω]] ποιήματα ως [[ποιητής]] («ὀρθῶς μοι δοκέει [[Πίνδαρος]] ποιῆσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[περιγράφω]] [[κάτι]] ή κάποιον με στίχους («ἐὰν τέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσι ποιῇ ἐὰν τε ἐν τραγῳδίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] [[κάτι]] ανύπαρκτο («[[ἅπαν]] δὲ ὄνομά ἐστιν, ἢ κύριον ἢ [[γλώττα]]... ἢ πεποιημένον ἢ ἐπεκτεταμένον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[προκαλώ]] ή [[προξενώ]] (α. «οἱ ποίησε γαλήνην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νόσους τε ποιεῖ καὶ πενίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα... παρασκευάζει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] («ποιῶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπορεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προμηθεύω]], [[παρέχω]] («[[λόγος]]... [[ἀργύριον]] τῷ λέγοντι ποιήσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εορτάζω]], [[πανηγυρίζω]] («πρὸς σὲ ποιῶ τὸ [[πάσχα]]», ΚΔ)<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) (σχετικά με [[συνέλευση]]) [[συγκαλώ]] (α. «ξύλλογον σφῶν αὐτῶν ποιήσαντες τὸν εἰωθότα λέγειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[Ζεὺς]] δὲ θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[δημόσια]] [[κηδεία]]) [[τελώ]]<br /><b>15.</b> [[μεταβάλλω]] την [[κατάσταση]] κάποιου («εἰ τοὺς Μήδους ἀσθενεῑς ποιήσειε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>16.</b> [[ορίζω]], [[εγκαθιστώ]] («ὁ ποιήσας τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών», ΠΔ)<br /><b>17.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε μια [[θέση]] («τάς... [[νοῦς]] ἐπὶ τοῦ ξηροῡ ἐποίησε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>18.</b> (σχετικά με στρατό) [[σχηματίζω]], [[συγκροτώ]] («ἐποίησαν ἕξ λόχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>19.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[θεωρώ]], [[πιστεύω]], [[κρίνω]] («[[πάλαι]] δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> [[υποθέτω]], [[δέχομαι]] ότι... («ποιῶ δ' ὑμᾶς... ἥκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>21.</b> [[θυσιάζω]] («τὸ [[μοσχάριον]] τῆς ἁμαρτίας ποιήσεις τῇ ἡμέρᾳ τοῦ καθαρισμοῦ», ΠΔ)<br /><b>22.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[[μοσχάριον]]... ἔδωκε τῷ [[παιδί]], καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό», ΠΔ)<br /><b>23.</b> <b>(απολ.)</b> [[ενεργώ]], [[πράττω]] («οὐδὲ δὴ ποιοῦντος καὶ πάσχοντος ἢ κινουμένου καὶ | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ποιῶ]], [[ποιέω]], ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]], [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]] (α. «ὁ [[πάλαι]] ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί.<br />β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ<br />γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα [[γένος]] μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]], [[κάνω]] [[κάτι]] («πεποιηκότα πλείονα χρηστά... περὶ τὴν πόλιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιούμαι μνείαν» — [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]]<br />β) «ποιούμαι λόγον» — [[κάνω]] λόγο, [[ομιλώ]]<br />γ) «περὶ πολλού ποιούμαι τινα» — [[εκτιμώ]] κάποιον ή [[κάτι]] πολύ<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» — λέγεται για άτομα που ενεργούν παράλογα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ποιούμαι χρήσιν» — [[χρησιμοποιώ]]<br />β) «ποιούμαι εισήγησιν» — [[εισηγούμαι]]<br />γ) «ποιούμαι έκκλησιν» — επικαλούμαι<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[απόσταση]]) [[διανύω]], [[διατρέχω]] («παρασάγγας ποιησάμενος [[πέντε]] στρατοπεδεύεται», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[παράγω]] («ὁ δ' Ὑμηττὸς καὶ [[μέλι]] [[ἄριστον]] ποιεῖ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με χρόνο) [[περιμένω]] να φθάσει («ἐποίησαν μὲν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν» — άφησαν να περάσουν τα [[μεσάνυχτα]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περνώ]] τον χρόνο μου σε έναν [[τόπο]] ή σε μια [[κατάσταση]] («ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη [[πολλά]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για θεραπευτικό [[μέσο]]) [[φέρω]] [[αποτέλεσμα]] («ὁ χυλὸς αὐτῶν πρὸς ἀμβλυωπίαν ποιεῖ», Γεωπ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ποιοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] («ποιησάμενος ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρὸς ὀδυνᾶσθαι», Ζώσ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ [[παιδίον]]» και «ποιῶ παῖδα» ή «ποιοῦμαι [[παιδίον]]» και «ποιοῦμαι παῖδα» — [[τεκνοποιώ]], [[κάνω]] [[παιδί]] («[[παιδίον]]... οὐδεμία ποτὲ γυνὴ λέγεται ποιῆσαι [[δίχα]] κοινωνίας ἀνδρός», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτιάχνω [[κάτι]] με τα χέρια μου («ἐποίησε... βωμὸν καὶ ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προσφέρω]] («[[ὕδωρ]] ἀναγκαίως ἔχει τὸν θεὸν ποιῆσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκομίζω]], [[αποκομίζω]] («ἑπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους... χίλιους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[σχηματίζω]] («ποιεῖν ὀρθὰς γωνίας», Αρχιμ.)<br />β) [[πολλαπλασιάζω]] («ποιεῖν τὰ ιβ' ἐπὶ τὰ ε'», Ηρων.)<br /><b>5.</b> (για ποιητές και συγγραφείς) [[συνθέτω]], [[συγγράφω]] («τοῦ [[αὐτοῦ]] ἀνδρὸς [[εἶναι]] κωμῳδίαν και τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>(απολ.)</b> [[συντάσσω]] ποιήματα ως [[ποιητής]] («ὀρθῶς μοι δοκέει [[Πίνδαρος]] ποιῆσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[περιγράφω]] [[κάτι]] ή κάποιον με στίχους («ἐὰν τέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσι ποιῇ ἐὰν τε ἐν τραγῳδίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] [[κάτι]] ανύπαρκτο («[[ἅπαν]] δὲ ὄνομά ἐστιν, ἢ κύριον ἢ [[γλώττα]]... ἢ πεποιημένον ἢ ἐπεκτεταμένον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[προκαλώ]] ή [[προξενώ]] (α. «οἱ ποίησε γαλήνην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νόσους τε ποιεῖ καὶ πενίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα... παρασκευάζει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] («ποιῶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπορεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προμηθεύω]], [[παρέχω]] («[[λόγος]]... [[ἀργύριον]] τῷ λέγοντι ποιήσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εορτάζω]], [[πανηγυρίζω]] («πρὸς σὲ ποιῶ τὸ [[πάσχα]]», ΚΔ)<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) (σχετικά με [[συνέλευση]]) [[συγκαλώ]] (α. «ξύλλογον σφῶν αὐτῶν ποιήσαντες τὸν εἰωθότα λέγειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[Ζεὺς]] δὲ θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[δημόσια]] [[κηδεία]]) [[τελώ]]<br /><b>15.</b> [[μεταβάλλω]] την [[κατάσταση]] κάποιου («εἰ τοὺς Μήδους ἀσθενεῑς ποιήσειε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>16.</b> [[ορίζω]], [[εγκαθιστώ]] («ὁ ποιήσας τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών», ΠΔ)<br /><b>17.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε μια [[θέση]] («τάς... [[νοῦς]] ἐπὶ τοῦ ξηροῡ ἐποίησε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>18.</b> (σχετικά με στρατό) [[σχηματίζω]], [[συγκροτώ]] («ἐποίησαν ἕξ λόχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>19.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[θεωρώ]], [[πιστεύω]], [[κρίνω]] («[[πάλαι]] δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> [[υποθέτω]], [[δέχομαι]] ότι... («ποιῶ δ' ὑμᾶς... ἥκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>21.</b> [[θυσιάζω]] («τὸ [[μοσχάριον]] τῆς ἁμαρτίας ποιήσεις τῇ ἡμέρᾳ τοῦ καθαρισμοῦ», ΠΔ)<br /><b>22.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[[μοσχάριον]]... ἔδωκε τῷ [[παιδί]], καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό», ΠΔ)<br /><b>23.</b> <b>(απολ.)</b> [[ενεργώ]], [[πράττω]] («οὐδὲ δὴ ποιοῦντος καὶ πάσχοντος ἢ κινουμένου καὶ κινοῦν | ||
τος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>μέσ.</b> α) [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου («σφῆκες... ἠέ μέλισσαι [[οἰκία]] ποιήσωνται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[δίνω]] [[παραγγελία]] να μού κάνουν [[κάτι]]<br />γ) πολλές φορές χρησιμοποιείται με αιτ. ουσ. περιφρ. [[αντί]] για ρ. της ίδιας ρίζας με το ουσ. [[έτσι]] ώστε να συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο με εκείνο, π.χ. i) «ποιοῦμαι ὁδὸν» — [[οδοιπορώ]]<br />ii) «ποιοῦμαι πλόον» — [[πλέω]]<br />iii) «ποιοῦμαι ὀργήν» — οργίζομαι<br />iv) «ποιοῦμαι ἐνέδραν» — [[ενεδρεύω]]<br />ν) «ποιοῦμαι κινδύνους» — [[κινδυνεύω]]<br /><b>25.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ <i>ποιῶν</i><br />ο [[πλάστης]], ο [[δημιουργός]]<br /><b>26.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιῶ τὸ [[ἐπίταγμα]]» — [[πληρώ]] τους απαιτούμενους όρους<br />β) «ποιῶ τὸ [[πρόβλημα]]» — [[επιτυγχάνω]] τη [[λύση]] του προβλήματος<br />γ) «πόλεμον ποιῶ» — [[εγείρω]] πόλεμο<br />δ) «πόλεμον ποιοῦμαι» — [[πολεμώ]]<br />ε) «εἰρήνην ποιῶ» — [[κάνω]] [[ειρήνη]] (για τους άλλους)<br />στ) «εἰρήνην ποιοῦμαι» — [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] (για τον εαυτό μου)<br />ζ) «εὖ ποιῶ» — [[ευεργετώ]]<br />η) «κακῶς ποιῶ» — [[κακοποιώ]]<br />θ) «μέγα ποιοῦμαι» — [[δίνω]] [[μεγάλη]] [[σημασία]] σε [[κάτι]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως πολύ σημαντικό<br />ι) «οὐκ ποιοῦμαι τι ἀνασχετὸν» ή «ού ἀνάσχετα ποιοῡμαί τι» — δεν [[ανέχομαι]], δεν [[υπομένω]]<br />ια) «[[ἕρμαιον]] ποιοῡμαί τι» — [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]]<br />ιβ) «δι' οὐδενὸς ποιοῡμαί τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου<br />ιγ) «ποιῶ [[βασιλέα]]» — [[εκτελώ]] τα καθήκοντα του βασιλιά<br />ιδ) «ποιῶ μουσικήν» — [[καταγίνομαι]] με τη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ποιῶ</i> / <i>ποιFέω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποίFεσε</i>, <i>ἐποίFεσε</i>) ανάγεται σε IE <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>- «[[συσσωρεύω]], [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>ci</i>-<i>n</i>-<i>oti</i> «[[συσσωρεύω]], [[τακτοποιώ]]». Το ρ. <i>ποιῶ</i> θεωρείται παράγωγο αμάρτυρου ουσ. <i>ποιFός</i>, που εμφανίζεται στα συνθ. σε -[[ποιός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αρτο</i>-[[ποιός]], <i>λογο</i>-[[ποιός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ποίημα]], [[ποίηση]], [[ποιητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ποιητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκποιώ]], [[εμποιώ]], [[μεταποιώ]], [[παραποιώ]], [[περιποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναποιώ]], [[αντιποιώ]], <i>αποποιώ</i>, <i>διαποιώ</i>, [[εισποιώ]], [[επιποιώ]], [[καταποιώ]], [[προεκποιώ]], [[προποιώ]], [[προσποιώ]], [[συμποιώ]], [[υποποιώ]]. (Για συνθ. με Β' συνθετικό -[[ποιός]] <b>βλ. λ.</b> -[[ποιός]])].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α [[ποιός]]<br />[[δίνω]] σε κάποιον [[ποιότητα]]. | |||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |