Anonymous

ἱππόβοτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]], για [[εκτροφή]] αλόγων («καὶ μᾱλλον [[ἐπήρατος]] ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από [[τόπο]] που τρέφει άλογα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ιππόβοτος</i><br />[[ιστορικός]] της φιλοσοφίας της αρχαιότητας [[κατά]] την [[εποχή]] του Αυγούστου ή του Τιβερίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>βοτος</i>, <i>μηλό</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[ἱππόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]], για [[εκτροφή]] αλόγων («καὶ μᾶλλον [[ἐπήρατος]] ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από [[τόπο]] που τρέφει άλογα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ιππόβοτος</i><br />[[ιστορικός]] της φιλοσοφίας της αρχαιότητας [[κατά]] την [[εποχή]] του Αυγούστου ή του Τιβερίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>βοτος</i>, <i>μηλό</i>-<i>βοτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm