Anonymous

τείχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῦνσ" to "οῦν σ"
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνσ" to "οῦν σ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τείχος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ψηλό, χτιστό [[οχύρωμα]], κατασκευασμένο [[γύρω]] από μια [[πόλη]] ή [[γύρω]] από μια [[άλλη]] [[τοποθεσία]] ή [[κατά]] [[μήκος]] τών συνόρων μιας χώρας με σκοπό την [[προστασία]] και την [[εξυπηρέτηση]] της άμυνάς της (α. «το [[τείχος]] του Θεοδοσίου» β. «καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον τῆσδε τῆς Βυζαντίδος», Πρόδρ.<br />γ. «τὰ τείχη Ἱεριχώ», ΚΔ.<br />δ. «Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]] (α. «[[πρεσβεία]] θερμὴ καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους [[πηγή]]... Θεοτόκε», Παρ. Καν.<br />β. «τεῑχος ἰσχυρὸν τὴν Ἀνδρονίκου ψυχὴν [[ἡγούμενος]]», Λιβάν.<br />γ. «ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῑχος πυρὸς [[κυκλόθεν]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αδιαπέραστος]] [[φραγμός]], αξεπέραστο [[εμπόδιο]] (α. «μεγάλα κι αψηλά [[τριγύρω]] μου έκτισαν τείχη»<br />Καβάφ.<br />β. «τὸ πεπρωμένον οὐ πῡρ, οὐ σιδηροῦνσχήσει τεῑχος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν την [[πόλη]] της Αθήνας του 5ου αιώνα με τον Πειραιά και το Φάληρο<br />β) «[[μακρόν]] [[τείχος]]» — ο [[μεταξύ]] τών [[μακρών]] τειχών [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Σινικό [[τείχος]]» ή «Μέγα Τείχος» — <b>βλ.</b> [[σινικός]]<br />β) «το [[τείχος]] τών θρήνων [ή τών δακρύων]» — [[σειρά]] ογκολίθων του δυτικού τείχους του ναού του Σολομώντος, [[ιερός]] [[τόπος]] τών Ισραηλιτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οχυρωμένος [[τόπος]], [[φρούριο]], [[κάστρο]] («παρέλαβε τὸ τεῑχος ἐν Μέμφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> περιτειχισμένη, οχυρωμένη [[πόλη]], [[κάστρο]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τοίχος]] ναού ή οικοδομήματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τειχέων κιθῶνες» — [[σειρά]] από τείχη (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «ξύλινον τεῑχος» <b>μτφ.</b> i) τα πλοία<br />ii) η νεκρική [[πυρά]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τεῖχος]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheiĝh</i>- (<b>πρβλ.</b> [[θιγγάνω]] / [[θίγω]], λατ. <i>tingo</i>) με αρχική σημ. «[[πλάθω]] από πηλό», από την οποία προέρχονται οι σημ. «[[συσσωρεύω]] [[χώμα]], [[κτίζω]] τοίχο από [[χώμα]] ή πηλό, [[πλάθω]] αγγεία» και αντιστοιχεί με το οσκικό <i>feihuss</i> «τείχη». Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>dhoigho</i>- της ίδιας ρίζας έχει σχηματιστεί ο τ. [[τοῖχος]] (για το [[ζεύγος]] [[τεῖχος]]: [[τοῖχος]], <b>πρβλ.</b> [[γένος]]: [[γόνος]], [[τέκος]]: [[τόκος]]), ο [[οποίος]] διαφέρει σημασιολογικά από τη λ. [[τεῖχος]] και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>deh</i><i>ī</i> «[[τοίχος]]», γοτθ. <i>daigs</i> «[[ζυμάρι]], [[πάστα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τειχίζω]], [[τειχίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχάριον]], [[τειχήεις]], [[τειχήρης]], [[τειχητός]], [[τειχικός]], [[τειχιόεις]], [[τειχύδριον]], [[τειχώ]], [[τείχωμα]], [[τειχωτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεώτης]], [[τειχίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[τειχομαχώ]], [[τειχοποιός]], [[τειχοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχεσιπλήτης]], [[τειχοδόμος]], [[τειχοκαταλύτης]], [[τειχοκρατώ]], [[τειχολέτις]], [[τειχομελής]], [[τειχοσεισμοποιός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τειχοφύλαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεσιπλήκτης]], [[τειχοκρουστώ]], [[τειχόπυργος]], [[τειχοσείστης]], [[τειχουργία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιτειχής]], [[δυωδεκατειχής]], [[επτατειχής]], [[ευτειχής]], [[λινοτειχής]], [[μελαντειχής]], [[χαλκοτειχής]]].
|mltxt=το / [[τείχος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ψηλό, χτιστό [[οχύρωμα]], κατασκευασμένο [[γύρω]] από μια [[πόλη]] ή [[γύρω]] από μια [[άλλη]] [[τοποθεσία]] ή [[κατά]] [[μήκος]] τών συνόρων μιας χώρας με σκοπό την [[προστασία]] και την [[εξυπηρέτηση]] της άμυνάς της (α. «το [[τείχος]] του Θεοδοσίου» β. «καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον τῆσδε τῆς Βυζαντίδος», Πρόδρ.<br />γ. «τὰ τείχη Ἱεριχώ», ΚΔ.<br />δ. «Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]] (α. «[[πρεσβεία]] θερμὴ καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους [[πηγή]]... Θεοτόκε», Παρ. Καν.<br />β. «τεῑχος ἰσχυρὸν τὴν Ἀνδρονίκου ψυχὴν [[ἡγούμενος]]», Λιβάν.<br />γ. «ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῑχος πυρὸς [[κυκλόθεν]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αδιαπέραστος]] [[φραγμός]], αξεπέραστο [[εμπόδιο]] (α. «μεγάλα κι αψηλά [[τριγύρω]] μου έκτισαν τείχη»<br />Καβάφ.<br />β. «τὸ πεπρωμένον οὐ πῡρ, οὐ σιδηροῦν σχήσει τεῑχος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν την [[πόλη]] της Αθήνας του 5ου αιώνα με τον Πειραιά και το Φάληρο<br />β) «[[μακρόν]] [[τείχος]]» — ο [[μεταξύ]] τών [[μακρών]] τειχών [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Σινικό [[τείχος]]» ή «Μέγα Τείχος» — <b>βλ.</b> [[σινικός]]<br />β) «το [[τείχος]] τών θρήνων [ή τών δακρύων]» — [[σειρά]] ογκολίθων του δυτικού τείχους του ναού του Σολομώντος, [[ιερός]] [[τόπος]] τών Ισραηλιτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οχυρωμένος [[τόπος]], [[φρούριο]], [[κάστρο]] («παρέλαβε τὸ τεῑχος ἐν Μέμφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> περιτειχισμένη, οχυρωμένη [[πόλη]], [[κάστρο]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τοίχος]] ναού ή οικοδομήματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τειχέων κιθῶνες» — [[σειρά]] από τείχη (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «ξύλινον τεῑχος» <b>μτφ.</b> i) τα πλοία<br />ii) η νεκρική [[πυρά]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τεῖχος]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheiĝh</i>- (<b>πρβλ.</b> [[θιγγάνω]] / [[θίγω]], λατ. <i>tingo</i>) με αρχική σημ. «[[πλάθω]] από πηλό», από την οποία προέρχονται οι σημ. «[[συσσωρεύω]] [[χώμα]], [[κτίζω]] τοίχο από [[χώμα]] ή πηλό, [[πλάθω]] αγγεία» και αντιστοιχεί με το οσκικό <i>feihuss</i> «τείχη». Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>dhoigho</i>- της ίδιας ρίζας έχει σχηματιστεί ο τ. [[τοῖχος]] (για το [[ζεύγος]] [[τεῖχος]]: [[τοῖχος]], <b>πρβλ.</b> [[γένος]]: [[γόνος]], [[τέκος]]: [[τόκος]]), ο [[οποίος]] διαφέρει σημασιολογικά από τη λ. [[τεῖχος]] και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>deh</i><i>ī</i> «[[τοίχος]]», γοτθ. <i>daigs</i> «[[ζυμάρι]], [[πάστα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τειχίζω]], [[τειχίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχάριον]], [[τειχήεις]], [[τειχήρης]], [[τειχητός]], [[τειχικός]], [[τειχιόεις]], [[τειχύδριον]], [[τειχώ]], [[τείχωμα]], [[τειχωτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεώτης]], [[τειχίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[τειχομαχώ]], [[τειχοποιός]], [[τειχοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχεσιπλήτης]], [[τειχοδόμος]], [[τειχοκαταλύτης]], [[τειχοκρατώ]], [[τειχολέτις]], [[τειχομελής]], [[τειχοσεισμοποιός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τειχοφύλαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεσιπλήκτης]], [[τειχοκρουστώ]], [[τειχόπυργος]], [[τειχοσείστης]], [[τειχουργία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιτειχής]], [[δυωδεκατειχής]], [[επτατειχής]], [[ευτειχής]], [[λινοτειχής]], [[μελαντειχής]], [[χαλκοτειχής]]].
}}
}}