Anonymous

μυγμός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυγμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ήχος]] που παράγεται από τη [[μύτη]] με κλειστό το [[στόμα]], [[μούγκρισμα]], [[βογγητό]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) ο [[ήχος]] που παράγει το [[ψάρι]] [[γλάνις]] («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν<br />ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ μυγμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[προφορά]] του φθόγγου <i>μυ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυγ</i>- του [[μύζω]] (Ι) «[[μουγκρίζω]], [[βογγώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μος</i>, με παρλλ. τ. [[μυχμός]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[επίθημα]] -<i>smo</i>-)].
|mltxt=[[μυγμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ήχος]] που παράγεται από τη [[μύτη]] με κλειστό το [[στόμα]], [[μούγκρισμα]], [[βογγητό]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) ο [[ήχος]] που παράγει το [[ψάρι]] [[γλάνις]] («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν<br />ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῖ καὶ μυγμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[προφορά]] του φθόγγου <i>μυ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυγ</i>- του [[μύζω]] (Ι) «[[μουγκρίζω]], [[βογγώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μος</i>, με παρλλ. τ. [[μυχμός]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[επίθημα]] -<i>smo</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm