3,274,399
edits
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />) ὅ (Α)<br />(αρσ. της αναφ. αντων., [[αντί]] <i>ὅς</i>) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>.<br /> <b>(II)</b><br />ὅ (Α)<br />(ουδ. της αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>.<br /> <b>(III)</b><br />ὄ ὄ ὄ (Α)<br />σχετλιαστικό [[επιφώνημα]].<br /> η, το (ΑΜ ὁ, ἡ το, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ)<br />Ι. ΚΛΙΣΗ: Α' (<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> (γεν. <i>του</i>, <i>της</i>, <i>του</i> (τοῦ, τῆς, τοῦ), ιδιωμ. τ. θηλ. <i>τση</i>, επικ. τ. αρσ. και ουδ. <i>τοῑο</i>, δωρ. τ. θηλ. τὰς<br /><b>2.</b> <b>δοτ.</b> <i>τῷ</i>, <i>τῇ</i>, <i>τῷ</i>, αιολ. και δωρ. τ. θηλ. <i>τᾷ</i><br /><b>3.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>τον</i>, <i>την</i>, <i>το</i> (<i>τον</i>, <i>τήν</i>, <i>το</i>), δωρ. τ. θηλ. <i>τάν</i><br />Β' <b>στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> <i>οι</i>, <i>αι</i>, <i>τα</i> (<i>οἱ</i>, <i>αἱ</i>, <i>τά</i>), νεοελλ. τ. θηλ. <i>οι</i>, επικ. και δωρ. τ. αρσ. <i>τοί</i>, επικ. και δωρ. τ. θηλ. <i>ταί</i><br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> <i>τών</i> (<i>τῶν</i>), επικ. και βοιωτ. τ. [[τάων]]<br /><b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τοῑς</i>, <i>ταῑς</i>, <i>τοῑς</i>, επικ. και αττ. ποιητ. τ. αρσ. και ουδ. <i>τοῑσι</i>, επικ. και αττ. ποιητ. τ. θηλ. <i>ταῑσι</i>, ιων. και αρχ. αττ. τ. θηλ. <i>τῇσι</i> και <i>τῇς</i><br /><b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>τους</i>, <i>τας</i>, <i>τα</i> (<i>τους</i>, <i>τὰς</i>, <i>τά</i>), νεοελλ. τ. θηλ. <i>τις</i> και <i>τες</i>, ιδιωμ. τ. αρσ. <i>τσι</i><br /><i>Γ</i>' (στον δυϊκ.)<br /><b>1.</b> (ονομ. και αιτ.) αρσ. <i>τώ</i>, σπάν. τ. θηλ. <i>τά</i>, <i>ουδ</i>. <i>τώ</i><br /><b>2.</b> (γεν. και δοτ.) αρσ. <i>τοῑν</i>, σπάν. τ. θηλ. <i>ταῑν</i>, ουδ. <i>τοῑν</i><br />II. ΣΗΜ. (<i>οριστικό [[άρθρο]] της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής, το οποίο αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική)<br /><b>1.</b> προτάσσεται σε κοινά προσηγορικά, επίθετα ή μετοχές, προκειμένου να ορίσει [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]], αντιδιαστέλλοντάς το [[προς]] τη γενική και αόριστη έννοιά του, ή για να μερικεύσει και να εξατομικεύσει την [[έννοια]] ενός είδους, διακρίνοντάς το από τα άλλα είδη, ή για να δώσει διανεμητική [[έννοια]], [[αντί]] του [[κάθε]], [[έκαστος]] (α. «δώσε μου την [[εφημερίδα]]» β. «ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ον [[λογικό]]» γ. «πληρώνουμε χίλιες δραχμές τον [[μήνα]]» δ. «μόχλωσον τὴν θύραν», <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «καὶ λέγει αὐτοῑς<br />ἴδε ὁ [[ἄνθρωπος]]», ΚΔ<br />στ. «μισθὸν φέροντας δύο δραχμάς τῆς ἡμέρας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ουσιαστικοποιεί γενικά [[κάθε]] [[μέρος]] του λόγου, [[ακόμη]] και ολόκληρη [[πρόταση]] (α. «το [[είναι]]» β. «θα αντέξουμε στην οποιαδήποτε [[στέρηση]]» γ. «το τί θα [[κάνω]] [[είναι]] δική μου [[υπόθεση]]» δ. «ποθεῑς τὸν οὐ παρόντα», <b>Αριστοφ.</b> ε. «πῶς ἄν ὁ | |mltxt=<b>(I)</b><br />) ὅ (Α)<br />(αρσ. της αναφ. αντων., [[αντί]] <i>ὅς</i>) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>.<br /> <b>(II)</b><br />ὅ (Α)<br />(ουδ. της αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>.<br /> <b>(III)</b><br />ὄ ὄ ὄ (Α)<br />σχετλιαστικό [[επιφώνημα]].<br /> η, το (ΑΜ ὁ, ἡ το, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ)<br />Ι. ΚΛΙΣΗ: Α' (<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> (γεν. <i>του</i>, <i>της</i>, <i>του</i> (τοῦ, τῆς, τοῦ), ιδιωμ. τ. θηλ. <i>τση</i>, επικ. τ. αρσ. και ουδ. <i>τοῑο</i>, δωρ. τ. θηλ. τὰς<br /><b>2.</b> <b>δοτ.</b> <i>τῷ</i>, <i>τῇ</i>, <i>τῷ</i>, αιολ. και δωρ. τ. θηλ. <i>τᾷ</i><br /><b>3.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>τον</i>, <i>την</i>, <i>το</i> (<i>τον</i>, <i>τήν</i>, <i>το</i>), δωρ. τ. θηλ. <i>τάν</i><br />Β' <b>στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> <i>οι</i>, <i>αι</i>, <i>τα</i> (<i>οἱ</i>, <i>αἱ</i>, <i>τά</i>), νεοελλ. τ. θηλ. <i>οι</i>, επικ. και δωρ. τ. αρσ. <i>τοί</i>, επικ. και δωρ. τ. θηλ. <i>ταί</i><br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> <i>τών</i> (<i>τῶν</i>), επικ. και βοιωτ. τ. [[τάων]]<br /><b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τοῑς</i>, <i>ταῑς</i>, <i>τοῑς</i>, επικ. και αττ. ποιητ. τ. αρσ. και ουδ. <i>τοῑσι</i>, επικ. και αττ. ποιητ. τ. θηλ. <i>ταῑσι</i>, ιων. και αρχ. αττ. τ. θηλ. <i>τῇσι</i> και <i>τῇς</i><br /><b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> <i>τους</i>, <i>τας</i>, <i>τα</i> (<i>τους</i>, <i>τὰς</i>, <i>τά</i>), νεοελλ. τ. θηλ. <i>τις</i> και <i>τες</i>, ιδιωμ. τ. αρσ. <i>τσι</i><br /><i>Γ</i>' (στον δυϊκ.)<br /><b>1.</b> (ονομ. και αιτ.) αρσ. <i>τώ</i>, σπάν. τ. θηλ. <i>τά</i>, <i>ουδ</i>. <i>τώ</i><br /><b>2.</b> (γεν. και δοτ.) αρσ. <i>τοῑν</i>, σπάν. τ. θηλ. <i>ταῑν</i>, ουδ. <i>τοῑν</i><br />II. ΣΗΜ. (<i>οριστικό [[άρθρο]] της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής, το οποίο αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική)<br /><b>1.</b> προτάσσεται σε κοινά προσηγορικά, επίθετα ή μετοχές, προκειμένου να ορίσει [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]], αντιδιαστέλλοντάς το [[προς]] τη γενική και αόριστη έννοιά του, ή για να μερικεύσει και να εξατομικεύσει την [[έννοια]] ενός είδους, διακρίνοντάς το από τα άλλα είδη, ή για να δώσει διανεμητική [[έννοια]], [[αντί]] του [[κάθε]], [[έκαστος]] (α. «δώσε μου την [[εφημερίδα]]» β. «ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ον [[λογικό]]» γ. «πληρώνουμε χίλιες δραχμές τον [[μήνα]]» δ. «μόχλωσον τὴν θύραν», <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «καὶ λέγει αὐτοῑς<br />ἴδε ὁ [[ἄνθρωπος]]», ΚΔ<br />στ. «μισθὸν φέροντας δύο δραχμάς τῆς ἡμέρας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ουσιαστικοποιεί γενικά [[κάθε]] [[μέρος]] του λόγου, [[ακόμη]] και ολόκληρη [[πρόταση]] (α. «το [[είναι]]» β. «θα αντέξουμε στην οποιαδήποτε [[στέρηση]]» γ. «το τί θα [[κάνω]] [[είναι]] δική μου [[υπόθεση]]» δ. «ποθεῑς τὸν οὐ παρόντα», <b>Αριστοφ.</b> ε. «πῶς ἄν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> επιθετοποιεί διαφόρους προσδιορισμούς κάνοντας τους ισοδύναμους με τους [[κυρίως]] επιθετικούς προσδιορισμούς («ο [[κάτω]] [[κόσμος]]»)<br /><b>4.</b> προτάσσεται σε αναφορική [[πρόταση]], προκειμένου να τήν συμπτύξει σε μία [[ιδέα]] («τῇ ᾗ φὴς σὺ σκληρότητι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε ελλειπτικές προτάσεις) α) προτάσσεται στη γενική κύριου ονόματος για [[δήλωση]] καταγωγής, συγγενικής ή άλλης σχέσης που υπονοείται από τα συμφραζόμενα («[[Θουκυδίδης]] ὁ Ὀλόρου», <b>Θουκ.</b>)<br />β) προτάσσεται σε [[λέξη]] ή [[φράση]] για να δηλώσει [[κάθε]] είδους [[σχέση]] (α. «τὰ τοῦ θεοῡ» β. «τὸ τῆς πόλεως» γ. «οἱ ἐξ αἵματος» δ. «τὰ τῆς τύχης»)<br /><b>6.</b> το [[άρθρο]] παραλείπεται: α) όταν η [[έννοια]] του ονόματος που πρόκειται να δηλωθεί [[είναι]] γενική ή αόριστη (α. «πάσχει από [[μεγαλομανία]]» β. «[[παιδεία]] μὲν οὖν φέρει καὶ νίκην, [[νίκη]] δ' [[ἐνίοτε]] ἀπαιδευσίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) από το [[κατηγορούμενο]] όταν αυτό δηλώνει μία νέα [[ιδιότητα]] ή μία [[έννοια]] άγνωστη [[προηγουμένως]] («έπεσε [[ξερός]]»)<br />γ) από τα ονόματα που δηλώνουν το [[αντικείμενο]] της γεύσης, όσφρησης, αγοράς ή πώλησης (α. «πωλείται [[οικόπεδο]]» β. «τρώει πορτοκάλια» γ. «[[ὅστις]] λωτοῑο φάγοι μελιηδέα καρπόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) από τα γνωμικά, τα αποφθέγματα και τις παροιμίες («[[χρόνος]] δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν [[μόνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) από δύο ή περισσότερα ονόματα όταν αυτά [[είναι]] [[έτσι]] συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους ώστε να αποτελούν μία [[έννοια]], μία [[ολότητα]] («πίστιν, [[πατρίδα]] ἠρνήσατο καὶ συγγενεῑς και φίλους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ μὲν... τὸ δέ» — εν μέρει μεν... εν μέρει δε, αφ' ενός μεν... αφ' ετέρου δε<br />β) «πρὸ τοῦ» και, ενωμένο, «[[προτού]]» και, νεοελλ. «αποπροτού» — πρωτύτερα, [[πριν]] από αυτό, [[προηγουμένως]]<br />γ) «το και το»<br />(ως στερεότυπη [[έκφραση]] σε [[αφήγηση]]) αυτό κι αυτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προτάσσεται σε ονόματα που δηλώνουν: α) καταστάσεις, έννοιες, όντα ή φαινόμενα που [[είναι]] παγκοίνως γνωστά (α. «με γέλασεν η [[χαραυγή]], τ' άστρι και το [[φεγγάρι]]», Πολίτ.<br />β. «ρίξε στους κάμπους τη [[βροχή]] και στα βουνά το [[χιόνι]]», Πολίτ.)<br />β) πρόσωπα συγγενικά («χάνει η [[μάννα]] το [[παιδί]] και το [[παιδί]] τη [[μάννα]]»)<br /><b>2.</b> πολύ [[συχνά]] χρησιμοποιείται πλεοναστικά («τά 'μαθές τα νέα;»)<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) (ως <i>δεικτική [[αντωνυμία]])<br /><b>1.</b> α) αυτός εδώ, [[εκείνος]] [[εκεί]] («οἱ δὲ δίκας διδοῡσι, τοῑσι τέθηλε [[πόλις]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (με ουσ. για να εντείνει την [[προσοχή]] σε αυτό) αυτός εδώ ο [[γνωστός]], [[εκείνος]] ο [[γνωστός]] («τὸν Χρύσην ἠτίμησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[δήλωση]] και προσδιορισμό προσώπου ή πράγματος, προκειμένου να δώσει σε αυτό [[έμφαση]] («[[τιμῆς]] τῆς Πριάμου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε ιδιάζουσα [[χρήση]], [[κατά]] την οποία επαναλαμβάνεται το [[άρθρο]] [[μετά]] το όνομα που συνοδεύει, [[πριν]] από την αναφορική [[αντωνυμία]] <i>ὅς</i>, [[ὅσος]], [[οἷος]] η οποία ακολουθεί, [[κατά]] το [[φαινόμενο]] του πλεονασμού, για να εντείνει την [[προσοχή]] στο προηγούμενο όνομα («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, τῶν, ὅσσοι Λυκίην ναιετάουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> ορισμένες πτώσεις επιρρηματικώς: α) (η δοτ. του θηλ.) <i>τῇ</i><br />i) σε αυτό τον [[τόπο]]<br />ii) [[προς]] αυτή την [[κατεύθυνση]]<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο («τῇ μέν... τῇ δέ» — [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο)<br />iv) (με αναφορική σημ.) απ' όπου («[[εἴσατο]] γὰρ [[νηῶν]] έπ' ἀριστερά, [[τῇπερ]] Ἀχαιοὶ ἐκ πεδίου νίσσοντο», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br />β) (η δοτ. του ουδ.) <i>τῷ</i><br /><i>i</i>) ως εκ τούτου, όθεν («τῷ τοι... μᾶλλον [[σκεπτέον]] καὶ ἐξ ἀρχῆς», Πλατ.)<br />ii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]]<br />γ) (η γεν. του ουδ.) <i>τοῦ</i><br />[[λοιπόν]]<br />δ) η αιτ. του ουδ.) <i>το</i><br />γι' αυτό («τὸ και κλαίουσα τέτηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> όταν προτάσσεται σε υπερθετικά, επιτείνει τη [[σημασία]] τους («ἐν τοῑσι θειότατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁ καὶ ὁ», «ἡ καὶ ἡ», «τὸ και τὸ» — και αυτός και [[εκείνος]], και αυτός και ο [[άλλος]]<br />(II) ως <i>αναφορική [[αντωνυμία]] [[αντί]] του <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> («ἦν [[Κανδαύλης]], τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />(IΙΙ) ([[κράση]] του <i>άρθρου</i>)<br /><b>1.</b> με το ἄ τρέπεται σε <i>ά</i> (ὁ [[ἀνήρ]] - <i>ἁνήρ</i>, <i>τὰ ἄκίνητα τἀκίνητα</i>, <i>τῷ ἀγαθῷ</i> - <i>τ</i>'<i>ἀγαθῷ</i>)<br /><b>2.</b> με το <i>αι</i> τρέπεται σε ᾳ (<i>τὸ αἴτιον</i>- [[τᾄτιον]])<br /><b>3.</b> οι τ. <i>ὁ</i>, <i>το</i>, <i>οἱ</i>, [[καθώς]] και η γεν. <i>τοῦ</i>, με το <i>ε</i> τρέπονται σε <i>ου</i> (<i>ὁ ἐπὶ</i> - [[οὑπί]], τὸ [[ἔργον]] - [[τοὖργον]], ή [[τοὖργον]], <i>οἱ ἐπιχώριοι</i> - <i>οὑπιχώριοι</i>, <i>τοῦ ἐμοῡ</i> - <i>τοὐμοῡ</i>), [[αλλά]] και κατ' [[εξαίρεση]] σε α (ὁ [[ἕτερος]] - [[ἅτερος]], <i>τὸ ἕτερον θἄτερον</i>)<br /><b>4.</b> το θηλ. <i>η</i> με το <i>ε</i> με [[κράση]] γίνονται <i>η</i> (<i>ἡ ἑτέρα</i> - [[ἡτέρα]], <i>τῇ ἑτέρᾳ</i> -<i>θἠτέρᾳ</i><br /><b>5.</b> η δοτ. τῷ χάνει το υπογεγραμμένο <i>ι</i> (<i>τῷ ἐμῷ</i> - <i>τὠμῷ</i>)<br /><b>6.</b> οι τ. ὁ, <i>τὸ</i> με το <i>ο</i> τρέπονται σε <i>ου</i> (ὁ [[Ὀλύμπιος]] - <i>Οὑλύμπιος</i>)<br /><b>7.</b> οι τ. <i>ὁ</i>, <i>τὸ</i> με το <i>αυ</i> τρέπονται σε <i>ᾱυ</i> (<i>τὸ αὐτό</i> - [[ταὐτό]])<br /><b>8.</b> το ἡ με το <i>ευ</i> τρέπεται σε <i>ηυ</i> (ἡ [[εὐλάβεια]] - <i>ηὑλάβεια</i>)<br /><b>9.</b> η δοτ. <i>τῇ</i> με το <i>η</i> τρέπεται σε <i>θἠ</i> (<i>τῇ ἡμερᾳ</i> -<i>θἠμέρᾳ</i>)<br /><b>10.</b> ο τ. <i>το</i> με το <i>υ</i> τρέπεται σε <i>θου</i> (τὸ [[ὕδωρ]] - <i>θοὔδωρ</i>)<br /><b>11.</b> σε μερικές διαλέκτους η [[κράση]] γίνεται [[κατά]] τους νόμους της συναίρεσης που επικρατούν σ' αυτές (ὁ [[ἔλαφος]]<br />δωρ. <i>ὥλαφος</i>, <i>ἡ αὐτή</i> - <i>ωὑτή</i>)<br /><b>12.</b> από το [[άρθρο]] ως δεικτ. [[αντωνυμία]] σχηματίζονται οι αντωνυμίες <i>ὅγε</i>, <i>ἥγε</i>, <i>τόγε</i>, <i>ὅδε</i>, <i>ἥδε</i>, [[τόδε]], <i>ὁδί</i>, <i>ἡδί</i>, [[τοδί]], <i>ὅ</i>(<i>σ</i>)<i>περ</i>, <i>ἥπερ</i>, [[ὅπερ]], <i>ὅ</i>(<i>σ</i>)<i>τε</i>, <i>ἥτε</i>, <i>ὅτε</i>, <i>ὅ</i>(<i>σ</i>)<i>τις</i>, <i>ἥτις</i>, <i>ὅ</i>, <i>τι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[θέμα]] του οριστικού άρθρου <i>ὁ</i> / <i>ἡ</i> / <i>το</i> παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] ανά [[γένος]], [[πτώση]] και αριθμό. Η ονομ. εν. του αρσενικού και θηλυκού <i>ο</i> / <i>η</i> αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>sa</i>(<i>sah</i>), <i>s</i><i>ā</i>, γοτθ. <i>sa</i>, <i>s</i><i>ō</i> και ανάγεται σε IE <i>so</i>(<i>s</i>) / <i>s</i><i>ā</i>. To ουδ. του εν. και πληθ. <i>το</i>, <i>τά</i> αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>tad</i>, <i>t</i><i>ā</i><i>ni</i> και ανάγεται σε IE <i>tod</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>τo</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-), <b>πρβλ.</b> λατ. <i>is</i>-<i>te</i>, <i>is</i>-<i>ta</i>, <i>is</i>-<i>tud</i>, αρχ. σλαβ. <i>tu</i>, <i>ta</i>, <i>to</i> (<b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοῖος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]). Άρα: αρσ. <i>so</i>(<i>s</i>) = <i>ὁ</i> (με δάσυνση του αρκτικού <i>s</i>-), θηλ. <i>s</i><i>ā</i>=<i>a</i> / (<i>ἡ</i> και ουδ. <i>tod</i> = <i>το</i> (με σίγηση στην Πρωτοελληνική του ληκτικού κλειστού). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με αρκτικό οδοντικό [[σύμφωνο]] ανάγονται [[επίσης]] οι υπόλοιπες πτώσεις του εν. και πληθ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. γεν. πληθ. <i>t</i><i>ā</i><i>s</i><i>ā</i><i>m</i>), ο [[δυϊκός]] [[αριθμός]] και οι αρχαίοι τ. <i>τοί</i>, <i>ταί</i> της ονομ. του πληθ. του αρσενικού και θηλυκού (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. ονομ. πληθ. <i>t</i><i>ē</i>, <i>t</i><i>ā</i><i>h</i>) που μαρτυρούνται σε [[τμήμα]] της αιολικής διαλέκτου και γενικά σε όλη την [[ομάδα]] των δυτικών διαλέκτων [[εκτός]] από την [[Κρήτη]]. Οι τ. της ονομ. πληθ. <i>οἱ</i>, <i>αἱ</i> που επικράτησαν τελικά στην Ιωνική, Αττική, Αρκαδική, Κυπριακή και Λεσβιακή σχηματίστηκαν χωρὶς <i>τ</i>-, αναλογικά [[προς]] την ονομ. εν. <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>. Το οριστικό [[άρθρο]] αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική. Τη δεικτική σημ. του μαρτυρεί και ο τ. <i>ὅς</i> στις ομηρικές εκφράσεις <i>ἦ δ</i>' <i>ὅς</i>, <i>ὅς</i> και <i>ὅς</i>, που [[πρέπει]] να αποτελεί [[παραλλαγή]] του <i>ό</i> με το χαρακτηριστικό -<i>ς</i> της ονομαστικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sah</i>). Σε πολλές διαλέκτους [[μάλιστα]] το [[άρθρο]] <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> συναγωνίστηκε την αναφορική [[αντωνυμία]] <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>. Η [[χρήση]] αυτή παρατηρείται στον Όμηρο, όπου τα θέματα της αναφορικής αντωνυμίας και του άρθρου μαρτυρούνται το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]. Στον Ηρόδοτο απαντά το [[σύστημα]] <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>το</i> στον εν. και <i>οἵ</i>, <i>αἵ</i>, <i>τά</i> στον πληθ. (<b>βλ. λ.</b> <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>). Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται τ. <i>toi</i> της δοτ. του άρθρου με δεικτική σημ.]. | ||
}} | }} |