Anonymous

εδραίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑος" to "αῖος"
(10)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἑδραῑος, -α, -ον και ἑδραῑος, -ον)<br />[[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[ακίνητος]] («εδραία [[πεποίθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[έδρα]], στον πρωκτό («εδραίο [[πτερύγιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τεχνίτες ή για την [[εργασία]] τους) [[καθιστικός]], που δεν απαιτεί [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραία [[ῥάχις]]» — η [[ράχη]] του αλόγου στην οποία κάθεται ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραῑος [[ὕπνος]]» — [[βαθύς]] ύπνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM ἑδραῖος, -α, -ον και ἑδραῖος, -ον)<br />[[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[ακίνητος]] («εδραία [[πεποίθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[έδρα]], στον πρωκτό («εδραίο [[πτερύγιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τεχνίτες ή για την [[εργασία]] τους) [[καθιστικός]], που δεν απαιτεί [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραία [[ῥάχις]]» — η [[ράχη]] του αλόγου στην οποία κάθεται ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραῖος [[ὕπνος]]» — [[βαθύς]] ύπνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>].
}}
}}