3,273,656
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Π π''': π, πεῖ ἢ πῖ, ἄκλιτ.· δέκατον ἕκτον [[γράμμα]] τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου· ὡς ἀριθμητικὸν πϳ = 80, [[ἀλλά]] ΄π 80.000. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφαῖς τὸ Π σημαίνει [[πέντε]]· ----------------- δηλοῦσι [[πεντάκις]] [[δέκα]], [[πεντάκις]] [[ἑκατόν]], [[πεντάκις]] [[χίλιοι]], [[πεντάκις]] μύριοι. Ι. τὸ π. [[εἶναι]] τὸ ψιλὸν χειλεόφωνον ἄφωνον τὸ ἔχον ἀντίστοιχα τὸ [[μέσον]] β καὶ τὸ δασὺ φ. Ἐν ταῖς Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις τὸ π. Λατιν. p, Σανσκρ. p ἢ ph, ἰσοδυναμοῦσι πρὸς τὸ Τευτονικὸν f ἢ (ἐν μέσ. λέξεως) b· ὡς, [[πατήρ]], Λατιν. pater, Σανσκρ. pitâ, = Γοτθ. fadar, Ἀρχ. Σκανδ. fadir, Ἀρχ. Γερμαν. fatar, κτλ.· [[πόσις]], Λατ. potis, potens, Σανσκρ. patis ([[δεσπότης]], [[κύριος]]), = Γοτθ. faths (ἐν τῷ bruth-faths, [[νυμφίος]])· πρό, Λατιν. pro, prae, Σανσκρ. pra (ὡς προθετικὸν [[μόριον]]), = τῷ Γοτθ. fru-ma (πρῶτος), Ἀρχ. Γερμαν. fur-iro (prior) κτλ.· [[ἑπτά]], Λατ. septem, Σανσκρ. sep-tan, = τῷ Γοτθ. sib-un, κτλ. 2) τὸ Ἑλλην. π παριστάνει [[ὡσαύτως]] τὸ Ἰνδο-Γερμαν. k, τὸ Λατ. c ἢ qu, καὶ [[ἐνίοτε]] τὸ Τευτονικὸν g ἢ hv· ― ὡς, fέπος, Λατ. vox (vocis), Σανσκρ. vakϳ, vakϳ-as (vox)· ― [[ἕπομαι]], Λατ. sequ-or. Σανσκρ. sakϳ, sakϳe, si-sakϳmi· ― [[ἵππος]] (ἴκκος), Λατιν. equ-us· ― ὄπ-, [[ὄπωπα]], [[ὄψις]], Λατιν. oc-ulus, Σανσκρ. ak-sham, Γοτθ. aug-o· ― [[πέμπε]] (Αἰολ. ἀντὶ [[πέντε]]), Λατιν. quinque, Σανσκρ. pankϳan· ― πέπτω, Λατιν. coqu-o, (quoqu-o ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Πλαύτου καὶ Οὐεργιλίου), Σανσκρ. pakϳ, pakϳ-åmi· ― [[λείπω]], Λατ. linquo (liqui)· ― πὸς (ἐν τοῖς [[πότε]], [[πόθεν]], ποῦ, πῶς, κτλ.)· Λατ. quis (quum, quo, κτλ.), Σανσκρ. kas, Γοτθ. hvas, hvan (Ἀγγλιστὶ when), Ἀρχ. Γερμαν. hvar (ever), κτλ.· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. τροπαὶ τοῦ π ἐν ταῖς Ἑλλην. διαλέκτοις, κλ. 1) τὸ π γίνεται φ, √ΛΙΠ, [[λίπος]] ἀλείφω, βλέπω βλέφαρον, λάπτω λαφύσσω, τεθηπέναι ταφῆναι, κλ. 2) ἐν τῇ Αἰολ. καὶ Ἰων. διαλέκτ. ἀντικαθίστησι τὸ δασὺ φ, ἀμπὶ ἀντὶ [[ἀμφί]], πανὸς ἀντὶ [[φανός]], πάτνη ἀντὶ [[φάτνη]], ἀπηγέεσθαι ἀντὶ ἀφηγ-, ἀπικέσθαι ἀντὶ ἀφικ-· οὕτω καὶ ἐν τῇ Δωρ., [[μάλιστα]] τῇ Λακων., Koen εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. σελ. 344· διετηρεῖτο δὲ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν τὸ π πρὸ δασυνομένου φωνήεντος παρὰ τοῖς Ἴωσιν, ἀπ’ ἡμῶν, ἐπ’ ἡμέρην, ὑπ’ ὑμῶν, κτλ.· [[τοὐναντίον]] τὸ δασὺ φαίνεται ὅτι μετεχειρίζοντο ἀείποτε κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττικοί, [[ἀσφάραγος]] ἀντὶ ἀσπάραγος, [[λίσφος]] ἀντὶ [[λίσπος]], σφόγγος ἀντὶ [[σπόγγος]], [[σφόνδυλος]] ἀντὶ σπόνδυλος, σπυρὰς ἀντὶ [[σφυράς]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113. 3) ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τὸ π γίνεται κ ἐν ἀναφορικαῖς καὶ ἐρωτηματικαῖς λέξεσι, κῶς [[ὅκως]] [[κοῖος]] [[ὁκοῖος]] [[κόσος]] ὁκόσος ἀντὶ πῶς [[ὅπως]] [[ποῖος]] [[ὁποῖος]] [[πόσος]] [[ὁπόσος]], Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 413· ἴδε ἀνωτ. Ι. 2. 4) ἐν τῇ Αἰολ. διαλέκτῳ τὸ π κεῖται ἀντὶ μ, ὄππα ἀντὶ [[ὄμμα]], πεδὰ ἀντὶ μετά, Γρηγορ. Κορίνθου σελ. 580· καὶ τἀνάπαλιν μ ἀντὶ π ἐν τῇ λέξει [[ματέω]], ἀντὶ [[πατέω]], Ahrens D. Aeol. σ. 45. 5) παρὰ τοῖς Δελφοῖς τὸ π ἐγένετο β, ὡς, βατεῖν, βικρὸν ἀντὶ πατεῖν, πικρόν, Πλούτ. 2. 292F· ἐν τῇ Αἰολ. καὶ Δωρ. διαλέκτῳ, π ἀντὶ τ, πέτορες ἀντὶ [[τέσσαρες]], [[πέμπε]] ἀντὶ [[πέντε]], [[σπάδιον]] (spatium) ἀντὶ [[στάδιον]], σπολὰς ἀντὶ [[στολάς]], σπαλεὶς ἀντὶ σταλεὶς Koen εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου σελ. 364, 615· πρβλ. studeo studium [[σπουδή]]. β) [[ἐνίοτε]] ἐναλλάσσεται | |lstext='''Π π''': π, πεῖ ἢ πῖ, ἄκλιτ.· δέκατον ἕκτον [[γράμμα]] τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου· ὡς ἀριθμητικὸν πϳ = 80, [[ἀλλά]] ΄π 80.000. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφαῖς τὸ Π σημαίνει [[πέντε]]· ----------------- δηλοῦσι [[πεντάκις]] [[δέκα]], [[πεντάκις]] [[ἑκατόν]], [[πεντάκις]] [[χίλιοι]], [[πεντάκις]] μύριοι. Ι. τὸ π. [[εἶναι]] τὸ ψιλὸν χειλεόφωνον ἄφωνον τὸ ἔχον ἀντίστοιχα τὸ [[μέσον]] β καὶ τὸ δασὺ φ. Ἐν ταῖς Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις τὸ π. Λατιν. p, Σανσκρ. p ἢ ph, ἰσοδυναμοῦσι πρὸς τὸ Τευτονικὸν f ἢ (ἐν μέσ. λέξεως) b· ὡς, [[πατήρ]], Λατιν. pater, Σανσκρ. pitâ, = Γοτθ. fadar, Ἀρχ. Σκανδ. fadir, Ἀρχ. Γερμαν. fatar, κτλ.· [[πόσις]], Λατ. potis, potens, Σανσκρ. patis ([[δεσπότης]], [[κύριος]]), = Γοτθ. faths (ἐν τῷ bruth-faths, [[νυμφίος]])· πρό, Λατιν. pro, prae, Σανσκρ. pra (ὡς προθετικὸν [[μόριον]]), = τῷ Γοτθ. fru-ma (πρῶτος), Ἀρχ. Γερμαν. fur-iro (prior) κτλ.· [[ἑπτά]], Λατ. septem, Σανσκρ. sep-tan, = τῷ Γοτθ. sib-un, κτλ. 2) τὸ Ἑλλην. π παριστάνει [[ὡσαύτως]] τὸ Ἰνδο-Γερμαν. k, τὸ Λατ. c ἢ qu, καὶ [[ἐνίοτε]] τὸ Τευτονικὸν g ἢ hv· ― ὡς, fέπος, Λατ. vox (vocis), Σανσκρ. vakϳ, vakϳ-as (vox)· ― [[ἕπομαι]], Λατ. sequ-or. Σανσκρ. sakϳ, sakϳe, si-sakϳmi· ― [[ἵππος]] (ἴκκος), Λατιν. equ-us· ― ὄπ-, [[ὄπωπα]], [[ὄψις]], Λατιν. oc-ulus, Σανσκρ. ak-sham, Γοτθ. aug-o· ― [[πέμπε]] (Αἰολ. ἀντὶ [[πέντε]]), Λατιν. quinque, Σανσκρ. pankϳan· ― πέπτω, Λατιν. coqu-o, (quoqu-o ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Πλαύτου καὶ Οὐεργιλίου), Σανσκρ. pakϳ, pakϳ-åmi· ― [[λείπω]], Λατ. linquo (liqui)· ― πὸς (ἐν τοῖς [[πότε]], [[πόθεν]], ποῦ, πῶς, κτλ.)· Λατ. quis (quum, quo, κτλ.), Σανσκρ. kas, Γοτθ. hvas, hvan (Ἀγγλιστὶ when), Ἀρχ. Γερμαν. hvar (ever), κτλ.· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. τροπαὶ τοῦ π ἐν ταῖς Ἑλλην. διαλέκτοις, κλ. 1) τὸ π γίνεται φ, √ΛΙΠ, [[λίπος]] ἀλείφω, βλέπω βλέφαρον, λάπτω λαφύσσω, τεθηπέναι ταφῆναι, κλ. 2) ἐν τῇ Αἰολ. καὶ Ἰων. διαλέκτ. ἀντικαθίστησι τὸ δασὺ φ, ἀμπὶ ἀντὶ [[ἀμφί]], πανὸς ἀντὶ [[φανός]], πάτνη ἀντὶ [[φάτνη]], ἀπηγέεσθαι ἀντὶ ἀφηγ-, ἀπικέσθαι ἀντὶ ἀφικ-· οὕτω καὶ ἐν τῇ Δωρ., [[μάλιστα]] τῇ Λακων., Koen εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. σελ. 344· διετηρεῖτο δὲ κατὰ τὴν ἔκθλιψιν τὸ π πρὸ δασυνομένου φωνήεντος παρὰ τοῖς Ἴωσιν, ἀπ’ ἡμῶν, ἐπ’ ἡμέρην, ὑπ’ ὑμῶν, κτλ.· [[τοὐναντίον]] τὸ δασὺ φαίνεται ὅτι μετεχειρίζοντο ἀείποτε κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττικοί, [[ἀσφάραγος]] ἀντὶ ἀσπάραγος, [[λίσφος]] ἀντὶ [[λίσπος]], σφόγγος ἀντὶ [[σπόγγος]], [[σφόνδυλος]] ἀντὶ σπόνδυλος, σπυρὰς ἀντὶ [[σφυράς]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113. 3) ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τὸ π γίνεται κ ἐν ἀναφορικαῖς καὶ ἐρωτηματικαῖς λέξεσι, κῶς [[ὅκως]] [[κοῖος]] [[ὁκοῖος]] [[κόσος]] ὁκόσος ἀντὶ πῶς [[ὅπως]] [[ποῖος]] [[ὁποῖος]] [[πόσος]] [[ὁπόσος]], Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 413· ἴδε ἀνωτ. Ι. 2. 4) ἐν τῇ Αἰολ. διαλέκτῳ τὸ π κεῖται ἀντὶ μ, ὄππα ἀντὶ [[ὄμμα]], πεδὰ ἀντὶ μετά, Γρηγορ. Κορίνθου σελ. 580· καὶ τἀνάπαλιν μ ἀντὶ π ἐν τῇ λέξει [[ματέω]], ἀντὶ [[πατέω]], Ahrens D. Aeol. σ. 45. 5) παρὰ τοῖς Δελφοῖς τὸ π ἐγένετο β, ὡς, βατεῖν, βικρὸν ἀντὶ πατεῖν, πικρόν, Πλούτ. 2. 292F· ἐν τῇ Αἰολ. καὶ Δωρ. διαλέκτῳ, π ἀντὶ τ, πέτορες ἀντὶ [[τέσσαρες]], [[πέμπε]] ἀντὶ [[πέντε]], [[σπάδιον]] (spatium) ἀντὶ [[στάδιον]], σπολὰς ἀντὶ [[στολάς]], σπαλεὶς ἀντὶ σταλεὶς Koen εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου σελ. 364, 615· πρβλ. studeo studium [[σπουδή]]. β) [[ἐνίοτε]] ἐναλλάσσεται μετὰ τοῦ γ, [[οἷον]] ἐν τοῖς λαπαρὸς [[λαγαρός]], [[λαπάρα]] [[λαγών]], λαγὸς lepus. 7) παρ’ Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ποιηταῖς τὸ π [[συχνάκις]] διπλασιάζεται ἐν τοῖς ἀναφορικοῖς, [[οἷον]] ὅππη [[ὅππως]] [[ὁπποῖος]] ὁππόσος ἀντὶ ὅπη, κτλ., Γρηγ. Κορίνθ. σ. 588. 8) παρὰ τοῖς ποιηταῖς μετὰ τὸ π προστίθεται τ, ὡς ἐν ταῖς λέξ. [[πτόλις]] καὶ [[πτόλεμος]] ἀντὶ [[πόλις]] καὶ [[πόλεμος]] μετὰ τῶν παραγώγων αὐτῶν. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |