Anonymous

εὔνοια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔνοιᾰ''': ἡ, ποιητ. [[ἐνίοτε]] εὐνοίᾱ (πρβλ. [[ἄγνοια]], [[ἄνοια]]), Ἕρμαννος εἰς Σοφ. Φιλ. 129· Ἰων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη, Ἀνθ. Π. παράρτ. 318: (εὔνους): -[[εὔνοια]], ὡς καὶ νῦν, τὸ εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι, [[εὐμένεια]], [[ἀγαθότης]], κατ’ εὔνοιαν, ἐξ ἀγαθότητος, ἐξ εὐμενείας, «ἀπὸ καλωσύνην», Ἡρόδ. 6. 108· δι’ εὐνοίας Θουκ. 2. 40· δι’ εὔνοιαν Πλάτ. Πρωτ. 337Β· εὐνοίας [[ἕνεκα]] Δημ. 243. 19· κατ’ εὔνοιαν κρίνειν, «μεροληπτικῶς», Ἀντιφῶν 124. 9, Λυσ. 188, ἐν τέλει· κατ’ εὔνοιαν φρενῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 940· μετ’ εὐνοίας Πλάτ. Φαῖδρ. 241C, Δημ. 317. 29· ὑπ. εὐνοίας ὁ αὐτ. 20. 22· εὐνοίῃ Ἡρόδ. 7. 239· εὐνοίᾳ λέγειν Σοφ. Φιλ. 1322· εὐνοίᾳ τῇ σῇ, ἐξ ἀγάπης πρὸς σέ, Πλάτ. Γοργ. 486Α· οὕτω [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., ἐπ’ εὐνοίᾳ χθονός, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1007· εὐνοίᾳ τῇ [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 485 Α· εὐνοίας [[ἕνεκα]] τῶν Ἑλλήνων, [[ἕνεκα]] εὐνοίας πρὸς αὐτούς. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 20· εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα παρὰ Δημ. 243. 19, πρβλ. Θουκ. 2. 8· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 470Α· εὔν. παρὰ τῶν θεῶν Δημ. 18. 2· ἐξ ἀνθρώπων Ξεν. Κύρ. 8. 2., 22· εὔνοιαν παρέχειν, παρέχεσθαι, δεικνύειν εὔνοιαν, Σοφ. Τρ. 708, Ἀντιφῶν 138. 20, Ἀνδοκ. 2. 29· εὔνοιαν ἔχειν, εὔχεσθαι ἐκ καρδίας ἵνα…, Θουκ. 2. 11· ὡς ἑκατέρῳ τις εὐνοίας… ἔχοι ὁ αὐτ. 1. 22 (ἴδε ἔχω Β. ΙΙ. 2): ἐν τῷ πληθ., αἰσθήματα ἀγαθότητος, τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει Αἰσχύλ. Ἱκ. 489· Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 450. ΙΙ. [[δῶρον]] εἰς ἔνδειξιν εὐνοίας, ἰδίως ἐπὶ δώρων συνήθως διδομένων εἰς τοὺς Ἀθηναίους στρατηγοὺς ἐκ τῶν ὑποτελῶν [[πόλεων]]. Δημ. 432. 2. ἐν τῶ πληθ., ὁ αὐτ. 96. 9· πρβλ. Thirlw. Ἑλλ. Ἱστορ. τ. 6. σ. 49.
|lstext='''εὔνοιᾰ''': ἡ, ποιητ. [[ἐνίοτε]] εὐνοίᾱ (πρβλ. [[ἄγνοια]], [[ἄνοια]]), Ἕρμαννος εἰς Σοφ. Φιλ. 129· Ἰων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη, Ἀνθ. Π. παράρτ. 318: (εὔνους): -[[εὔνοια]], ὡς καὶ νῦν, τὸ εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι, [[εὐμένεια]], [[ἀγαθότης]], κατ’ εὔνοιαν, ἐξ ἀγαθότητος, ἐξ εὐμενείας, «ἀπὸ καλωσύνην», Ἡρόδ. 6. 108· δι’ εὐνοίας Θουκ. 2. 40· δι’ εὔνοιαν Πλάτ. Πρωτ. 337Β· εὐνοίας [[ἕνεκα]] Δημ. 243. 19· κατ’ εὔνοιαν κρίνειν, «μεροληπτικῶς», Ἀντιφῶν 124. 9, Λυσ. 188, ἐν τέλει· κατ’ εὔνοιαν φρενῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 940· μετ’ εὐνοίας Πλάτ. Φαῖδρ. 241C, Δημ. 317. 29· ὑπ. εὐνοίας ὁ αὐτ. 20. 22· εὐνοίῃ Ἡρόδ. 7. 239· εὐνοίᾳ λέγειν Σοφ. Φιλ. 1322· εὐνοίᾳ τῇ σῇ, ἐξ ἀγάπης πρὸς σέ, Πλάτ. Γοργ. 486Α· οὕτω μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἐπ’ εὐνοίᾳ χθονός, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1007· εὐνοίᾳ τῇ [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 485 Α· εὐνοίας [[ἕνεκα]] τῶν Ἑλλήνων, [[ἕνεκα]] εὐνοίας πρὸς αὐτούς. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 20· εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα παρὰ Δημ. 243. 19, πρβλ. Θουκ. 2. 8· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 470Α· εὔν. παρὰ τῶν θεῶν Δημ. 18. 2· ἐξ ἀνθρώπων Ξεν. Κύρ. 8. 2., 22· εὔνοιαν παρέχειν, παρέχεσθαι, δεικνύειν εὔνοιαν, Σοφ. Τρ. 708, Ἀντιφῶν 138. 20, Ἀνδοκ. 2. 29· εὔνοιαν ἔχειν, εὔχεσθαι ἐκ καρδίας ἵνα…, Θουκ. 2. 11· ὡς ἑκατέρῳ τις εὐνοίας… ἔχοι ὁ αὐτ. 1. 22 (ἴδε ἔχω Β. ΙΙ. 2): ἐν τῷ πληθ., αἰσθήματα ἀγαθότητος, τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει Αἰσχύλ. Ἱκ. 489· Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 450. ΙΙ. [[δῶρον]] εἰς ἔνδειξιν εὐνοίας, ἰδίως ἐπὶ δώρων συνήθως διδομένων εἰς τοὺς Ἀθηναίους στρατηγοὺς ἐκ τῶν ὑποτελῶν [[πόλεων]]. Δημ. 432. 2. ἐν τῶ πληθ., ὁ αὐτ. 96. 9· πρβλ. Thirlw. Ἑλλ. Ἱστορ. τ. 6. σ. 49.
}}
}}
{{bailly
{{bailly