Anonymous

δικανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκανικός''': -ή, -όν, 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς νόμους, ἠσκημένος εἰς τὸ ἀγορεύειν ἐν δικαστηρίοις, ὁ ὡς δικηγόρος, Πλάτ. Γοργ. 512Β, Θεαιτ. 175D, 201Α, Ξεν., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς δίκας, ἐν τῷ δικαστηρίῳ λεγόμενος ἢ πραττόμενος, λόγοι Ἰσοκρ. 295Β· [[ῥημάτιον]] δ., νομικὸς ὅρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 534· ἡ δικανικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[ῥητορεία]] ἐν δικαστηρίοις, Πλάτ. Πολ. 405Α, Ἀριστ. Ρητ. 1.11,15· [[μετὰ]] δικανικήν, ἀφοῦ τις ὑπηρέτησεν ὡς δικηγόρος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 919. οὕτω, τὰ δικανικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1.1,10.<br />2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὅμοιος]] πρὸς δικηγόρον, σμικρὸς τὴν ψυχὴν… καὶ δ. Πλάτ. Θεαίτ. 175D· οὔτως ἐπίρρ. δικανικῶς Χαρίτων 5.4· ἐπὶ διηγήσεως, φορτικὰ μὲν καὶ δ., ὁμοιάζοντα πρὸς δικηγορικὴν ἀγόρευσιν, ἀνιαρά, φορτικά, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. Λουκ. Ἐνυπν. 17.
|lstext='''δῐκανικός''': -ή, -όν, 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς νόμους, ἠσκημένος εἰς τὸ ἀγορεύειν ἐν δικαστηρίοις, ὁ ὡς δικηγόρος, Πλάτ. Γοργ. 512Β, Θεαιτ. 175D, 201Α, Ξεν., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς δίκας, ἐν τῷ δικαστηρίῳ λεγόμενος ἢ πραττόμενος, λόγοι Ἰσοκρ. 295Β· [[ῥημάτιον]] δ., νομικὸς ὅρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 534· ἡ δικανικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[ῥητορεία]] ἐν δικαστηρίοις, Πλάτ. Πολ. 405Α, Ἀριστ. Ρητ. 1.11,15· μετὰ δικανικήν, ἀφοῦ τις ὑπηρέτησεν ὡς δικηγόρος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 919. οὕτω, τὰ δικανικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1.1,10.<br />2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὅμοιος]] πρὸς δικηγόρον, σμικρὸς τὴν ψυχὴν… καὶ δ. Πλάτ. Θεαίτ. 175D· οὔτως ἐπίρρ. δικανικῶς Χαρίτων 5.4· ἐπὶ διηγήσεως, φορτικὰ μὲν καὶ δ., ὁμοιάζοντα πρὸς δικηγορικὴν ἀγόρευσιν, ἀνιαρά, φορτικά, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. Λουκ. Ἐνυπν. 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly