3,274,313
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκευάζω''': μέλλ.-σκευάσω, Ἀττ. ἀπαρ. -σκευᾶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 53· [[ὡσαύτως]] κατασκευῶντες, κατασκευάσοντες, καὶ κατασκευῶσι, κατασκευάσουσι, Ἐπιγρ., κατεσκεύωκε, κατασκευωθῇ Ἐπιγρ. Θηρ., κατασκευώσωνται Ἐπιγρ. Δελφ. καὶ κατεσκέωσται· πρβλ. τύπους ἐπιγραφ. ἐπισκεάζειν, σκεοθήκην, σκεοφύλαξ· Δωρ. ἀόρ. -εσκεύαξα, Τίμ. Λοκρ. 94D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 15. Παρέχω τὰ σκεύη, ἐντελῶς [[ἐφοδιάζω]], κ. τὴν οἰκίαν τοῖς σκεύεσιν Διογ. Λ. 5. 1· τὸ [[πλοῖον]] κατασκευάσαντα πᾶσι, μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Δημ. 293. 2· ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν… καὶ σκεύεσιν ἰδίοις τὴν ναῦν κατεσκεύασα ὁ αὐτ. 1208. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τοὺς ἵππους χαλκοῖς… προβλήμασι κατ., τοὺς ἑαυτῶν ἵππους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51· ἢ καὶ περιφρ., κατασκευάζοντες ἑαυτοῖς ἱερὰ Πλάτ. Κριτίας 113C· [[συχν]]. ἐν τῷ Παθ., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Ἡρόδ. 8. 33, πρβλ. 2. 44· σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκ. ὁ αὐτ. 9. 82· οἷς ἡ [[χώρα]] κατεσκεύασται Θουκ. 6. 91· [[οἰκία]] κατεσκευασμένη, ἔχουσα πάντα ὅσα δεῖ ἔχειν, Βεκ. 103. 28. 2)[[ἄνευ]] δοτ. ὀργάνου, [[παρασκευάζω]] ἢ [[ὁπλίζω]] ἐντελῶς, κ. τὴν Ἄντανδρον, [[ἐφοδιάζω]] αὐτὴν καὶ ὀχυρώνω (ἵνα ἀντέχῃ κατὰ τῆς πολιορκίας), Θουκ. 4. 75· κ. τὴν χώραν, «[[ἐφοδιάζω]]» αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Ξεν. Ἀν. 1. 9. 19, Θουκ. 8. 24· κ. τινὰ ἐπὶ στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κ. τοὺς ὄνους, ἑτοιμάσας τοὺς ὄνους του, Ἡρόδ. 2. 121, 4, κτλ.· ἰδίαν κατασκευὴν κατασκευάζεται [[ἕκαστος]] Πλάτ. Πολ. 557Β. 3)[[ἑτοιμάζω]], [[κάμνω]], [[κτίζω]], γέφυραν Ἡρόδ. 1. 186· [[διδασκαλεῖον]] Ἀντιφῶν 142. 34· πόλιν, γυμνάσια, [[ἱερά]], κτλ., Πλάτ. Πολ. 557D, κ. ἀλλ.· [[ἐπιτείχισμα]] Δημ. 248. 13·― [[ἐντεῦθεν]] κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ σχέσεις, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], τακτοποιῶ, κ. δημοκρατίαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 36· πόλει δύναμιν Ἀνδοκ. 28. 24· [[συμπόσιον]] Πλάτ. Πολ. 363C· ἰσότητα τῆς οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 6, 10· ναύτας, κτλ., Δημ. 1218. 9· κ. τινὰς μελέτῃ, ἀσκῶ, [[γυμνάζω]], Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, κτλ.· ὄργανα πολλὰ συμποσίου κατασκευασάμενος ἦν Ἀθήν. 435C.― Μέσ., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν, [[ἑτοιμάζω]] αὐτήν, δηλ. [[γίνομαι]] ἕτοιμος, παρασκευάζομαι πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 85· [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἰδίως [[κτίζω]] οἰκίαν καὶ ἐπιπλώνω, ἀντίθετ. τῷ ἀνασκευάζομαι, ὁ αὐτ. 1. 93· κατεσκευάσαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις, κατῴκησαν, κατέλυσαν καταθέσαντες τὴν ἑαυτῶν κατασκευὴν ἢ τὰ σκεύη, ἣν εἰσεκομίσαντο ἐκ τῶν ἀγρῶν καθαιροῦντες καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν τὴν ξύλωσιν, πρβλ. 2. 14, 1., 2. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2 (πρβλ. [[κατασκευή]])· συσκευάζειν, συνάγειν εἰς ἓν καὶ δένειν, [[ὡσαύτως]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνασκευή]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2-5· κ. ἐρημίαν ἑαυτῷ Πλάτ. Νόμ. 730C, κτλ.· κατασκευάζεσθαι τράπεζαν, [[ἱδρύω]] τράπεζαν, Ἰσαί. Ἀποσπ. 2. 3· κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν, ἔχω γίνῃ [[μυρεψός]], Λυσ. Ἀποσπ. 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν 170. 10· πρόσοδον οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο, ἔκαμον δι’ ἑαυτοὺς μέγα εἰσόδημα, Δημ. 833. 3, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 25. 4)ἐπὶ δολίων, πανούργων ἢ ἀπατηλῶν ἐνεργειῶν, [[παρασκευάζω]], ἐπινοῶ, ὅτε καὶ συνάπτεται | |lstext='''κατασκευάζω''': μέλλ.-σκευάσω, Ἀττ. ἀπαρ. -σκευᾶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 53· [[ὡσαύτως]] κατασκευῶντες, κατασκευάσοντες, καὶ κατασκευῶσι, κατασκευάσουσι, Ἐπιγρ., κατεσκεύωκε, κατασκευωθῇ Ἐπιγρ. Θηρ., κατασκευώσωνται Ἐπιγρ. Δελφ. καὶ κατεσκέωσται· πρβλ. τύπους ἐπιγραφ. ἐπισκεάζειν, σκεοθήκην, σκεοφύλαξ· Δωρ. ἀόρ. -εσκεύαξα, Τίμ. Λοκρ. 94D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 15. Παρέχω τὰ σκεύη, ἐντελῶς [[ἐφοδιάζω]], κ. τὴν οἰκίαν τοῖς σκεύεσιν Διογ. Λ. 5. 1· τὸ [[πλοῖον]] κατασκευάσαντα πᾶσι, μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Δημ. 293. 2· ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν… καὶ σκεύεσιν ἰδίοις τὴν ναῦν κατεσκεύασα ὁ αὐτ. 1208. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τοὺς ἵππους χαλκοῖς… προβλήμασι κατ., τοὺς ἑαυτῶν ἵππους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51· ἢ καὶ περιφρ., κατασκευάζοντες ἑαυτοῖς ἱερὰ Πλάτ. Κριτίας 113C· [[συχν]]. ἐν τῷ Παθ., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Ἡρόδ. 8. 33, πρβλ. 2. 44· σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκ. ὁ αὐτ. 9. 82· οἷς ἡ [[χώρα]] κατεσκεύασται Θουκ. 6. 91· [[οἰκία]] κατεσκευασμένη, ἔχουσα πάντα ὅσα δεῖ ἔχειν, Βεκ. 103. 28. 2)[[ἄνευ]] δοτ. ὀργάνου, [[παρασκευάζω]] ἢ [[ὁπλίζω]] ἐντελῶς, κ. τὴν Ἄντανδρον, [[ἐφοδιάζω]] αὐτὴν καὶ ὀχυρώνω (ἵνα ἀντέχῃ κατὰ τῆς πολιορκίας), Θουκ. 4. 75· κ. τὴν χώραν, «[[ἐφοδιάζω]]» αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Ξεν. Ἀν. 1. 9. 19, Θουκ. 8. 24· κ. τινὰ ἐπὶ στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κ. τοὺς ὄνους, ἑτοιμάσας τοὺς ὄνους του, Ἡρόδ. 2. 121, 4, κτλ.· ἰδίαν κατασκευὴν κατασκευάζεται [[ἕκαστος]] Πλάτ. Πολ. 557Β. 3)[[ἑτοιμάζω]], [[κάμνω]], [[κτίζω]], γέφυραν Ἡρόδ. 1. 186· [[διδασκαλεῖον]] Ἀντιφῶν 142. 34· πόλιν, γυμνάσια, [[ἱερά]], κτλ., Πλάτ. Πολ. 557D, κ. ἀλλ.· [[ἐπιτείχισμα]] Δημ. 248. 13·― [[ἐντεῦθεν]] κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ σχέσεις, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], τακτοποιῶ, κ. δημοκρατίαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 36· πόλει δύναμιν Ἀνδοκ. 28. 24· [[συμπόσιον]] Πλάτ. Πολ. 363C· ἰσότητα τῆς οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 6, 10· ναύτας, κτλ., Δημ. 1218. 9· κ. τινὰς μελέτῃ, ἀσκῶ, [[γυμνάζω]], Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, κτλ.· ὄργανα πολλὰ συμποσίου κατασκευασάμενος ἦν Ἀθήν. 435C.― Μέσ., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν, [[ἑτοιμάζω]] αὐτήν, δηλ. [[γίνομαι]] ἕτοιμος, παρασκευάζομαι πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 85· [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἰδίως [[κτίζω]] οἰκίαν καὶ ἐπιπλώνω, ἀντίθετ. τῷ ἀνασκευάζομαι, ὁ αὐτ. 1. 93· κατεσκευάσαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις, κατῴκησαν, κατέλυσαν καταθέσαντες τὴν ἑαυτῶν κατασκευὴν ἢ τὰ σκεύη, ἣν εἰσεκομίσαντο ἐκ τῶν ἀγρῶν καθαιροῦντες καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν τὴν ξύλωσιν, πρβλ. 2. 14, 1., 2. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2 (πρβλ. [[κατασκευή]])· συσκευάζειν, συνάγειν εἰς ἓν καὶ δένειν, [[ὡσαύτως]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνασκευή]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2-5· κ. ἐρημίαν ἑαυτῷ Πλάτ. Νόμ. 730C, κτλ.· κατασκευάζεσθαι τράπεζαν, [[ἱδρύω]] τράπεζαν, Ἰσαί. Ἀποσπ. 2. 3· κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν, ἔχω γίνῃ [[μυρεψός]], Λυσ. Ἀποσπ. 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν 170. 10· πρόσοδον οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο, ἔκαμον δι’ ἑαυτοὺς μέγα εἰσόδημα, Δημ. 833. 3, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 25. 4)ἐπὶ δολίων, πανούργων ἢ ἀπατηλῶν ἐνεργειῶν, [[παρασκευάζω]], ἐπινοῶ, ὅτε καὶ συνάπτεται μετὰ τοῦ μηχανᾶσθαι, μηχανᾶται καὶ κ. [[ταῦτα]] Δημ. 45, 5· πρόφασιν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 17· τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι Δημ. 19. 28· λιποστρατίου γραφὴν κατεσκεύασεν ὁ αὐτ. 547. 27· [[χρέα]] ψευδῆ ὁ αὐτ. 1048. 18· διαθήκας ψευδεῖς κατεσκευακότες Δημ. 1051, 12· [[ταῦτα]] πράττων καὶ κατασκευαζόμενος Δημ. 115, 11, πρβλ. 544. 3., 558. 26., 1103. 3., 1107. 18., 1108. 1· ἐπὶ προσώπων, [[ὑποβάλλω]] τινὰ ἀντὶ ἑτέρου, ἢ… ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Ἀριστ. Πολ. 5. 6. 8· οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν, παρεσκευασμένοι πρὸς τὸν σκοπόν, Δημ. 277. 27· κατεσκ. δανεισταί, ψευδεῖς, πλαστοί, ὁ αὐτ. 1074. 24· μετ’ ἀπαρ., τὸν ἀνεψιὸν… κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν ὁ αὐτ. 1272. 6. 5) μετὰ διπλῆς αἰτ., [[κάμνω]] τινὰ τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, ἐκτὸς ἐὰν κάμνῃς τὸν Γοργίαν «[[εἶδος]] Νέστορος», ὡς Νέστορα, Πλάτ. Φαῖδρ. 261C· ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Α· φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι Δημ. 505. 12· ἀνομοθέτητον τὸν βίον Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 542D· κ. τινὰ τοιοῦτον… Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 27· πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατὴν κ., εὔνουν ἑαυτῷ ποιεῖν, πρβλ. [[ἐπιχαλκεύω]], 3. 19, 1· [[ὡσαύτως]], [[παριστάνω]] τινὰ τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, κ. τινὰ πάροινον, ὑβριστήν, ἀγνώμονα Δημ. 1261. 22, πρβλ. 1126. 19· τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων… ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε, προσεπάθει νὰ δείξῃ ὅτι…, ὁ αὐτ. 550 ἐν τέλ. 6)ἐν τῇ λογικῇ, [[κάμνω]] [[ἐπιχείρημα]], ἀποδεικνύω τὸ [[θέμα]] μου, ἀντίθετον τῷ ἀναιρέω, [[ἀνασκευάζω]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 4, κτλ., πρβλ. [[κατασκευαστικός]]·― [[οὕτως]] ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, κατεσκεύασα ὅτι προνοίᾳ ὁ [[κόσμος]] διοικεῖται Ἐπικτ. Διατρ. 1. 15, 4· καὶ τὸ κατασκευαζόμενον, τὸ [[θέμα]], τὸ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικνυόμενον ἢ ὑποστηριζόμενον, Λογγῖν. 12. 2· κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν, [[κατασκευάζω]], [[ἐφευρίσκω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ λόγου ἢ τῆς φράσεως, κοσμῶ, ἔντεχνον [[ἀπεργάζομαι]], ἵνα ἀποβῇ ἡ [[λέξις]] ῥητορική, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 7. 7) ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι, ὡς πολεμήσοντες Θουκ. 2. 7· ὡς οἰκήσων Ξεν. Ἀν. 3. 2. 24· ὡς εἰς μάχην Παυσ. 5. 21, 14. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |