Anonymous

κατεσθίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεσθίω''': μέλλ. κατέδομαι, Ἰλ. Χ. 89, Ὀδ. Φ. 363, καὶ Ἀττ. ἀόρ. κατέφαγον (ἴδε [[καταφαγεῖν]]): πρκμ. κατεδήδοκα Ἀριστοφ. Σφ. 838, Εἰρ. 388, κτλ. (πρβλ. Μοῖρ. σ. 221): κατεδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· παθ. πρκμ. κατεδήδεσμαι Πλάτ. Φαίδων 110Ε· παθ. ἀόρ. κατηδέσθην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορτ.» 8·- ἕτεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. [[εἶναι]] [[κατέσθω]], [[κατέδω]], [[ἅπερ]] ἴδε. Κατατρώγω, [[καταβροχθίζω]], ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ ζῷων ἁρπακτικῶν, [[λέων]] κατὰ ταῦρον ἐδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· ἐπὶ ὄφεως, τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε Β. 314, πρβλ. Ὀδ. Μ. 256· ἐπὶ δελφῖνος, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Ἰλ. Φ. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, οἳ κατὰ [[βοῦς]]… ἤσθιον Ὀδ. Α. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 16, 38., 8. 115· ὠμὸν κατεσθίειν τινὰ Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14· κατεδηδόκασι τὰ λάχαν’ Ἄλεξ. ἐν «Ἀπελγ.» 1. 12· [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., κ. πολλῶν πουλύπων Ἀμειψ. ἐν «Κατεσθ.» 1. 2) μεταφορ., [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], [[ἀφανίζω]], τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Ἀριστοφ. Ἱππ. 258, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71· τὰ [[ὄντα]] Δημ. 992. 25· τὴν πατρῷαν οὐσίαν Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλ.» 1. 32. 3) παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ., ἐπὶ διαβρωτικῶν χυμῶν· οὕτω, λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Πλάτ. Φαίδων ἔνθ. ἀνωτ.
|lstext='''κατεσθίω''': μέλλ. κατέδομαι, Ἰλ. Χ. 89, Ὀδ. Φ. 363, καὶ Ἀττ. ἀόρ. κατέφαγον (ἴδε [[καταφαγεῖν]]): πρκμ. κατεδήδοκα Ἀριστοφ. Σφ. 838, Εἰρ. 388, κτλ. (πρβλ. Μοῖρ. σ. 221): κατεδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· παθ. πρκμ. κατεδήδεσμαι Πλάτ. Φαίδων 110Ε· παθ. ἀόρ. κατηδέσθην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορτ.» 8·- ἕτεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. [[εἶναι]] [[κατέσθω]], [[κατέδω]], [[ἅπερ]] ἴδε. Κατατρώγω, [[καταβροχθίζω]], ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ ζῷων ἁρπακτικῶν, [[λέων]] κατὰ ταῦρον ἐδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· ἐπὶ ὄφεως, τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε Β. 314, πρβλ. Ὀδ. Μ. 256· ἐπὶ δελφῖνος, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Ἰλ. Φ. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, οἳ κατὰ [[βοῦς]]… ἤσθιον Ὀδ. Α. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 16, 38., 8. 115· ὠμὸν κατεσθίειν τινὰ Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14· κατεδηδόκασι τὰ λάχαν’ Ἄλεξ. ἐν «Ἀπελγ.» 1. 12· μετὰ γεν. διαιρετ., κ. πολλῶν πουλύπων Ἀμειψ. ἐν «Κατεσθ.» 1. 2) μεταφορ., [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], [[ἀφανίζω]], τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Ἀριστοφ. Ἱππ. 258, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71· τὰ [[ὄντα]] Δημ. 992. 25· τὴν πατρῷαν οὐσίαν Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλ.» 1. 32. 3) παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ., ἐπὶ διαβρωτικῶν χυμῶν· οὕτω, λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Πλάτ. Φαίδων ἔνθ. ἀνωτ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly