Anonymous

μικρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρός''': καὶ σμῑκρός, ά, όν, Δωρ., [[μικκός]] (ὃ ἴδε)· ― τὸν τύπον σμικρὸς ἀπαιτεῖ τὸν [[μέτρον]] ἐν Ἰλ. Ρ. 757, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 115, ἠδύνατο δὲ νὰ τεθῇ καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 801, Ὀδ. Γ. 296 ([[ἔνθα]] τὰ κείμενα ἔχουσι [[μικρός]])· [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ἡροδ. (τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μικρὸς ἐν 2. 74)· συχνὸν παρὰ Πινδ.· καὶ πιθ. ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[μικρός]])· ἀείποτε παρὰ Θουκ. καὶ συχνότατα παρὰ Πλάτ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς μικρὸς [[εἶναι]] ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]], ἀλλ’ [[ὅμως]] καὶ ὁ τύπ. σμικρὸς εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 523, Σφ. 5, πρβλ. Meineke Πίνακ. Κωμικ. [ῐ μόνον παρὰ τοῖς [[λίαν]] μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψ. Ἀνθ. 178, 978]. (Ἴσως ἐκ √ΜΙΝ, ἢ μινκρός, ἴδε ἐν λ. [[μινύθω]]). Μικρός, [[ὀλίγος]], 1) κατὰ τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[μῆκος]] ἢ τὸν ὄγκον, μικρὸς ἔην [[δέμας]] Ἰλ. Ε. 801· μικρὸς δὲ [[λίθος]] Ὀδ. Γ. 296· κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757· σμ. ἄστεα Ἡρόδ. 1. 5· μεγάθεϊ μὲν μικρὸν Β. 74· [[μικκός]] γα [[μᾶκος]] (Boeot.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· ― μεθ’ ὑποκοριστικῶν, μ. [[πολίχνιον]], [[γῄδιον]], [[παιδάριον]] Ἰσοκρ. 111D, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38, Ἀγησ. 1, 21· καὶ ὡς κωμικὴ [[ὑπερβολή]], [[δικαστηρίδιον]] μικρὸν [[πάνυ]] Ἀριστοφ. Σφ. 803, πρβλ. Νεφ. 630, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μικροὶ δ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 821· ― [[λέξις]] ὀνειδιστικὴ παρ’ Ἀθηναίοις, Κλειγένης ὁ μικρὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 709, πρβλ. Meineke εἰς Ἀλέξιδος «Φαῖδρον» 2· Ἀμύντας ὁ μ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16. 2) ἐπὶ ποσότητος, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359· μέλιτος μικρὸν Ἀριστοφ. Σφ. 878· μ. [[ὄψον]], [[ἀργύριον]], [[ἔλαιον]], κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1, κτλ. 3) κατὰ βαθμὸν ἢ σπουδαιότητα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[ἐλαφρός]], σμ. [[πρόφασις]] Θέογν. 323· [[ἔπος]], [[ἔγκλημα]], [[ῥοπή]], κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 443, Τρ. 361· ἐκ σμικροῦ λόγου, διὰ μικρὰς προφάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 620· ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν, ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, [[αὐτόθι]] 569· αἰτίας μικρᾶς πέρι Εὐρ. Ἀνδρ. 387, κτλ.· οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, Δημ. 352. 22· ― ἐπὶ προσώπων, [[μικρός]], [[μικροπρεπής]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέγας]], σμικρὸς ἐν σμικροῖς, [[μέγας]] ἐν μεγάλοις Πινδ. Π. 3. 191, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 161, κτλ.· σμ. τίθησί με, μὲ θεωρεῖ ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 958· [[βίος]] ὁ μ. = [[μέτριος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 506· σμικρότατος τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 473Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ νοῦ, οὐ σμικρὸν φρονεῖ Σοφ. Αἴ. 1120· ἐπὶ ὕφους, [[ταπεινός]], Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 3. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ὀλίγος]], [[βραχύς]], [[σύντομος]], Πινδ. Ο. 12. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 126, κτλ.· εἰς σμ. χρόνον Πλάτ. Πολ. 498D· [[ὡσαύτως]], ἐν σμικρῷ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου, Ξεν. Κυν. 5, 32, Ἱππ. 8, 7· πρὸ μικροῦ Πολυδ. Α΄, 72. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. χρήσεις: 1) ὡς ὁμαλ. ἐπίρρ., σμικρῶς, Πλάτ. Κριτί. 107D· ὑπερθετ. σμικρότατα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) σμικροῦ ἢ μικροῦ, παρ’ ὀλίγον, [[σχεδόν]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 8, Δημ. 277. 20, κτλ.· πλῆρες: μικροῦ δεῖ ἢ [[δεῖν]], ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ, δέω (Β) Ι: μικροῦ ἀπολείπεσθαι Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 914· ― ἀλλὰ μικροῦ πρίασθαι, ἀντὶ ὀλίγου, δηλ. εὐθηνά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4. 3) μικρῷ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, [[μετὰ]] τοῦ συγκρ., Πλάτ. Πολιτ. 262C, κτλ.· σμικρῷ [[πρόσθεν]], ὀλίγῳ πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Β, κτλ. 4) μικρόν, «ὀλίγον τι», σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, σμ. ἐκβαίνειν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, [[αὐτόθι]] 3. 1, 11, κτλ.· ἐπὶ βαθμοῦ, σμικρὰ [[ἔμπειρος]] Πλάτ. Πολ. 527Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], σμικρὰ ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 316Α. 5) [[μετὰ]] προθέσεων, α) ἐπὶ σμικρόν, ἐπ’ ὀλίγον, οὐχὶ ἐπὶ [[μακρόν]], ἀλλ’ οὐ [[κάτοιδα]] πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι Σοφ. Ἠλ. 414, Ἀντιφῶν 143. 31 β) κατὰ μικρὸν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 22· οὕτω, κατὰ μικρὰ γενόμενοι [[αὐτόθι]] 5. 6, 32· - [[ὡσαύτως]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, κατὰ μικρὸν ἀεὶ Ἀριστοφ. Σφ. 702, πρβλ. 741· ἀντίθετ. τῷ ξυλλήβδην, Πλάτ. Πολ. 344Α· καὶ κατὰ σμ. ἢ μ., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ καὶ κατὰ σμικρὸν οἷοί τ’ ἐπιλαβέσθαι πῃ τἀνδρός ἐσμεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 241C, Ἰσοκρ. 28C, Δημ. 24. 18. γ) παρὰ μικρόν, παρ’ ὀλίγον, μετ’ ἀπαρεμφ., παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 295, πρβλ. Ἰσοκρ. 141Β, κτλ.· παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. 367Β· - ἀλλὰ παρὰ μικρὸν ποιῶ, ἡγοῦμαι, μικρὰν σημασίαν ἀποδίδω εἰς..., ὁ αὐτ. 52D, 98A· οὕτω, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Σοφ. Φ. 498· τὸ παρὰ μ., [[πρᾶγμα]] μικρᾶς σημασίας, Ἀριστ. Φυσ. 2. 5, 9, Πολιτικ. 3. 5, 10· πρβλ. [[ὀλίγος]] IV. 8. δ) [[μετὰ]] μικρόν, ὀλίγον κατόπιν, μετ’ ὀλίγον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 73. IV. πλὴν τοῦ συνήθως συγκρ. καὶ ὑπερθετ. μικρότερος, -ότατος (Ἀριστοφ. Ἱππ. 789, Σφ. 1511, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12, Δημ. 1455. 19), ὑπάρχουσι τὰ ἀνώμαλα, [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], ἐκ τοῦ [[ἐλαχύς]], καὶ [[μείων]], [[μεῖστος]], [[ὡσαύτως]] δὲ καὶ μειότερος, μειότατος· ἴδε ἐν λέξ. [[μείων]]. - Ἐν Ἐπιγρ. Καιβελ. 106 σμεικρός. - Περὶ τῆς φράσεως: μικροῦ [[δεῖν]] ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ, 2, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
|lstext='''μῑκρός''': καὶ σμῑκρός, ά, όν, Δωρ., [[μικκός]] (ὃ ἴδε)· ― τὸν τύπον σμικρὸς ἀπαιτεῖ τὸν [[μέτρον]] ἐν Ἰλ. Ρ. 757, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 115, ἠδύνατο δὲ νὰ τεθῇ καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 801, Ὀδ. Γ. 296 ([[ἔνθα]] τὰ κείμενα ἔχουσι [[μικρός]])· [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ἡροδ. (τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μικρὸς ἐν 2. 74)· συχνὸν παρὰ Πινδ.· καὶ πιθ. ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[μικρός]])· ἀείποτε παρὰ Θουκ. καὶ συχνότατα παρὰ Πλάτ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς μικρὸς [[εἶναι]] ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]], ἀλλ’ [[ὅμως]] καὶ ὁ τύπ. σμικρὸς εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 523, Σφ. 5, πρβλ. Meineke Πίνακ. Κωμικ. [ῐ μόνον παρὰ τοῖς [[λίαν]] μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψ. Ἀνθ. 178, 978]. (Ἴσως ἐκ √ΜΙΝ, ἢ μινκρός, ἴδε ἐν λ. [[μινύθω]]). Μικρός, [[ὀλίγος]], 1) κατὰ τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[μῆκος]] ἢ τὸν ὄγκον, μικρὸς ἔην [[δέμας]] Ἰλ. Ε. 801· μικρὸς δὲ [[λίθος]] Ὀδ. Γ. 296· κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757· σμ. ἄστεα Ἡρόδ. 1. 5· μεγάθεϊ μὲν μικρὸν Β. 74· [[μικκός]] γα [[μᾶκος]] (Boeot.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· ― μεθ’ ὑποκοριστικῶν, μ. [[πολίχνιον]], [[γῄδιον]], [[παιδάριον]] Ἰσοκρ. 111D, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38, Ἀγησ. 1, 21· καὶ ὡς κωμικὴ [[ὑπερβολή]], [[δικαστηρίδιον]] μικρὸν [[πάνυ]] Ἀριστοφ. Σφ. 803, πρβλ. Νεφ. 630, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μικροὶ δ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 821· ― [[λέξις]] ὀνειδιστικὴ παρ’ Ἀθηναίοις, Κλειγένης ὁ μικρὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 709, πρβλ. Meineke εἰς Ἀλέξιδος «Φαῖδρον» 2· Ἀμύντας ὁ μ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16. 2) ἐπὶ ποσότητος, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359· μέλιτος μικρὸν Ἀριστοφ. Σφ. 878· μ. [[ὄψον]], [[ἀργύριον]], [[ἔλαιον]], κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1, κτλ. 3) κατὰ βαθμὸν ἢ σπουδαιότητα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[ἐλαφρός]], σμ. [[πρόφασις]] Θέογν. 323· [[ἔπος]], [[ἔγκλημα]], [[ῥοπή]], κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 443, Τρ. 361· ἐκ σμικροῦ λόγου, διὰ μικρὰς προφάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 620· ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν, ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, [[αὐτόθι]] 569· αἰτίας μικρᾶς πέρι Εὐρ. Ἀνδρ. 387, κτλ.· οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, Δημ. 352. 22· ― ἐπὶ προσώπων, [[μικρός]], [[μικροπρεπής]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέγας]], σμικρὸς ἐν σμικροῖς, [[μέγας]] ἐν μεγάλοις Πινδ. Π. 3. 191, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 161, κτλ.· σμ. τίθησί με, μὲ θεωρεῖ ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 958· [[βίος]] ὁ μ. = [[μέτριος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 506· σμικρότατος τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 473Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ νοῦ, οὐ σμικρὸν φρονεῖ Σοφ. Αἴ. 1120· ἐπὶ ὕφους, [[ταπεινός]], Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 3. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ὀλίγος]], [[βραχύς]], [[σύντομος]], Πινδ. Ο. 12. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 126, κτλ.· εἰς σμ. χρόνον Πλάτ. Πολ. 498D· [[ὡσαύτως]], ἐν σμικρῷ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου, Ξεν. Κυν. 5, 32, Ἱππ. 8, 7· πρὸ μικροῦ Πολυδ. Α΄, 72. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. χρήσεις: 1) ὡς ὁμαλ. ἐπίρρ., σμικρῶς, Πλάτ. Κριτί. 107D· ὑπερθετ. σμικρότατα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) σμικροῦ ἢ μικροῦ, παρ’ ὀλίγον, [[σχεδόν]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 8, Δημ. 277. 20, κτλ.· πλῆρες: μικροῦ δεῖ ἢ [[δεῖν]], ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ, δέω (Β) Ι: μικροῦ ἀπολείπεσθαι Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 914· ― ἀλλὰ μικροῦ πρίασθαι, ἀντὶ ὀλίγου, δηλ. εὐθηνά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4. 3) μικρῷ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, μετὰ τοῦ συγκρ., Πλάτ. Πολιτ. 262C, κτλ.· σμικρῷ [[πρόσθεν]], ὀλίγῳ πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Β, κτλ. 4) μικρόν, «ὀλίγον τι», σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, σμ. ἐκβαίνειν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, [[αὐτόθι]] 3. 1, 11, κτλ.· ἐπὶ βαθμοῦ, σμικρὰ [[ἔμπειρος]] Πλάτ. Πολ. 527Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], σμικρὰ ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 316Α. 5) μετὰ προθέσεων, α) ἐπὶ σμικρόν, ἐπ’ ὀλίγον, οὐχὶ ἐπὶ [[μακρόν]], ἀλλ’ οὐ [[κάτοιδα]] πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι Σοφ. Ἠλ. 414, Ἀντιφῶν 143. 31 β) κατὰ μικρὸν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 22· οὕτω, κατὰ μικρὰ γενόμενοι [[αὐτόθι]] 5. 6, 32· - [[ὡσαύτως]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, κατὰ μικρὸν ἀεὶ Ἀριστοφ. Σφ. 702, πρβλ. 741· ἀντίθετ. τῷ ξυλλήβδην, Πλάτ. Πολ. 344Α· καὶ κατὰ σμ. ἢ μ., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ καὶ κατὰ σμικρὸν οἷοί τ’ ἐπιλαβέσθαι πῃ τἀνδρός ἐσμεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 241C, Ἰσοκρ. 28C, Δημ. 24. 18. γ) παρὰ μικρόν, παρ’ ὀλίγον, μετ’ ἀπαρεμφ., παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 295, πρβλ. Ἰσοκρ. 141Β, κτλ.· παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. 367Β· - ἀλλὰ παρὰ μικρὸν ποιῶ, ἡγοῦμαι, μικρὰν σημασίαν ἀποδίδω εἰς..., ὁ αὐτ. 52D, 98A· οὕτω, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Σοφ. Φ. 498· τὸ παρὰ μ., [[πρᾶγμα]] μικρᾶς σημασίας, Ἀριστ. Φυσ. 2. 5, 9, Πολιτικ. 3. 5, 10· πρβλ. [[ὀλίγος]] IV. 8. δ) μετὰ μικρόν, ὀλίγον κατόπιν, μετ’ ὀλίγον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 73. IV. πλὴν τοῦ συνήθως συγκρ. καὶ ὑπερθετ. μικρότερος, -ότατος (Ἀριστοφ. Ἱππ. 789, Σφ. 1511, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12, Δημ. 1455. 19), ὑπάρχουσι τὰ ἀνώμαλα, [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], ἐκ τοῦ [[ἐλαχύς]], καὶ [[μείων]], [[μεῖστος]], [[ὡσαύτως]] δὲ καὶ μειότερος, μειότατος· ἴδε ἐν λέξ. [[μείων]]. - Ἐν Ἐπιγρ. Καιβελ. 106 σμεικρός. - Περὶ τῆς φράσεως: μικροῦ [[δεῖν]] ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ, 2, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μικρός]] και [[σμικρός]], -όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. [[μικκός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που [[είναι]] περιορισμένος ως [[προς]] το [[μήκος]], το [[μέγεθος]], τον όγκο ή την [[επιφάνεια]] (α. «μικρό [[χωράφι]]» β. «[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην τὸ [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε χρονική [[έννοια]]) [[βραχύς]], [[σύντομος]], [[ολιγόχρονος]] (α. «μικρή [[αναμονή]]» β. «ἐν μικρῷ... χρόνῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ποσοτική [[έννοια]]) [[λίγος]], πολύ περιορισμένος, [[λιγοστός]], [[ανεπαρκής]] (α. «[[μικρός]] [[μισθός]]» β. «μὴ φοβοῡ τὸ μικρὸν [[ποίμνιον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (ως [[προς]] τον βαθμό, τη [[σπουδαιότητα]], τη [[σημασία]]) [[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], όχι [[σοβαρός]], περιορισμένης σημασίας (α. «μικρή [[ζημιά]]» β. «μεγάλα πράσσων αἰτίας μικρᾱς πέρι», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κατώτερος]] ως [[προς]] την [[τάξη]], το [[αξίωμα]], την [[καταγωγή]] ή τη [[σημασία]], [[ασήμαντος]], [[ταπεινός]], [[ανίσχυρος]] (α. «[[ποιος]] λογαριάζει εμάς τους μικρούς» β. «[[σμικρός]] ἐν σμικροῑς... [[ἔσσομαι]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικροῡ δεῖν» — λίγο έλειψε να...<br />β) «προ μικρού» — λίγο [[πριν]]<br />γ) «[[μετά]] [[μικρόν]]» — λίγο [[μετά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναξιοπρεπής]], [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[χαμερπής]], [[χυδαίος]] («αποδείχθηκε πολύ [[μικρός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικρός]]<br />α) το γκαρσόνι («φώναξε στον μικρό να μάς φέρει τον λογαριασμό»)<br />β) [[υπηρέτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μικρή</i><br />η [[υπηρέτρια]] («θα σού στείλω τα πράγματα με τη μικρή»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικρό</i><br />[[νήπιο]], [[βρέφος]], [[νεογνό]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μικρόν]] [[κατά]] [[μικρόν]]» — [[σιγά]] [[σιγά]] ή λίγο λίγο<br />β) «οι μικρές ώρες» — οι ώρες [[μετά]] τα [[μεσάνυκτα]], οι πρώτες πρωινές ώρες («συνηθίζει να επιστρέφει [[σπίτι]] του τις μικρές ώρες»)<br />δ) «μικρή [[κυκλοφορία]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κυκλοφορίας του αίματος με το οποίο το [[αίμα]] προωθείται για [[οξυγόνωση]] στους πνεύμονες και το οξυγονωμένο [[αίμα]] επαναφέρεται στην [[καρδιά]]<br />ε) «μικρό [[ταμείο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το μικρό χρηματικό [[ποσό]] που δίδεται με τη [[μορφή]] πάγιας προκαταβολής για την [[πληρωμή]] μικροεξόδων τών υπαλλήλων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[σιγανός]] («[[μικρός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] («τελικά, θα πάρουμε και τον μικρό [[μαζί]] μας» β. «η μικρή μιλά θαυμάσια τα Αγγλικά»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> α) (το ουδ. ως ουσ. για [[πτηνό]]) [[νεοσσός]]<br />β) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> (για αδελφούς) ο νεαρότερος σε [[ηλικία]] [[αδελφός]], η νεαρότερη [[αδελφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[σκάφος]] περιορισμένου μεγέθους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> περιορισμένη [[ποσότητα]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. υπερθ. ως ουσ.) <i>ο μικρότατος</i><br />ο [[ελάχιστος]] (σε αυτοχαρακτηρισμούς, για να δηλωθεί [[ταπεινοφροσύνη]])<br />ο [[τελευταίος]], ο εντελώς [[άσημος]]<br /><b>5.</b> [[επιπόλαιος]], [[ελαφρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικρὸς [[δούκας]] ἢ [[τοπάρχης]]» — [[άρχοντας]] που εξουσιάζει μικρή [[περιοχή]]<br />β) «μικρὸς θεῑος» — ο [[πρώτος]] [[εξάδελφος]] τών γονέων<br />γ) «μικρὸς [[κόσμος]]»<br />i) ο [[άνθρωπος]]<br />ii) η [[οικουμένη]], η [[κτίση]]<br />δ) «μικρὰν ὥραν» ή «πρὸς μικρὰν ὥραν» — για λίγη ώρα<br />ε) «πρὸς [[μικρόν]]» — για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />στ) «μικρὸν καί» — [[παραλίγο]] να, [[σχεδόν]]<br />7) χρησιμοποιούνταν ως [[προσωνυμία]] βασιλέων («Θεοδόσιος ὁ [[μικρός]]»)<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[μικρόν]]<br />α) για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>9.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῡ</i><br />α) σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε λίγο<br />β) [[πριν]] από λίγο γ) για λίγο, για λίγη ώρα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[μικρόν]]» <br />α) λίγο λίγο<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῡ</i><br />α) [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο να... β) με μικρή [[τιμή]], φτηνά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σμικρῷ [[πρόσθεν]]» — λίγο [[πριν]]<br />β) «ἐπὶ (σ)[[μικρόν]]» — για λίγο χρόνο, για λίγο<br />γ) «παρὰ [[μικρόν]]» — [[παραλίγο]]<br />δ) «παρὰ μικρὸν ποιεῖν» και «παρὰ μικρὸν ἡγεῖσθαι» — το να αποδίδει [[κανείς]] μικρή [[σημασία]] σε [[κάτι]]<br />ε) «τὸ παρὰ [[μικρόν]]» — [[πράγμα]] μικρής σημασίας<br />στ) «κατὰ [[μικρόν]]» — σε μικρά μέρη, σε μικρά τεμάχια<br />ζ) «[[μετὰ]] [[μικρόν]]» — λίγο [[κατόπιν]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρῶς</i> και <i>σμικρῶς</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> εν ολίγοις, με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> σε μικρές ποσότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>μικ</i>-<i>ρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σμία</i>) και ο τ. <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] -<i>ρός</i>) συνδέονται με το λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i> «[[ψήγμα]], μικρό [[κομμάτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μίκα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>-<i>ŕsm</i><i>ī</i><i>k</i>- «[[θρύμμα]], [[ψίχουλο]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>sm</i><i>ā</i><i>hi</i> «[[μικρός]], [[χαμηλός]], [[μέτριος]], και <i>smahen</i> «[[μικραίνω]]» και αρχ. νορβ. <i>sm</i><i>ā</i><i>r</i> «[[μικρός]]». Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i><br />/ <i>mi</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μείων]]) και προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>μι</i>-<i>ικός</i> > [[μικός]]), ενώ το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το [[επίθημα]] του <i>μακ</i>-<i>ρός</i>. Κατ' άλλους [[τέλος]], το επιθ. μπορεί να συνδεθεί με αγγλοσαξ. <i>śmicre</i> «[[κομψός]]», λιθουαν. <i>susmižes</i> «[[μικρός]]» και <i>σμήν</i> «[[αποξέω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[σμίλη]]). Επικρατέστερη [[πάντως]] όλων τών προηγούμενων συνδέσεων θεωρείται η [[σύνδεση]] του επιθ. με λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i>, ενώ για το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για μια αρχαία [[εναλλαγή]] [[μεταξύ]] τών -<i>ρος</i>/<i>υ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μίκ</i>-<i>υ</i>-<i>θος</i>). Η σημ. της λ. [[μικρός]] καλύπτεται [[κατά]] ένα [[μέρος]] από τη σημ. του επιθ. [[ὀλίγος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μικροῦ δεῖ</i>, <i>ὀλίγου δεῖ</i>), [[αλλά]] η σημ. του επιθ. [[μικρός]] [[είναι]] περισσότερο εκφραστική, συγκεκριμένη και δεν έχει την αριθμητική - ποσοτική σημ. του [[ὀλίγος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[λίγος]]). Ευρεία, [[τέλος]], υπήρξε η [[χρήση]] του στην Αρχαία Ελληνική με μειωτική σημ. «[[ασήμαντος]], [[ποταπός]]». Το επίθ. [[μικρός]]/ <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων και υποκοριστικών: <i>Μίκκος</i>, <i>Μίκκα</i>, <i>Μίκκαλος</i>, <i>Μικίννης</i>, <i>Μίκων</i>, <i>Μικίας</i>, <i>Μίκιλλος</i>, [[Μίκυθος]], <i>Σμίκρα</i>, <i>Μικρίων</i>, <i>Σμικρίνης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχίνης</i>). Επίσης, στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο <i>Μικαρίζο</i> (για [[σύνθετα]] με α΄ συνθετικό [[μικρός]] <b>βλ.</b> μικρο-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μικρότητα]], [[μικρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίκυθος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μικρόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μικρεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μικραίνω]], [[μικράκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικράτα]], [[μικροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεγαλόμικρος]], [[πάμμικρος]], [[πάνσμικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόμικρος]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μικρός]] και [[σμικρός]], -όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. [[μικκός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που [[είναι]] περιορισμένος ως [[προς]] το [[μήκος]], το [[μέγεθος]], τον όγκο ή την [[επιφάνεια]] (α. «μικρό [[χωράφι]]» β. «[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην τὸ [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε χρονική [[έννοια]]) [[βραχύς]], [[σύντομος]], [[ολιγόχρονος]] (α. «μικρή [[αναμονή]]» β. «ἐν μικρῷ... χρόνῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ποσοτική [[έννοια]]) [[λίγος]], πολύ περιορισμένος, [[λιγοστός]], [[ανεπαρκής]] (α. «[[μικρός]] [[μισθός]]» β. «μὴ φοβοῡ τὸ μικρὸν [[ποίμνιον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (ως [[προς]] τον βαθμό, τη [[σπουδαιότητα]], τη [[σημασία]]) [[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], όχι [[σοβαρός]], περιορισμένης σημασίας (α. «μικρή [[ζημιά]]» β. «μεγάλα πράσσων αἰτίας μικρᾱς πέρι», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κατώτερος]] ως [[προς]] την [[τάξη]], το [[αξίωμα]], την [[καταγωγή]] ή τη [[σημασία]], [[ασήμαντος]], [[ταπεινός]], [[ανίσχυρος]] (α. «[[ποιος]] λογαριάζει εμάς τους μικρούς» β. «[[σμικρός]] ἐν σμικροῑς... [[ἔσσομαι]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικροῡ δεῖν» — λίγο έλειψε να...<br />β) «προ μικρού» — λίγο [[πριν]]<br />γ) «[[μετά]] [[μικρόν]]» — λίγο [[μετά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναξιοπρεπής]], [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[χαμερπής]], [[χυδαίος]] («αποδείχθηκε πολύ [[μικρός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικρός]]<br />α) το γκαρσόνι («φώναξε στον μικρό να μάς φέρει τον λογαριασμό»)<br />β) [[υπηρέτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μικρή</i><br />η [[υπηρέτρια]] («θα σού στείλω τα πράγματα με τη μικρή»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικρό</i><br />[[νήπιο]], [[βρέφος]], [[νεογνό]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μικρόν]] [[κατά]] [[μικρόν]]» — [[σιγά]] [[σιγά]] ή λίγο λίγο<br />β) «οι μικρές ώρες» — οι ώρες [[μετά]] τα [[μεσάνυκτα]], οι πρώτες πρωινές ώρες («συνηθίζει να επιστρέφει [[σπίτι]] του τις μικρές ώρες»)<br />δ) «μικρή [[κυκλοφορία]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κυκλοφορίας του αίματος με το οποίο το [[αίμα]] προωθείται για [[οξυγόνωση]] στους πνεύμονες και το οξυγονωμένο [[αίμα]] επαναφέρεται στην [[καρδιά]]<br />ε) «μικρό [[ταμείο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το μικρό χρηματικό [[ποσό]] που δίδεται με τη [[μορφή]] πάγιας προκαταβολής για την [[πληρωμή]] μικροεξόδων τών υπαλλήλων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[σιγανός]] («[[μικρός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] («τελικά, θα πάρουμε και τον μικρό [[μαζί]] μας» β. «η μικρή μιλά θαυμάσια τα Αγγλικά»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> α) (το ουδ. ως ουσ. για [[πτηνό]]) [[νεοσσός]]<br />β) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> (για αδελφούς) ο νεαρότερος σε [[ηλικία]] [[αδελφός]], η νεαρότερη [[αδελφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[σκάφος]] περιορισμένου μεγέθους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> περιορισμένη [[ποσότητα]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. υπερθ. ως ουσ.) <i>ο μικρότατος</i><br />ο [[ελάχιστος]] (σε αυτοχαρακτηρισμούς, για να δηλωθεί [[ταπεινοφροσύνη]])<br />ο [[τελευταίος]], ο εντελώς [[άσημος]]<br /><b>5.</b> [[επιπόλαιος]], [[ελαφρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικρὸς [[δούκας]] ἢ [[τοπάρχης]]» — [[άρχοντας]] που εξουσιάζει μικρή [[περιοχή]]<br />β) «μικρὸς θεῑος» — ο [[πρώτος]] [[εξάδελφος]] τών γονέων<br />γ) «μικρὸς [[κόσμος]]»<br />i) ο [[άνθρωπος]]<br />ii) η [[οικουμένη]], η [[κτίση]]<br />δ) «μικρὰν ὥραν» ή «πρὸς μικρὰν ὥραν» — για λίγη ώρα<br />ε) «πρὸς [[μικρόν]]» — για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />στ) «μικρὸν καί» — [[παραλίγο]] να, [[σχεδόν]]<br />7) χρησιμοποιούνταν ως [[προσωνυμία]] βασιλέων («Θεοδόσιος ὁ [[μικρός]]»)<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[μικρόν]]<br />α) για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>9.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῡ</i><br />α) σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε λίγο<br />β) [[πριν]] από λίγο γ) για λίγο, για λίγη ώρα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[μικρόν]]» <br />α) λίγο λίγο<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῡ</i><br />α) [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο να... β) με μικρή [[τιμή]], φτηνά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σμικρῷ [[πρόσθεν]]» — λίγο [[πριν]]<br />β) «ἐπὶ (σ)[[μικρόν]]» — για λίγο χρόνο, για λίγο<br />γ) «παρὰ [[μικρόν]]» — [[παραλίγο]]<br />δ) «παρὰ μικρὸν ποιεῖν» και «παρὰ μικρὸν ἡγεῖσθαι» — το να αποδίδει [[κανείς]] μικρή [[σημασία]] σε [[κάτι]]<br />ε) «τὸ παρὰ [[μικρόν]]» — [[πράγμα]] μικρής σημασίας<br />στ) «κατὰ [[μικρόν]]» — σε μικρά μέρη, σε μικρά τεμάχια<br />ζ) «μετὰ [[μικρόν]]» — λίγο [[κατόπιν]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρῶς</i> και <i>σμικρῶς</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> εν ολίγοις, με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> σε μικρές ποσότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>μικ</i>-<i>ρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σμία</i>) και ο τ. <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] -<i>ρός</i>) συνδέονται με το λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i> «[[ψήγμα]], μικρό [[κομμάτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μίκα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>-<i>ŕsm</i><i>ī</i><i>k</i>- «[[θρύμμα]], [[ψίχουλο]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>sm</i><i>ā</i><i>hi</i> «[[μικρός]], [[χαμηλός]], [[μέτριος]], και <i>smahen</i> «[[μικραίνω]]» και αρχ. νορβ. <i>sm</i><i>ā</i><i>r</i> «[[μικρός]]». Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i><br />/ <i>mi</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μείων]]) και προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>μι</i>-<i>ικός</i> > [[μικός]]), ενώ το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το [[επίθημα]] του <i>μακ</i>-<i>ρός</i>. Κατ' άλλους [[τέλος]], το επιθ. μπορεί να συνδεθεί με αγγλοσαξ. <i>śmicre</i> «[[κομψός]]», λιθουαν. <i>susmižes</i> «[[μικρός]]» και <i>σμήν</i> «[[αποξέω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[σμίλη]]). Επικρατέστερη [[πάντως]] όλων τών προηγούμενων συνδέσεων θεωρείται η [[σύνδεση]] του επιθ. με λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i>, ενώ για το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για μια αρχαία [[εναλλαγή]] [[μεταξύ]] τών -<i>ρος</i>/<i>υ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μίκ</i>-<i>υ</i>-<i>θος</i>). Η σημ. της λ. [[μικρός]] καλύπτεται [[κατά]] ένα [[μέρος]] από τη σημ. του επιθ. [[ὀλίγος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μικροῦ δεῖ</i>, <i>ὀλίγου δεῖ</i>), [[αλλά]] η σημ. του επιθ. [[μικρός]] [[είναι]] περισσότερο εκφραστική, συγκεκριμένη και δεν έχει την αριθμητική - ποσοτική σημ. του [[ὀλίγος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[λίγος]]). Ευρεία, [[τέλος]], υπήρξε η [[χρήση]] του στην Αρχαία Ελληνική με μειωτική σημ. «[[ασήμαντος]], [[ποταπός]]». Το επίθ. [[μικρός]]/ <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων και υποκοριστικών: <i>Μίκκος</i>, <i>Μίκκα</i>, <i>Μίκκαλος</i>, <i>Μικίννης</i>, <i>Μίκων</i>, <i>Μικίας</i>, <i>Μίκιλλος</i>, [[Μίκυθος]], <i>Σμίκρα</i>, <i>Μικρίων</i>, <i>Σμικρίνης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχίνης</i>). Επίσης, στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο <i>Μικαρίζο</i> (για [[σύνθετα]] με α΄ συνθετικό [[μικρός]] <b>βλ.</b> μικρο-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μικρότητα]], [[μικρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίκυθος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μικρόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μικρεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μικραίνω]], [[μικράκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικράτα]], [[μικροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεγαλόμικρος]], [[πάμμικρος]], [[πάνσμικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόμικρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρός:''' και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. [[μικκός]] (βλ. αυτ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μικρός]], [[μικροκαμωμένος]], από [[άποψη]] μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από [[άποψη]] ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προς το βαθμό ή τη [[σπουδαιότητα]], [[μικρός]], [[ασήμαντος]], κοινότοπος, [[ισχνός]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>σμικρὸς τίθησί με</i>, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· <i>οὐ σμικρὸν φρονεῖ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐν σμικρῷ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), [[σύντομα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επιρρ. χρήσεις,<br /><b class="num">1.</b> ως ομαλό επίρρ., [[σμικρῶς]], [[απλώς]] σε μικρή [[έκταση]], [[διάρκεια]], [[ποσότητα]], αξία, κ.λπ., υπερθ. <i>σμικρότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>σμικροῦ</i> ή <i>μικροῦ</i>, παρ' ολίγο, [[σχεδόν]], στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ [[δεῖ]] ή [[δεῖν]], βλ. [[δεῖ]] II· [[αλλά]], μικροῦ [[πρίασθαι]], [[αγοράζω]] αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>μικρῷ</i>, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>[[μικρόν]]</i> και <i>μικρά</i>, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., <b>α)</b> <i>ἐπὶ σμικρόν</i>, για λίγο, σε Σοφ. <b>β)</b> <i>κατὰ [[μικρόν]]</i>, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κατὰ μικρὰ γενόμενοι</i>, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν [[ἀεί]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> <i>παρὰ [[μικρόν]]</i>, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν [[ἐλθεῖν]], με απαρ., είμαι στο [[πάρα]] [[πέντε]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ. <b>δ)</b> [[μετὰ]] [[μικρόν]], λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[εκτός]] από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. <i>[[μικρότερος]]</i>, <i>-ότατος</i>, υπάρχουν οι ανώμ. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], από το [[ἐλαχύς]], και [[μείων]] ή [[μειότερος]], [[μειότατος]].
|lsmtext='''μῑκρός:''' και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. [[μικκός]] (βλ. αυτ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μικρός]], [[μικροκαμωμένος]], από [[άποψη]] μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από [[άποψη]] ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προς το βαθμό ή τη [[σπουδαιότητα]], [[μικρός]], [[ασήμαντος]], κοινότοπος, [[ισχνός]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>σμικρὸς τίθησί με</i>, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· <i>οὐ σμικρὸν φρονεῖ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐν σμικρῷ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), [[σύντομα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επιρρ. χρήσεις,<br /><b class="num">1.</b> ως ομαλό επίρρ., [[σμικρῶς]], [[απλώς]] σε μικρή [[έκταση]], [[διάρκεια]], [[ποσότητα]], αξία, κ.λπ., υπερθ. <i>σμικρότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>σμικροῦ</i> ή <i>μικροῦ</i>, παρ' ολίγο, [[σχεδόν]], στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ [[δεῖ]] ή [[δεῖν]], βλ. [[δεῖ]] II· [[αλλά]], μικροῦ [[πρίασθαι]], [[αγοράζω]] αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>μικρῷ</i>, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>[[μικρόν]]</i> και <i>μικρά</i>, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., <b>α)</b> <i>ἐπὶ σμικρόν</i>, για λίγο, σε Σοφ. <b>β)</b> <i>κατὰ [[μικρόν]]</i>, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κατὰ μικρὰ γενόμενοι</i>, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν [[ἀεί]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> <i>παρὰ [[μικρόν]]</i>, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν [[ἐλθεῖν]], με απαρ., είμαι στο [[πάρα]] [[πέντε]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ. <b>δ)</b> μετὰ [[μικρόν]], λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[εκτός]] από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. <i>[[μικρότερος]]</i>, <i>-ότατος</i>, υπάρχουν οι ανώμ. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], από το [[ἐλαχύς]], και [[μείων]] ή [[μειότερος]], [[μειότατος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑκρός, ανδ σμῑκρός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[small]], [[little]], in [[point]] of Size, Hom., etc.; also in [[point]] of Quantity, Hes., Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> in Amount or Importance, [[little]], [[petty]], [[trivial]], [[slight]], Theogn., Soph., etc.; σμ. τίθησι με makes me of [[small]] [[account]]. Soph.; οὐ σμικρὸν φρονεῖ Soph.<br /><b class="num">II.</b> of [[Time]], [[little]], [[short]], Pind., Ar., etc.; ἐν σμικρῷ (sc. χρόνῳ) [[shortly]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> Adverbial usages,<br /><b class="num">1.</b> regul. adv., [[σμικρῶς]], but [[little]], Sup. σμικρότατα, Xen.<br /><b class="num">2.</b> σμικροῦ or μικροῦ [[within]] a [[little]], almost, Xen., Dem.; in [[full]], μικροῦ δεῖ or [[δεῖν]], v. δεῖ II:—but μικροῦ [[πρίασθαι]] to buy for a [[little]], [[cheap]], Xen.<br /><b class="num">3.</b> μικρῷ by a [[little]], with the comp., Plat.<br /><b class="num">4.</b> μικρόν and μικρά, a [[little]], Xen., Plat.<br /><b class="num">5.</b> with Preps.,<br />a. ἐπὶ σμικρόν but a [[little]], Soph.<br />b. κατὰ μικρόν [[into]] [[small]] pieces, Xen.; so, κατὰ μικρὰ γενόμενοι Xen.:— also [[little]] by [[little]], κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.<br />c. παρὰ μικρόν [[within]] a [[little]], παρὰ μ. [[ἐλθεῖν]], c. inf., to be [[within]] an ace of doing, Eur.<br />d. [[μετὰ]] μικρόν a [[little]] [[after]], NTest.<br /><b class="num">IV.</b> [[besides]] the regul. comp. and Sup. μικρότερος, -ότατος, [[there]] are the irreg. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], from [[ἐλαχύς]], and [[μείων]] or [[μειότερος]], [[μειότατος]].
|mdlsjtxt=μῑκρός, ανδ σμῑκρός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[small]], [[little]], in [[point]] of Size, Hom., etc.; also in [[point]] of Quantity, Hes., Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> in Amount or Importance, [[little]], [[petty]], [[trivial]], [[slight]], Theogn., Soph., etc.; σμ. τίθησι με makes me of [[small]] [[account]]. Soph.; οὐ σμικρὸν φρονεῖ Soph.<br /><b class="num">II.</b> of [[Time]], [[little]], [[short]], Pind., Ar., etc.; ἐν σμικρῷ (sc. χρόνῳ) [[shortly]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> Adverbial usages,<br /><b class="num">1.</b> regul. adv., [[σμικρῶς]], but [[little]], Sup. σμικρότατα, Xen.<br /><b class="num">2.</b> σμικροῦ or μικροῦ [[within]] a [[little]], almost, Xen., Dem.; in [[full]], μικροῦ δεῖ or [[δεῖν]], v. δεῖ II:—but μικροῦ [[πρίασθαι]] to buy for a [[little]], [[cheap]], Xen.<br /><b class="num">3.</b> μικρῷ by a [[little]], with the comp., Plat.<br /><b class="num">4.</b> μικρόν and μικρά, a [[little]], Xen., Plat.<br /><b class="num">5.</b> with Preps.,<br />a. ἐπὶ σμικρόν but a [[little]], Soph.<br />b. κατὰ μικρόν [[into]] [[small]] pieces, Xen.; so, κατὰ μικρὰ γενόμενοι Xen.:— also [[little]] by [[little]], κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.<br />c. παρὰ μικρόν [[within]] a [[little]], παρὰ μ. [[ἐλθεῖν]], c. inf., to be [[within]] an ace of doing, Eur.<br />d. μετὰ μικρόν a [[little]] [[after]], NTest.<br /><b class="num">IV.</b> [[besides]] the regul. comp. and Sup. μικρότερος, -ότατος, [[there]] are the irreg. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], from [[ἐλαχύς]], and [[μείων]] or [[μειότερος]], [[μειότατος]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe