Anonymous

μεθοδεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθοδεύω''': ἀόριστός τις [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· ([[μέθοδος]]). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται».
|lstext='''μεθοδεύω''': ἀόριστός τις μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· ([[μέθοδος]]). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται».
}}
}}
{{bailly
{{bailly