3,274,729
edits
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶστρος''': ὁ, ἔντομόν τι, [[εἶδος]] μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ [[αἰόλος]] [[οἶστρος]] ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ [[μύωψ]], αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ [[ἐμπίς]]. 2) ἔντομόν τι [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, [[αὐτόθι]] 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) [[εἶδος]] μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, [[εἶδος]] τροχίλου, [[ἴσως]] Sylvia trochilus, [[αὐτόθι]] 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., [[κέντρον]], πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, [[οἶστρος]] κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ [[κέντημα]] ἀλγηδόνος, [[ἀγωνία]], Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[μανιώδης]] [[πόθος]], ἔκφρον [[πάθος]], Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· | |lstext='''οἶστρος''': ὁ, ἔντομόν τι, [[εἶδος]] μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ [[αἰόλος]] [[οἶστρος]] ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ [[μύωψ]], αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ [[ἐμπίς]]. 2) ἔντομόν τι [[ὅπερ]] καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, [[αὐτόθι]] 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) [[εἶδος]] μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, [[εἶδος]] τροχίλου, [[ἴσως]] Sylvia trochilus, [[αὐτόθι]] 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., [[κέντρον]], πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, [[οἶστρος]] κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ [[κέντημα]] ἀλγηδόνος, [[ἀγωνία]], Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[μανιώδης]] [[πόθος]], ἔκφρον [[πάθος]], Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· μετὰ γενικ. ἀντικειμ., κτεάνων, [[πάθος]] πρὸς κτῆσιν πλούτου, Ἀνθ. Π. 11. 389· ― [[καθόλου]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Ἀντ. 1002, Εὐρ. Ὀρ. 791, Βάκχ. 665, κτλ· ἐν τῷ πληθ., μαινόμενοι οἶστροι Ι. Α. 548 (ἴδε [[οἰστράω]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |