Anonymous

παρατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατρίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] τι πλησίον ἄλλου, π. χρυσὸν ἀκήρατον χρυσῷ (ἐνν. εἰς βάσανον), [[τρίβω]] καθαρὸν χρυσὸν πλησίον τοῦ μέρους [[ἔνθα]] ἔτριψα ἄλλον χρυσὸν ἐπὶ τῆς Λυδίας λίθου [[ὅπως]] ἴδω τὴν διαφοράν, Ἡρόδ. 7. 10, 1, πρβλ. 6· Παθ., τρίβομαι πλησίον ἢ ἐπί τινος, καθάπερ πρὸς τὰς βασάνους Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 7· ἰδὲ ἐν λ. [[βάσανος]]. 2) [[τρίβω]] ἐπί τινος ἢ [[πρός]] τι, τινί τι Αἰλ. π. Ζ. 17. 44· [[πρός]] τι Σουΐδ., - Παθ., τρίβομαι [[πρός]] τι, [[ἐπάνω]] εἴς τι, τὰ ὕπτια πρὸς τὰ ὕπτια Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 2. 3) [[τρίβω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, π. οὔρῳ τοὺς ὀδόντας Διόδ. 5. 33· τοὺς ὀφθαλμοὺς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 258. ΙΙ. παρατρίβομαί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, Πολύβ. 4. 47. 7, 27. 13, 6· πρβλ. [[παρακρούω]]. ΙΙΙ. παρατρίβομαι τὸ [[μέτωπον]], ὡς τὸ Λατ. οs ἢ frontem perfricare, [[σκληρύνω]] τὸ [[μέτωπον]] οἱονεὶ διὰ διηνεκοῦς τριβῆς, δηλ. ἀποσκληρύνομαι, [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[ἀναίσθητος]], [[ἀναίσχυντος]], Στράβ. 603, Ἐπιφάν. 1, σ. 729, πρβλ. [[μετὰ]] τετριμμένου προσώπου ὁ αὐτ. 1. σ. 719· πρβλ. ὀφρυόκνηστος.
|lstext='''παρατρίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] τι πλησίον ἄλλου, π. χρυσὸν ἀκήρατον χρυσῷ (ἐνν. εἰς βάσανον), [[τρίβω]] καθαρὸν χρυσὸν πλησίον τοῦ μέρους [[ἔνθα]] ἔτριψα ἄλλον χρυσὸν ἐπὶ τῆς Λυδίας λίθου [[ὅπως]] ἴδω τὴν διαφοράν, Ἡρόδ. 7. 10, 1, πρβλ. 6· Παθ., τρίβομαι πλησίον ἢ ἐπί τινος, καθάπερ πρὸς τὰς βασάνους Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 7· ἰδὲ ἐν λ. [[βάσανος]]. 2) [[τρίβω]] ἐπί τινος ἢ [[πρός]] τι, τινί τι Αἰλ. π. Ζ. 17. 44· [[πρός]] τι Σουΐδ., - Παθ., τρίβομαι [[πρός]] τι, [[ἐπάνω]] εἴς τι, τὰ ὕπτια πρὸς τὰ ὕπτια Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 2. 3) [[τρίβω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, π. οὔρῳ τοὺς ὀδόντας Διόδ. 5. 33· τοὺς ὀφθαλμοὺς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 258. ΙΙ. παρατρίβομαί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, Πολύβ. 4. 47. 7, 27. 13, 6· πρβλ. [[παρακρούω]]. ΙΙΙ. παρατρίβομαι τὸ [[μέτωπον]], ὡς τὸ Λατ. οs ἢ frontem perfricare, [[σκληρύνω]] τὸ [[μέτωπον]] οἱονεὶ διὰ διηνεκοῦς τριβῆς, δηλ. ἀποσκληρύνομαι, [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[ἀναίσθητος]], [[ἀναίσχυντος]], Στράβ. 603, Ἐπιφάν. 1, σ. 729, πρβλ. μετὰ τετριμμένου προσώπου ὁ αὐτ. 1. σ. 719· πρβλ. ὀφρυόκνηστος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly