Anonymous

πω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πω''': Ἰων. κω, ἐγκλιτ. [[μόριον]], [[μέχρι]] τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς [[πολλάκις]] ἀποτελεῖ μίαν λέξιν [[οὔπω]], [[μήπω]], ἡ δὲ [[χρῆσις]] ἐπεκράτησε [[μετὰ]] [[ταῦτα]]· ἴδε [[οὔπω]], [[μήπω]], οὐδέπω, [[μηδέπω]], οὔτιπω, καὶ [[μάλιστα]]· τὸ [[πώποτε]]· - [[ἐνίοτε]] περεμβάλλεται ἄλλη τις [[λέξις]], οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον [[ἐνίοτε]] κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ [[ὥστε]] γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο [[αὐτόθι]] 1130 [[πόλις]] ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. [[πώποτε]].
|lstext='''πω''': Ἰων. κω, ἐγκλιτ. [[μόριον]], [[μέχρι]] τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς [[πολλάκις]] ἀποτελεῖ μίαν λέξιν [[οὔπω]], [[μήπω]], ἡ δὲ [[χρῆσις]] ἐπεκράτησε μετὰ [[ταῦτα]]· ἴδε [[οὔπω]], [[μήπω]], οὐδέπω, [[μηδέπω]], οὔτιπω, καὶ [[μάλιστα]]· τὸ [[πώποτε]]· - [[ἐνίοτε]] περεμβάλλεται ἄλλη τις [[λέξις]], οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον [[ἐνίοτε]] κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ [[ὥστε]] γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο [[αὐτόθι]] 1130 [[πόλις]] ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. [[πώποτε]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater