Anonymous

σαλπίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαλπίζω''': μέλλ. -ιῶ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ι΄, 4)· ἀόρ. ἐσάλπιγξα Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 11· Ἐπικ. σάλπιγξα Ἰλ.· - μεταγεν. μέλλ. σαλπίσω Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 52· ἀόρ. ἐσάλπισα Λουκ. Ὠκύπ. 114, Ἑβδ., κλ. - Παθ., πρκμ. σεσάλπιγκται Εὐδαίμ. παρὰ Στοβ. 366. 54· σεσάλπισται (περι-) Πλούτ. 2. 192Β, 220Ε· - σαλπίσσω [[εἶναι]] τῶν Ταραντίνων, Εὐστ. 1654, Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 62· σαλπίττω, Ἀττ. παρὰ Φωτ. καὶ Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 10· σαλπίδδω Βοιωτ., Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 325. Δίδω [[σημεῖον]] διὰ σάλπιγγος, [[σαλπίζω]], ὡς καὶ νῦν, σάλπιγξι σαλπ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 32· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., σαλπ. πολέμου κτύπον Βατραχομυομαχ. 203· ῥυθμοὺς Ξεν. Ἀν. 7. 3, 32· σαλπ. ἀνακλητικὸν Ἀνθ. Π. 11. 36· λιγὺν ἦχον [[αὐτόθι]] παράρτ. 30· τὸ … δείπνου [[σημεῖον]] Ἀθήν. 130Β· μεταφορ., ἀμφὶ σὲ σάλπιγξε [[μέγας]] οὐραμὸς, ὁ οὐρανὸς ἐσάλπιγξε …, ἐπὶ τῆς βροντῆς ἐκλαμβανομένης ἀντὶ σημείου πρὸς μάχην, Ἰλ. Φ. 388, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 327· - ἀπροσ., [[ἐπεὶ]] ἐσάλπιγξε (δηλ. ὁ [[σαλπιγκτής]]), [[ὅταν]] ἡ [[σάλπιγξ]] ἤχησε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 17· πρβλ. [[σημαίνω]] ΙΙ. 2, [[κηρύσσω]] Ι. 2. 2) μετ’ αἰτ., σ. ἡμέραν, προαγγέλω, ἀναγγέλω τὴν ἡμέραν, ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Λουκ. Ὠκύπ. 114.
|lstext='''σαλπίζω''': μέλλ. -ιῶ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ι΄, 4)· ἀόρ. ἐσάλπιγξα Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 11· Ἐπικ. σάλπιγξα Ἰλ.· - μεταγεν. μέλλ. σαλπίσω Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 52· ἀόρ. ἐσάλπισα Λουκ. Ὠκύπ. 114, Ἑβδ., κλ. - Παθ., πρκμ. σεσάλπιγκται Εὐδαίμ. παρὰ Στοβ. 366. 54· σεσάλπισται (περι-) Πλούτ. 2. 192Β, 220Ε· - σαλπίσσω [[εἶναι]] τῶν Ταραντίνων, Εὐστ. 1654, Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 62· σαλπίττω, Ἀττ. παρὰ Φωτ. καὶ Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 10· σαλπίδδω Βοιωτ., Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 325. Δίδω [[σημεῖον]] διὰ σάλπιγγος, [[σαλπίζω]], ὡς καὶ νῦν, σάλπιγξι σαλπ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 32· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., σαλπ. πολέμου κτύπον Βατραχομυομαχ. 203· ῥυθμοὺς Ξεν. Ἀν. 7. 3, 32· σαλπ. ἀνακλητικὸν Ἀνθ. Π. 11. 36· λιγὺν ἦχον [[αὐτόθι]] παράρτ. 30· τὸ … δείπνου [[σημεῖον]] Ἀθήν. 130Β· μεταφορ., ἀμφὶ σὲ σάλπιγξε [[μέγας]] οὐραμὸς, ὁ οὐρανὸς ἐσάλπιγξε …, ἐπὶ τῆς βροντῆς ἐκλαμβανομένης ἀντὶ σημείου πρὸς μάχην, Ἰλ. Φ. 388, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 327· - ἀπροσ., [[ἐπεὶ]] ἐσάλπιγξε (δηλ. ὁ [[σαλπιγκτής]]), [[ὅταν]] ἡ [[σάλπιγξ]] ἤχησε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 17· πρβλ. [[σημαίνω]] ΙΙ. 2, [[κηρύσσω]] Ι. 2. 2) μετ’ αἰτ., σ. ἡμέραν, προαγγέλω, ἀναγγέλω τὴν ἡμέραν, ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Λουκ. Ὠκύπ. 114.
}}
}}
{{bailly
{{bailly