Anonymous

τοίνυν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοίνῠν''': (νυν) [[ὅθεν]], λοπόν, δι’ ὅ, [[μόριον]] συμπερασματικὸν ἐν χρήσει εἰς ἔκφρασιν τῆς ἰσχυρᾶς τοῦ λέγοντος πεποιθήσεως, σχεδὸν ὡς τὸ [[τοιγάρ]], πλὴν ὅτι παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν [[οὐδέποτε]] τίθεται ἐν ἀρχῇ προτάσεως, (ἴδε κατωτ. ΙΙ), πρῶτον παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ.· εἰ [[τοίνυν]]... Ἡρόδ. 1. 57· ― [[ἐνίοτε]] [[εἶναι]] ὀλίγῳ πλέον ἢ ἐπιτεταμένον τοι, Σοφ. Ο. Τ. 1067, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, κλπ.· ἐν τῇ τοῦ Ξεν. Ἀναβ. 7. 6, 19, μὴ [[τοίνυν]] μηδ’ ὅσα..., [[μηδὲ]] τόσα ἀληθῶς ὅσα... 2) παρ’ Ἀττικ. κεῖται [[πολλάκις]] εἰς ἀνάληψιν ἢ ἐξακολούθησιν λόγου, περαιτέρω, περιπλέον, [[προσέτι]], ἔλεγες [[τοίνυν]] δὴ ὅτι... Πλάτ. Γοργ. 459Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 36. κλπ.· ― [[ἐνίοτε]] μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, Σοφ. Ο. Τ. 1067. 3) [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐν ἀρχῇ λόγου ἢ ἀγορεύσεως, ἐγὼ μὲν [[τοίνυν]]..., ὅτε ἀναφέρεται εἰς [[πρᾶγμα]] παρὸν ἐν τῷ νῷ τοῦ ἀγορεύοντος καὶ τοῦ ἀκροατοῦ, ἐγὼ μὲν [[τοίνυν]], ἔφη, ὦ ἄνδρες, [[ἀπείρηκα]] Ξεν. Ἀν. 5. 1, 2, πρβλ. Θουκ. 5. 87, 89· οὕτω [[μετὰ]] τῆς προστ., «λοιπόν...», Ξεν. Κύρ. 2. 4, 8, κλπ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] παρὰ Γαληνῷ, Σέξτ. Ἐμπ. καὶ ἑτέροις, οὓς μνημονεύει ο Λοβέκ. εἰς Φρύν. 342, κεῖται [[ἐνίοτε]] ὡς ἡ πρώτη [[λέξις]] περιόδου· ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 904 συνέβη τοῦτο μόνον [[ἕνεκα]] τῆς πλημμελοῦς στίξεως. [ῠ συνήθως, [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 760, Σοφ. Ἀποσπ. 71· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ῡ, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1259, Νεφ. 429, 435].
|lstext='''τοίνῠν''': (νυν) [[ὅθεν]], λοπόν, δι’ ὅ, [[μόριον]] συμπερασματικὸν ἐν χρήσει εἰς ἔκφρασιν τῆς ἰσχυρᾶς τοῦ λέγοντος πεποιθήσεως, σχεδὸν ὡς τὸ [[τοιγάρ]], πλὴν ὅτι παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν [[οὐδέποτε]] τίθεται ἐν ἀρχῇ προτάσεως, (ἴδε κατωτ. ΙΙ), πρῶτον παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ.· εἰ [[τοίνυν]]... Ἡρόδ. 1. 57· ― [[ἐνίοτε]] [[εἶναι]] ὀλίγῳ πλέον ἢ ἐπιτεταμένον τοι, Σοφ. Ο. Τ. 1067, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, κλπ.· ἐν τῇ τοῦ Ξεν. Ἀναβ. 7. 6, 19, μὴ [[τοίνυν]] μηδ’ ὅσα..., [[μηδὲ]] τόσα ἀληθῶς ὅσα... 2) παρ’ Ἀττικ. κεῖται [[πολλάκις]] εἰς ἀνάληψιν ἢ ἐξακολούθησιν λόγου, περαιτέρω, περιπλέον, [[προσέτι]], ἔλεγες [[τοίνυν]] δὴ ὅτι... Πλάτ. Γοργ. 459Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 36. κλπ.· ― [[ἐνίοτε]] μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, Σοφ. Ο. Τ. 1067. 3) [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐν ἀρχῇ λόγου ἢ ἀγορεύσεως, ἐγὼ μὲν [[τοίνυν]]..., ὅτε ἀναφέρεται εἰς [[πρᾶγμα]] παρὸν ἐν τῷ νῷ τοῦ ἀγορεύοντος καὶ τοῦ ἀκροατοῦ, ἐγὼ μὲν [[τοίνυν]], ἔφη, ὦ ἄνδρες, [[ἀπείρηκα]] Ξεν. Ἀν. 5. 1, 2, πρβλ. Θουκ. 5. 87, 89· οὕτω μετὰ τῆς προστ., «λοιπόν...», Ξεν. Κύρ. 2. 4, 8, κλπ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] παρὰ Γαληνῷ, Σέξτ. Ἐμπ. καὶ ἑτέροις, οὓς μνημονεύει ο Λοβέκ. εἰς Φρύν. 342, κεῖται [[ἐνίοτε]] ὡς ἡ πρώτη [[λέξις]] περιόδου· ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 904 συνέβη τοῦτο μόνον [[ἕνεκα]] τῆς πλημμελοῦς στίξεως. [ῠ συνήθως, [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 760, Σοφ. Ἀποσπ. 71· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ῡ, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1259, Νεφ. 429, 435].
}}
}}
{{bailly
{{bailly